Όταν τον Φεβρουάριο του 2006, μια εκτύπωση της φωτογραφίας του Steichen, το The Pond Moonlight του 1904, έπιασε τη μεγαλύτερη τιμή που έχει πιάσει ποτέ φωτογραφία σε δημοπρασία, 2 εκατομμύρια εννιακόσιες χιλιάδες δολάρια, ο κόσμος της τέχνης κράτησε την ανάσα του. Δεν ήταν μόνο η υψηλή τιμή που δημιούργησε αυτό το συναίσθημα ιλίγγου, αλλά και μια αλλαγή που θα επηρέαζε τον κόσμο των συλλογών και των δημοπρασιών. Μια φωτογραφία είχε την τιμή ενός πίνακα ιμπρεσιονιστών, για να φέρουμε ένα απλό παράδειγμα. Οι φωτογραφίες του μέχρι και σήμερα είναι ανάμεσα στα περιζήτητα των δημοπρασιών από μουσεία και συλλέκτες.
Αλλά δεν είναι μόνο οι φωτογράφοι που τον ξέρουν και μελετούν κάθε φωτογραφία του. Είναι οι άνθρωποι της μόδας, οι γραφίστες, όλοι όσοι έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εικόνα.
Ήταν ένας παθιασμένος καλλιτέχνης, που πειραματίστηκε με την εικόνα, την οπτική διάχυση, το χρώμα, τους όγκους και τις μορφές, δημιουργώντας μια σειρά από εξαιρετικά λεπτές εικόνες που έχουν περάσει στην ιστορία της τέχνης ως τα πιο «ζωγραφικά» φωτογραφικά έργα
Ο Edward Jean Steichen, φωτογράφος, ζωγράφος, επιμελητής εκθέσεων έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο περιοδικό Camera Work του Alfred Stieglitz. Το πρωτοποριακό αυτό περιοδικό τον φιλοξένησε περισσότερες φορές από όσο κάθε άλλο φωτογράφο. Ο Stieglitz, σπουδαίος γκαλερίστας και ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές των ταλαντούχων και πρωτοπόρων, συνεργάστηκε μαζί του στο άνοιγμα των Little Galleries of the Photo-Secession.
Ο Steichen θεωρείται ότι έκανε τις πρώτες φωτογραφίες μόδας που δημοσιεύθηκαν ποτέ, το 1911, στο περιοδικό Art et Décoration. Από το 1923 έως το 1938, ο Steichen ήταν φωτογράφος για τον όμιλο Condé Nast, των περιοδικών Vogue και Vanity Fair. Αυτά τα χρόνια, ήταν ο πιο διάσημος και ο πιο υψηλά αμειβόμενος φωτογράφος του κόσμου. Όμως δεν σταμάτησε εκεί. Το 1944, σκηνοθέτησε το πολεμικό ντοκιμαντέρ The Fighting Lady, για το οποίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία. Έχοντας στα χέρια το βραβείο του καλύτερου ντοκιμαντέρ, με το τέλος του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, έγινε διευθυντής φωτογραφίας.
Το 1944, σκηνοθέτησε τον πόλεμο ντοκιμαντέρ Η καταπολέμηση της Παναγίας, η οποία κέρδισε το βραβείο 1945 ακαδημίας για το καλύτερο Ντοκιμαντέρ. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Steichen ήταν Διευθυντής του Τμήματος Φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης μέχρι το 1962. Στο ΜΟΜΑ, ήταν επιμελητής της ιστορικής έκθεσης The Family of Man, την οποία είδαν εννέα εκατομμύρια άνθρωποι. Ήταν μια μεγάλη έκθεση με περισσότερες από 500 φωτογραφίες που απεικόνιζαν τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο σε 68 χώρες. Ο Steichen τη δώρισε στο μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Σήμερα, η έκθεση αυτή στεγάζεται μόνιμα στην πόλη του Λουξεμβούργου, Clervaux.
Ο Steichen γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο. Ήταν μωρό όταν οι γονείς του μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ήταν δέκα ετών η οικογένειά του μετακόμισε στο Μιλγουόκι. Στα δεκαπέντε του, ξεκίνησε να μαθαίνει λιθογραφία στην εταιρεία καλών τεχνών της πόλης του. Αγαπούσε τη ζωγραφική και στους περιπάτους του, επισκεπτόταν συχνά ένα κατάστημα με φωτογραφικά είδη. Το 1895 αγοράζει την πρώτη του μηχανή, ένα κουτί Κόντακ. Με τους φίλους του που ενδιαφέρονταν και αυτοί για τη φωτογραφία και την ζωγραφική νοικιάζουν ένα μικρό στούντιο και αποκαλούν τους εαυτούς τους Milwaukee Art Students League.
Το 1900 σταματά στην Νέα Υόρκη, ενώ είναι καθ οδόν για το Παρίσι. Γνωρίζει τον Alfred Stieglitz, ο οποίος εντυπωσιάζεται με τη δουλειά του και αγοράζει τρεις φωτογραφικές εκτυπώσεις του. Δυο χρόνια αργότερα ο Stieglitz αρχίζει να οργανώνει την ιδέα του περιοδικού Camera Work και ζητά από τον Steichen να σχεδιάσει το λογότυπο και τη γραμματοσειρά.
Το 1904, Steichen άρχισε να πειραματίζεται με την έγχρωμη φωτογραφία. Ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες για να χρησιμοποιήσετε τη διαδικασία αυτοχρωμίας Λυμιέρ. (Autochrome Lumière). Ως ιδρυτής της γκαλερί Little Galleries of the Photo-Secession, παρουσίασε μία από τις πρώτες αμερικανικές εκθέσεις των Ανρί Ματίς, Ωγκίστ Ροντέν, Πολ Σεζάν, Πάμπλο Πικάσο, και Κονσταντίν Μπρανκούζι.
Την εποχή που ταξίδεψε και έμεινε στο Παρίσι συνδέθηκε με άλλους δυο Αμερικάνους, την Γερτρούδη και τον Μάικλ Στάιν και το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό σαλόνι τους, το πιο διάσημο της εποχής. Συνδέθηκε με τους καλλιτέχνες της Ecole de Paris, φωτογράφιζε και ζωγράφιζε. Το 1922, σε μια τελετουργική του δέσμευση αποκλειστικά με την φωτογραφία έκαψε όλα τα ζωγραφικά του έργα. Ο Steichen το 1928, αγόρασε ένα αγρόκτημα που ονόμασε Umpawaug, λίγο έξω από το West Redding, στο Κονέκτικατ. Έζησε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1973. Μετά το θάνατό του, το αγρόκτημα Steichen είχε γίνει πάρκο, γνωστό ως Topstone Park.
Σε κάθε αφιέρωμα από αυτά στην Αρλ, στο Φεστιβάλ Rencontres d'Arles μέχρι κάθε έκθεση στα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής, η φράση που είναι γραμμένη σε κάθε κατάλογο περιγράφει έναν παθιασμένο καλλιτέχνη, που πειραματίστηκε με την εικόνα, την οπτική διάχυση, το χρώμα, τους όγκους και τις μορφές, δημιουργώντας μια σειρά από εξαιρετικά λεπτές εικόνες που έχουν περάσει στην ιστορία της τέχνης ως τα πιο «ζωγραφικά» φωτογραφικά έργα.
ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ
σχόλια