Τα τρόφιμα που πετιούνται στα σκουπίδια μπορεί να αυξηθούν κατά σχεδόν ένα τρίτο σε ολόκληρο τον κόσμο έως το 2030 και να ξεπεράσουν τους δύο δισ. τόνους ετησίως, σύμφωνα με μελέτη.
Αυτό ανακοίνωσαν σήμερα ερευνητές, προειδοποιώντας για μια «απίστευτη» κρίση που πυροδοτείται από τη μεγάλη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και τις αλλαγές των συνηθειών στα αναπτυσσόμενα κράτη.
Ο ΟΗΕ έχει θέσει στόχο τη μείωση κατά το ήμισυ της απώλειας και της απόρριψης τροφίμων έως το 2030.
Ωστόσο μελέτη του Boston Consulting Group (BCG) αποκαλύπτει ότι αν συνεχιστεί η τρέχουσα τάση, θα αυξηθεί σε 2,1 δισ. τόνους η ποσότητα των τροφίμων που πετιούνται στα σκουπίδια ετησίως - η αξία τους υπολογίζεται σε περίπου 1,5 τρισ. δολάρια.
«Προβλέπουμε μια πραγματική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο», δήλωσε στο Thomson Reuters Foundation ο Έσμπεν Χέγκνσολτ, ένας από τους συντάκτες της σχετικής μελέτης.
«Οι ποσότητες των απορριμμάτων και οι κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα έχουν είναι σοβαρές αν δεν αλλάξουμε πορεία. Όταν αγωνιζόμαστε κατά της απώλειας και της απόρριψης τροφίμων, αγωνιζόμαστε ταυτοχρόνως κατά της πείνας, της φτώχειας και της υπερθέρμανσης του πλανήτη», υπογράμμισε ο ίδιος.
Περίπου ένα τρίτο των τροφίμων σε όλο τον κόσμο πάει χαμένο ή πετιέται ετησίως. Σήμερα πετάμε 1,6 δισ. τόνους τροφίμων ετησίως, αξίας περίπου 1,2 τρισ. δολαρίων.
Σε μεγάλο μέρος της η αύξηση της ποσότητας των τροφίμων που πετιούνται μπορεί να αποδοθεί στη διόγκωση του παγκόσμιου πληθυσμού - περισσότεροι άνθρωποι, περισσότερα σκουπίδια -, εξήγησε ο Χέγκνσολτ, συνεταίρος και γενικός διευθυντής στον όμιλο αυτό παροχής συμβουλών σχετικά με θέματα διαχείρισης.
Τα σκουπίδια των νοικοκυριών θα αυξηθούν επίσης στις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς οι καταναλωτές θα αποκτούν περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα, επισημαίνεται στην έκθεση, στην οποία αναφέρονται ορισμένες σημαντικές αλλαγές, οι οποίες θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν σχεδόν 700 δισ. δολάρια από την απώλεια τροφίμων.
Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνεται η μεγαλύτερη επίγνωση των καταναλωτών, οι αυστηρότερες ρυθμίσεις και η μεγαλύτερη αποδοτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας και η καλύτερη συνεργασία κατά μήκος της αλυσίδας παραγωγής τροφίμων.
Η Λιζ Γκούντγουϊν, διευθύντρια του προγράμματος για την απώλεια και την απόρριψη τροφίμων στο Ινστιτούτο Παγκόσμιων Πόρων, δήλωσε ότι η έκθεση αυτή θίγει σοβαρά ζητήματα αλλά υπεραπλουστεύει κάποιες από τις λύσεις.
Το πρόβλημα αυτό «συνδέεται με την αλλαγή που έχει γίνει στις ζωές μας και το γεγονός ότι τα τρόφιμα είναι τώρα πολύ φθηνότερα», δήλωσε, μιλώντας επίσης για μια όλο και μεγαλύτερη αναζήτηση άνεσης και μια έλλειψη μαγειρικών ικανοτήτων μεταξύ των νεότερων γενεών.
Η Γκούντγουϊν σημείωσε ότι πιστεύει πως τα μέτρα για να μειωθεί η ποσότητα των τροφίμων που πετιούνται έχουν αποτέλεσμα και ότι ο κόσμος θα καταφέρει εν τέλει να βρεθεί τουλάχιστον στα μισά του δρόμου για να πετύχει τον στόχο του να μειωθεί κατά 50% η ποσότητα των τροφίμων που καταλήγει στα σκουπίδια ως το 2030.
Οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει όλοι να παίξουν έναν ρόλο για να έρθει η αλλαγή, υπογράμμισε.
«Χρειαζόμαστε μια αλλαγή στη στάση μας ως προς το πέταμα φαγητού - νομίζω ότι χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο που απλώς θα θεωρείται απαράδεκτο να πετιέται φαγητό στα σκουπίδια», κατέληξε η Γκούντγουϊν.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ-Thomson Reuters Foundation