«Στην αρχή νόμιζα ότι η ζωή χωρίς κανόνες δεν έχει νόημα.Τώρα ξέρω ότι δεν έχει νόημα έτσι κι αλλιώς.
Κι αυτός είναι ο χειρότερος κανόνας»
Έντεν φον Χόρβατ, "Σλάντεκ"
O Σλάντεκ είναι ένας νέος χωρίς μόρφωση και δουλειά σε αναζήτηση προσανατολισμού μέσα στις οικονομικές και κοινωνικές θύελλες του μεσοπολέμου. Μοιάζει παντελώς ανίκανος να οραματιστεί μια ειρηνική ζωή. Τελικά εντάσσεται στους κόλπους του Μαύρου Στρατού, μιας σκληροπυρηνικής φασιστικής ομάδας που εκπαιδεύει/εκτρέφει δολοφόνους για το «καλό της πατρίδας». Ένα έγκλημα γίνεται αφορμή για μια ατέρμονη αντιπαράθεση ιδεολογιών.
Ο γερμανόφωνος συγγραφέας Έντεν Φον Χόρβατ γεννήθηκε το 1901. Το έργο που τον έκανε διάσημο σε όλη την Ευρώπη είναι το μυθιστόρημα «Νέοι χωρίς θεό». Τα έργα του Έντεν φον Χόρβατ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «μικροαστικές ηθογραφίες». Γράφτηκαν την εποχή του μεσοπολέμου και επιχειρούν μια καυστική κριτική του μικροαστισμού, σαν του κύριου κοινωνικού στρώματος που στήριξε τον ανερχόμενο τότε ναζισμό. Θεωρούσε τη συγγραφική του εργασία ως ηθική αποστολή, ασκούσε με το έργο του κοινωνική κριτική με στόχο να αφυπνίσει συνειδήσεις, να κάνει το κοινό να συνειδητοποιήσει πράγματα και καταστάσεις, πολεμούσε αδυσώπητα κάθε είδος σκοταδισμό και προκατάληψη, τον αυταρχισμό και τη βία, τον εθνικιστικό σοβινισμό, ίδια γνωρίσματα των μικροαστών που τους οδήγησαν στο φασισμό. Γι’ αυτό και οι Ναζί τον είχαν βάλει στο στόχαστρο πριν ακόμα έλθουν στην εξουσία. Ο Χόρβατ είναι νέος στην περίοδο του μεσοπολέμου. Περισσότερο γνωστός στην Ευρώπη και την Ελλάδα για τις «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης», το πιο δημοφιλές, ίσως έργο του. Ο Χόρβατ είναι ο συγγραφέας μιας εποχής, βυθισμένης στο σκοτάδι. Με προοπτική το σκοτάδι που θα τη διαδεχθεί, τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
Η Εικοσαετία του Μεσοπολέμου σημαδεύτηκε από την ανασφάλεια, τον φόβο και την απελπισία. Ο παλαιός κόσμος κατέρρεε, όμως κανείς δεν ήταν βέβαιος τι «καινούργιο» θα ανατείλει. Η Γερμανία που βγήκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών)νικημένη, ταπεινωμένη και οικονομικά εξαθλιωμένη, ήταν η πρώτη μαζί με την Αυστρία που επηρεάστηκε από το "Μεγάλο Κραχ" που έπληξε την Αμερική - εκείνη τη "Μαύρη Πέμπτη" του Οκτωβρίου του 1929. Η ανεργία ανέβηκε στα ύψη. Υπολογίζονται σε περίπου 30.000.000 οι άνεργοι σε όλες τις χώρες που είχαν οικονομική εξάρτηση από την Αμερική, την Αγγλία και τη Γερμανία.
Ο Χόρβατ μέσα από τους ήρωές του περιγράφει την ασφυξία της εποχής του. Η φτώχεια και η ανεργία δημιουργούν το φαινόμενο της μεγάλης αναλγησίας και την αποθέωση του κυνισμού. Είχε μια μοναδική επίγνωση της ευθύνης απέναντι στους ήρωές του, συνεπώς απέναντι στο θέατρο.
Οι νέες τάσεις πήραν μορφή κινήματος με τη γενική ονομασία «εξπρεσιονισμός». Κύρια χαρακτηριστικά του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού είναι οι αφηρημένες ιδέες, η τάση μυστικοπάθειας, η μελαγχολία, το σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο. Η άρχουσα τάξη παρακολουθεί τον παλιό κόσμο να σβήνει. Οι φτωχοί αναζητούν έναν ηγέτη να ακολουθήσουν, μια διέξοδο στην πείνα τους. Ο Εθνικοσοσιαλισμός ανατέλλει. Ο Χόρβατ γράφει για την κοινωνική κατάσταση μιας κοινωνίας που γλεντάει το θάνατό της. Η άνοδος του ναζισμού τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το Βερολίνο, καθώς έχει κινήσει την αντιπάθεια και τις υποψίες των ναζί. Όταν η Γερμανία εισβάλλει στην Αυστρία, ο Χόρβατ φεύγει από τη Βιέννη με απώτερο προορισμό την Αμερική, δεν θα φτάσει όμως ποτέ. Την 1η Ιουνίου του 1938, ο Χόρβατ σκοτώνεται στο Παρίσι από το κλαδί ενός δέντρου, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο από μια καταιγίδα.
«Πρέπει να είναι να είναι ωραία στη Νικαράγουα. Δεν έχει χειμώνα εκεί μόνο φοίνικες. Όλα αναπτύσσονται από μόνα τους. Οι άνθρωποι δεν πεινάνε. Θα ήθελα να ξαπλώσω κάτω από ένα δένδρο και να μη βλέπω τίποτα. Μόνο ένα ποτάμι. Και εκεί θα φανεί ένα ατμόπλοιο, φωτισμένο από πάνω ως κάτω, θα φύγει αφήνοντας πίσω....
Θα έχει ποικιλία σάντουιτς και ωραίες γυναίκες και τυχερά παιχνίδια. Δε θα είναι και άσχημα. Θα είναι και τίποτα βρωμιάρηδες ψόφιοι από την απραξία, Αμερικάνοι όλοι τους»
Σλάντεκ
«O Σλάντεκ, ο ήρωας του Χόρβατ, είναι ένας νέος άντρας, που έχει βιώσει τα παιδικά του χρόνια στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Βρισκόμαστε στη Γερμανία του 1923 και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει στον ήλιο μοίρα –είναι αμόρφωτος δεν είχε την ευκαιρία να σπουδάσει δεν έχει μια οικογένεια δεν έχει βρει την ταυτότητά του-, ψάχνει να βρει ένα σκοπό στη ζωή του. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, κάποια στιγμή αποφασίζει ότι θέλει να γίνει στρατιώτης του Μαύρου Στρατού, να φορέσει μια στολή και να υπηρετήσει ένα σύνολο, ένα σύνολο που έχει προπαγανδιστεί ότι θα φέρει την εθνική επανάσταση, την εθνική δικτατορία. Από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου περνούν δυο χρόνια. Στο τέλος ο ήρωάς μας μένει πάλι μετέωρος», λέει η Μαρία Κεχαγιόγλου.
Στο έργο του Χόρβατ υπάρχουν τρεις γυναίκες. Τις υποδύεται η Μαρία Κεχαγιόγλου. Σε μια περίοδο της ιστορίας που η θέση της γυναίκας υποτιμάται σταθερά. Η γυναίκα είναι σκεύος ηδονής, είναι πόρνη, είναι για τη διασκέδαση των άλλων. Όλες οι γυναίκες έχουν μια τιμή. Την οποία μπορεί να πληρώσει, ο γέρος, ο πλούσιος, ο κάθε φιλήδονος και ο κάθε ανώμαλος για να αγοράσει μια μικρή παρθένα.Το σέξ είναι ένα ακόμα όχημα εξουσίας στα χέρια των ισχυρών.
«Αυτές οι τρεις γυναίκες είναι διαφορετικές μεταξύ τους αλλά η καθεμία από αυτές προσπαθεί να του θυμίσει με το δικό της τρόπο τον συναισθηματικό κόσμο, να του υποβάλει τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τις ανθρώπινες αξίες, να συνδεθεί μαζί του. Αυτό το κομμάτι το έχω αναλάβει εγώ», συνεχίζει η Μαρία Κεχαγιόγλου. « Φυσικά το κομμάτι αυτό ο ήρωας το αρνείται. Η εποχή τότε ήταν υπέρ μιας κοσμοθεωρίας κυνισμού και σκληρότητας και όλα αυτά ήταν καχεκτικά συναισθήματα, συναισθήματα που έπρεπε να κατασταλούν. Η ντροπή, η αίσθηση της αξιοπρέπειας, οι ανθρώπινες αξίες είχαν υποτιμηθεί. Η τιμή δεν είχε την έννοια τη θετική, όπως την εννοούμε συνήθως, αλλά να ξαναβρεί ο γερμανικός λαός να υπερισχύσει, να ξαναγίνει μια μεγάλη δύναμη».
«Δεν υπάρχει αρκετός χώρος εδώ. Αισθάνομαι πάντα την ανάγκη να ανοίξει ένα παράθυρο και να μπει αέρας. Είναι ασφυκτικά εδώ»
Σλάντεκ
Ο Χόρβατ μέσα από τους ήρωές του περιγράφει την ασφυξία της εποχής του. Η φτώχεια και η ανεργία δημιουργούν το φαινόμενο της μεγάλης αναλγησίας και την αποθέωση του κυνισμού. Είχε μια μοναδική επίγνωση της ευθύνης απέναντι στους ήρωές του, συνεπώς απέναντι στο θέατρο. Το θέατρο οφείλει να είναι πολιτικό γιατί διαδραματίζεται μπροστά στο λαό και παρουσιάζει το λαό, και αυτή είναι μια διαδικασία κατ΄εξοχήν πολιτική. Ο Χόρβατ έχει δουλέψει υποδειγματικά: δεν καταδικάζει τα πρόσωπά του, τα παρουσιάζει όπως είναι.
«Υπάρχει ένα ερώτημα στο έργο: η σκληρότητα σε κάνει να ζεις καλύτερα»; λέει η Μαρία Κεχαγιόγλου. «Νιώθεις καλύτερα με τον εαυτό σου όταν είσαι σκληρός και αυταρχικός και εξουσιαστικός σε ένα παιδί που είναι πιο αδύναμο, σε ένα πιο φτωχό από εσένα, ή οι άντρες απέναντι στις γυναίκες;».
Υπάρχει ένα κομμάτι που έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας. Απαντά στην ουσία για την σκληρότητα ως χαρακτηριστικό της γενιάς του. Ήταν προφητικό όπως και όλα του τα κείμενα και ας μην πρόλαβε να δει την εκπλήρωση της προφητείας του. Μιλά για τα εφηβικά του χρόνια μέσα στον πόλεμο. Τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι περνούσαν στην σκληρή ενηλικίωση μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν.
«Εμείς που περνούσαμε την άχαρη ηλικία στην ένδοξη αυτή περίοδο ήμασταν ελάχιστα αγαπητοί. Το γεγονός ότι οι πατέρες μας έπεφταν στη μάχη ή λιποτακτούσαν, σακατεύονταν οριστικά ή κερδοσκοπούσαν, οδηγούσε την κοινή γνώμη στο συμπέρασμα, πως εμείς, τα παλιόπαιδα του πολέμου θα γινόμασταν κακοποιοί. Ίσως να είχαμε κρεμαστεί όλοι μας να δε γράφαμε στα παλιά μας τα παπούτσια, πως η εφηβεία μας είχε συμπέσει με τον πόλεμο. Είχαμε τραχυνθεί, ούτε συμπόνια νιώθαμε, ούτε δέος. Δε μας έλεγαν τίποτα τα μουσεία ούτε η αθανασία της ψυχής και όταν κατέρρευσαν οι μεγάλοι, εμείς μείναμε ανέπαφοι. Μέσα μας μείναμε ανέπαφοι γιατί δεν υπήρχε τίποτα. Ως τότε εμείς μόνο παρατηρούσαμε. Παρατηρήσαμε λοιπόν και δε θα ξεχάσουμε τίποτα. Ποτέ. Αν σήμερα ισχυρισθούν ορισμένοι από εμάς το αντίθετο, επειδή τέτοιες αναμνήσεις μπορούν να γίνουν δυσάρεστες, τότε ασφαλώς ψεύδονται».
Η ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς
Μετάφραση–βοηθός σκηνοθέτης Θεοδώρα Καπράλου
Ηχητική δραματουργία – Μουσική κειμένου Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά–Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση Σταυρούλα Σιάμου
Φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου
Ερμηνεύουν Αντώνης Αντωνόπουλος, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Κλίνης, Άρης Μπαλής, Μιχάλης Οικονόμου, Αργύρης Πανταζάρας, Αινείας Τσαμάτης
σχόλια