Η κηδεία του Μιχάλη Καραβίδη κανονίστηκε να γίνει πέντε μέρες μετά τον θάνατό του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δηλαδή σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας, την Προσουνίτσα, περίπου 40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Φλώρινας. Η γυναίκα του, μέσα σε όλα, έπρεπε να κανονίσει ένα σωρό πράγματα: πού θα μείνουν οι συγγενείς, ποια πράγματα του Μιχάλη θα πάνε στη μάνα του, μόνιμη κάτοικο Προσουνίτσας, κουφή σε ποσοστό 90% και τυφλή από το ένα μάτι, αλλά, κατά τ' άλλα, καλή κυρία και τρομερή μαγείρισσα.
Κυρίως έπρεπε να κανονίσει πώς θα μεταφερθεί το πτώμα του Μιχάλη. Το πρόβλημα σε αυτό ήταν το μεγάλο κόστος. Η οικογένεια Καραβίδη είναι μια μικροαστική οικογένεια με τα τυπικά, λόγω κρίσης, θέματα των μικροαστικών οικογενειών, με άλλα λόγια η οικογένεια Καραβίδη είναι μια άφραγκη οικογένεια.
Το πρόβλημα της πανάκριβης μεταφοράς του πτώματος, που συζητήθηκε με παρούσα όλη την ευρύτερη οικογένεια, ανέλαβε να λύσει ο Θεμιστοκλής, ο αδερφός της γυναίκας του Μιχάλη, ο οποίος, βλέποντας την αδερφή του, κλαίγοντας να λέει στο τηλέφωνο στον νεκροθάφτη της γειτονιάς, «ήταν άγιος άνθρωπος ο Μιχάλης μου κι εσείς πάτε να βγάλετε λεφτά στην πλάτη ενός αγίου», σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Ματίνα, κλείσ' τονα τον μαλάκα, θα τον βάλουμε στο πορτμπαγκάζ τον Μιχάλη».
Σε μια γωνιά ο νεκρός Μιχάλης ένιωσε τρομερή ικανοποίηση γι' αυτή την εξέλιξη της οικογενειακής συνεύρεσης και εκτίμησε ακόμα περισσότερο τη Δήμητρα, κυρίως γιατί και αυτή είχε καταλάβει αυτό που η μητέρα της θεωρούσε ότι είχε κρύψει τέλεια απ' όλη την οικογένεια.
Η Ματίνα είπε στον μαλάκα μερικές ακόμα κατάρες, ο μαλάκας της είπε «στον θάνατο φαίνεται το επίπεδο του ανθρώπου, κυρία μου, κι εσείς...», η Ματίνα το έκλεισε και συνέχισε να βρίζει και τότε η μεγάλη κόρη του Μιχάλη, η Δήμητρα, σηκώθηκε με τη σειρά της όρθια και φώναξε με μια φωνή που κανείς δεν ήξερε ότι μπορούσε να φτάσει σε αυτά τα ντεσιμπέλ: «Μάνα, όταν κεράτωνες τον μπαμπά ήταν άγιος ή αγιοποιήθηκε μετά που πέθανε;».
Το ξέσπασμα αυτό προκάλεσε έναν πανικό που εκδηλώθηκε με μια τεράστια σιωπή, κατά την οποία κανείς δεν κοιτούσε κανέναν και το μόνο που ακουγότανε ήταν ο ήχος από το κουταλάκι που έσκαγε νευρικά πάνω στο πιατάκι με το γλυκό νεράντζι στην προσπάθεια που έκανε η θεία Πέπη να αποτελειώσει το τέταρτο πιατάκι με αυτό το φοβερό γλυκό.
Σε μια γωνιά ο νεκρός Μιχάλης ένιωσε τρομερή ικανοποίηση γι' αυτή την εξέλιξη της οικογενειακής συνεύρεσης και εκτίμησε ακόμα περισσότερο τη Δήμητρα, κυρίως γιατί και αυτή είχε καταλάβει αυτό που η μητέρα της θεωρούσε ότι είχε κρύψει τέλεια απ' όλη την οικογένεια.
Τη σιωπή έσπασε ο Θεμιστοκλής, λέγοντας «λοιπόν, αν πέσουν τα καθίσματα, πιστεύω ότι χωράει ο Μιχάλης» και τότε η θεία Πέπη, κάπως απελευθερωμένη που έσπασε η σιωπή, ζήτησε από τη Φρόσω, τη μικρή κόρη του Μιχάλη, αν γίνεται, να της βάλει ένα ακόμα νεραντζάκι.
Ο Μιχάλης, που αν είχατε διαβάσει το πρώτο μέρος αυτής της τραγικότατης ιστορίας θα ξέρατε ότι ζούσε μια μετά θάνατον ζωή, περνούσε κυριολεκτικά τέλεια κι ένιωσε για μια στιγμή ότι ως παρατηρητής θα μπορούσε να αγαπήσει αυτή την οικογένεια περισσότερο απ' όσο την αγάπησε εν ζωή.
Παρασκευή 11 Μαΐου του 2018 και ώρα 9 το πρωί, το αυτοκίνητο του Θεμιστοκλή, ένα παλιό Volvo station wagon, έσκασε κάτω από το σπίτι της οικογένειας Καραβίδη. Το πτώμα του Μιχάλη είχε καλυφθεί με σεντόνι και από πάνω σελοφάν και από πάνω αυτά τα πλαστικά με τις φουσκάλες για να μην κοπανηθεί κι έχει σημάδια.
Ο Μιχάλης καθόταν και κοιτούσε το πτώμα του και σκεφτόταν πόσο ήθελε να σπάσει αυτές τις φουσκάλες και ότι αυτές οι μικρές χαρές θα του λείψουν περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο τώρα που είναι νεκρός.
Ο Θεμιστοκλής, παρέα με τρία παιδιά που δουλεύουν γι' αυτόν στο συνεργείο αυτοκινήτων «O Θεμιστοκλής», πιάσανε το πτώμα και άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά από τον τρίτο.
Στα μέσα της διαδρομής, ο Λευτέρης, όπως τον έλεγε για ευκολία ο Θεμιστοκλής, ένα παιδί με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, έπαθε νευρικό γέλιο, σκεπτόμενος ότι το ίδιο πράγμα είχε κάνει και στο Μπαγκλαντές και πώς τα φέρνει η ζωή, τέλος πάντων, και τότε, εκεί, ανάμεσα στον δεύτερο και στον πρώτο όροφο, άρχισε να γελάει και ο Μάκης και μετά και ο Δημήτρης και στο τέλος και ο Θεμιστοκλής και εκεί για πρώτη φορά ο Μιχάλης συμπάθησε τον γαμπρό του, αφού και ο ίδιος έβρισκε τρομερά διασκεδαστική τη σκηνή τεσσάρων ατόμων να προσπαθούν να συγκρατήσουν ένα πτώμα, το δικό του, να μην τους πέσει στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας στα Σεπόλια.
Μετά από κάνα δεκάλεπτο και αφού όλοι σταμάτησαν να γελάνε, το πτώμα έφτασε στο ισόγειο. Η Ματίνα ρώτησε τον Θεμιστοκλή τι κάνανε τόση ώρα και αν έλυναν το Κυπριακό και τότε ο Λευτέρης ξανάρχισε να γελάει, ακόμα δυνατότερα αυτήν τη φορά, προσπαθώντας να υποκριθεί ότι αυτό που ακουγόταν ήταν κλάμα και όχι γέλιο, λέγοντας ταυτόχρονα «γκαμώτο, κύριε Μικάλη» και κάπως έτσι ξαναξεκίνησε το ομαδικό νευρικό γέλιο μπροστά στη Ματίνα και στις δύο κόρες του Μιχάλη, γέλιο στο οποίο συμμετείχε και ο Θεμιστοκλής, γεγονός που εξόργισε τη Ματίνα, η οποία άρχισε πάλι να βρίζει, λέγοντας λόγια που καλύτερα να μη μεταφέρουμε, σεβόμενοι τη μνήμη του ήρωά μας, του Μιχάλη.
Για να μην τα πολυλογούμε, το πτώμα μπήκε μετά από πολύ κόπο στο πορτμπαγκάζ, αλλά όταν πήγε ο Θεμιστοκλής να το κλείσει, συνειδητοποίησε ότι εξείχαν δέκα πόντοι, γεγονός το οποίο δεν γινόταν να υπερκεραστεί, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι τα άψυχα σώματα είναι εντελώς άκαμπτα.
Με ένα μικρό μέρος του καλυμμένου με πλαστικές φουσκάλες, σεντόνια και άλλα πράγματα πτώματος του Μιχάλη να εξέχει από το πορτμπαγκάζ και μερικά σχοινιά να το κρατάνε σχετικά κλειστό, το αμάξι ξεκίνησε για την Προσουνίτσα.
Στο τιμόνι ο Θεμιστοκλής και δίπλα η Πέπη, η οποία αναρωτήθηκε με το που ξεκίνησε το αμάξι αν βολεύει να κάνουνε μια στάση να πάρουνε κάνα γλυκάκι, καθώς όλη αυτή η ιστορία την είχε λίγο αναστατώσει.
Στο διπλανό αμάξι η Ματίνα με τα κορίτσια και ο Μιχάλης, μια στο ένα αμάξι, μια στο άλλο, να ακούει τις συζητήσεις και να καταλαβαίνει όλο και περισσότερο ότι οι συγγενείς του, με έναν περίεργο τρόπο, τον αγαπούσαν πολύ περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος είχε καταλάβει, πράγμα που θα καταλάβετε κι εσείς πολύ καλύτερα στο επόμενο μέρος, στο οποίο θα διαβάσετε επιτέλους τα τρομερά γεγονότα μιας τρομερής κηδείας, ίσως της καλύτερης που έγινε ποτέ στη γραφική Προσουνίτσα Φλωρίνης.
σχόλια