Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Εκείνος έμενε στο Μανχάταν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Φαινόταν επιχειρηματίας. Μάλλον εστιάτορας. Ασχολούτο επίσης με real estate. Eίχε χρήματα. Είχε όμως και ένα χούι. Χόμπυ το ονόμαζε. Του άρεσε να φιλοσοφεί. Παιδί Ελλήνων μεταναστών, είχε εντρυφήσει στο ''καθόμαστε γύρω απο ένα τραπέζι και φιλοσοφούμε''.
Κάθονταν οι δυό τους και εκείνος μονάχα μιλούσε.
Είχε ψιλοξεχάσει τα ελληνικά του.
— Τo become whole, first let yourself be broken, της είπε και της γέμισε την κούπα με καφέ.
Η ποπ μουσική απο τα ηχεία προσέδιδε γιορτινό τόνο. Πάντα Χριστούγεννα επισκεπόταν την υπερήλικη γιαγιά του στο ακριτικό χωριό των Σερρών.
— Last Christmams I gave you my heart but the very next day your body rejected the transplant and you died, σιγοτραγούδησε το τραγούδι των Wham και γέλασε δυνατά. Η γιαγιά του δεν αντέδρασε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, επιζητώντας επικοινωνία μαζί του.Τον σταύρωσε απο απόσταση με απίστευτη έννοια με το δεξί της χέρι.
—Ι am going to hell in every religion γιαγιά, της απάντησε με έντονη δόση αυτοσαρκασμού και αφού της γέμισε το ποτήρι με νερό, ήπιε απο το δικό του την τελευταία γουλιά απο την βότκα του.
— Ι drank so much Vodka last night, I woke up with a russian accent, της συμπλήρωσε ελαφρώς ζαλισμένος με το τρίτο ποτήρι που ήδη είχε βουλιμικά καταπιεί.
Κάθονταν οι δυό της σε εκείνη την καφετέρια της μικρής κωμόπολης των Σερρών και συνομιλούσαν. Εκείνος ζαλισμένος και συγκινημένος. Εκείνη, η γιαγιά του, παιδί Σλαβομακεδόνων, τον κοιτούσε με θαυμασμό και αγάπη χωρίς να καταλαβαίνει τί της έλεγε τόση ώρα. Η αλήθεια είναι ότι ούτε αυτός την καταλάβαινε αφού την σλαβομακεδονική διάλεκτο που εκείνη μιλούσε την είχε εντελώς ξεχάσει. Του ήταν πλεον άγνωστη.Είχε με δυσκολία μόλις καταφέρει να διασώσει κάποια βασικά ελληνικά.
Απο αμηχανία και τύψεις, άναψε ένα τσιγάρο. Εκείνη τον κοίταξε με συμπάθεια.
— Smoking is good for enviroment because it kills humans, της ματαξανείπε με την αμερικάνικη προφορά του, εισπνέοντας φανερά ενοχικά βαθιά, την πρώτη ρουφηξιά.
— Χώρισα, γιαγιά με την Jane, της είπε ξαφνικά σε άπταιστον ελληνική.Ο φίλος μου ο George, με είχε προειδοποιήσει. Don t fall in love with Jane. Fall of a bridge.It hurt less, ολοκλήρωσε σε άπταιστον αμερικανικήν, με δυο μόλις πικρά δάκρυα να ξεπροβάλλουν απο το αριστερό του μάτι.
Η γιαγιά Σβετλάνα, κοίταξε τον εγγονό της, στα μάτια και του πρότεινε την κούπα της να τη γεμίσει με καφέ.
— Fuck your shoe collection, show me your book collection, της είπα γιαγιά και αυτή τότε μου είπε πως δεν με θέλει πια, ολοκλήρωσε παρατηρώντας ίσως για πρώτη φορά τα δυο χέρια της γιαγιάς του και την λευκη κούπα που κρατούσαν.
Και για πρώτη φορά άρχισε να κατανοεί, όλα τα ερωτήματα και τις χιλιάδες φοβίες που σαν μικρό παιδί είχε, μιας και οι γονείς του τον είχαν αφήσει, εγκαταλείψει δέκα ολόκληρα χρόνια μόνον του στην γιαγιά Σβετλάνα, στο ακριτικό χωριό των Σερρών, αφού αυτοί δούλευαν στην Αμερική για να βγάλουν χρήματα.
— What doesn t kill you, fucks you up mentally, μονολόγησε και χάιδεψε με απίστευτη ευγνωμοσύνη τα δυο αγαπημένα χέρια της γιαγιάς Σβετλάνας που τον φρόντισαν στα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Κάθονταν οι δυό τους, ο ένας αγκαλιά με τον άλλον. Δεν μιλούσαν πια. Και έτσι χωρίς τις λέξεις τις ελληνικές , τις αμερικάνικες , τις σλάβικες, ξαναέχτιζαν τον κοινό τους κόσμο. Ένα σύμπαν που ο Γιάννης και η γιαγιά Σβετλάνα πάντα θα μεταφέρουν μέσα τους ως κοινό τόπο.
Κάθονται ο ένας απέναντι απο τον άλλον . Δεν μιλούν πια. Ο Γιάννης φιλά με αγάπη τα δουλεμένα απο πολύ δουλειά, χρόνο και αγάπη χέρια της γιαγιάς Σβετλάνας. Και εκείνη συνεχίζει να τον κοιτά με αγάπη βαθιά στα μάτια, βαθιά του.
σχόλια