— Ποιες είναι, πιστεύετε, οι ρίζες του διχασμού που μας συντροφεύουν, όπως λέγεται, από καταβολής νεοελληνικού κράτους, αν όχι και παλιότερα; Έχουμε, λέτε, κάποιο «εθνικό ταλέντο» στη διχόνοια ή συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι;
Η διχόνοια μας βασανίζει ήδη από την Επανάσταση του '21 και συνεχίζεται τον 20ό αιώνα: εθνικός διχασμός στον Α' Παγκόσμιο, Εμφύλιος 1946-49. Σκεφτείτε ακόμα τους διάφορους πολέμους ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη. Ωστόσο, το να αποδώσουμε αυτό το διαχρονικό δεινό σε κάποιο «εθνικό DNA» μπορεί να είναι επικίνδυνο. Πίσω από κάθε μας διχόνοια υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που συνδέονται με τον γεωγραφικό, γεωπολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κατακερματισμό του ελληνικού κόσμου στη μακρόχρονη ιστορία του, ο οποίος επηρεάζει σημαντικά τον συλλογικό μας ψυχισμό. Αλλά γι' αυτό ακριβώς θα χρειάζεται πάντα να αγωνιζόμαστε, πριν φτάσουμε στη ρήξη, να κατανοήσουμε αυτούς τους λόγους, αναγνωρίζοντας το δίκαιο του αντιπάλου κι επιχειρώντας μια ειλικρινή αυτοκριτική.
— Στο δοκίμιό σας «Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της Τέχνης» (εκδ. Πατάκη) επικεντρώνεστε πρώτα στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη «Στον καιρό των Ελλήνων». Πώς εννοείτε εδώ τον διχασμό;
Γράφοντας για τον Καιρό των Ελλήνων, δοκίμασα να δείξω ότι ο πολιτισμικός διχασμός της νεότερης Ελλάδας ανάμεσα στη βαθιά λαϊκή κουλτούρα της (που ενσαρκώνει ο απαγωγέας ληστής) και τον ρηχό «εξευρωπαϊσμό» της (που ενσαρκώνει ο όμηρος αστός) διατρέχει, κατά βάθος, τον καθένα μας. Ασφαλώς, το παιχνίδι κερδήθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Όμως μέσα μας ο Βαλκάνιος «Ανατολίτης» συνυπάρχει με τον «Ευρωπαίο», ο «αρχαϊκός» με τον «μοντέρνο». Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αποτυχία του «εκσυγχρονιστικού» πειράματος που, καθώς συνδέθηκε με την αυταπάτη μιας πλούσιας και ισχυρής Ελλάδας, οδήγησε την κοινωνία μας στο σημερινό ναυάγιο.
Δεν νομίζω ότι η διχόνοια και το μίσος μπορούν να οδηγήσουν τελικά αλλού, αν όχι στην αδιέξοδη βία. Μας το δείχνει όλη η Ιστορία. Χρειάζεται να αναζητούμε τον διάλογο, ακόμα κι όταν φαίνεται αδύνατος
— Η έννοια της διχόνοιας, εσωτερικής και εξωτερικής, σας απασχολεί και στο τελευταίο σας βιβλίο «Γυρεύοντας την εξορία στην πατρίδα σου» (εκδ. Πατάκη). Αλλά διαβλέπετε κάποιο όραμα, ιδέα, χρεία ή πρόσωπο που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τους Έλληνες, τουλάχιστον την πλειονότητά τους;
Εκείνο που ενώνει όλους τους Έλληνες ανεξαιρέτως είναι η πανάρχαια γλώσσα που μιλούν. Αυτή η γλώσσα κρύβει ανεκτίμητα κοιτάσματα ανθρωπιάς, χωρίς τα οποία δεν θα κατορθώναμε ποτέ ό,τι καλύτερο δημιουργήθηκε σε αυτό τον τόπο από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αν λέξεις όπως «Αγορά», «Πόλις», «Εκκλησία» (του Δήμου), «Δημοκρατία» (κράτος του Δήμου), «Οικονομία» (νόμος του Οίκου), «διάλογος», «φιλία» κ.λπ. δεν έπαιρναν το συγκλονιστικό, βαθύτατο νόημα που τους έδωσαν οι Αρχαίοι, δεν θα είχε υπάρξει ούτε ο ελληνικός ούτε ο νεότερος δυτικός πολιτισμός. Αυτή είναι η «ευλογία» μας. Γιατί καθώς τούτες οι λέξεις είναι πάντα ζωντανές στην ομιλία μας, αξίζει, πιστεύω, να σκύψουμε πάνω σ' αυτό το νόημα που τόσο βάναυσα υπονομεύεται όχι μόνο μέσα από τη συμπεριφορά μας, εμάς των Νεοελλήνων, αλλά και από την πολιτεία όλων των ισχυρών του κόσμου. Μόνο αν ενσαρκώσουμε έμπρακτα αυτό το νόημα στη ζωή μας θα θρέψουμε ένα γόνιμο όραμα για το μέλλον.
— Μήπως, όμως, τελικά η ίδια η έννοια της εθνικής ομόνοιας και ενότητας είναι ψευδεπίγραφη με δεδομένες τις πολλές και ποικίλες εισοδηματικές, κοινωνικές, ταξικές κ.λπ. διαφορές μεταξύ των πολιτών ενός κράτους;
Αν η δημοκρατία είναι το πολίτευμα του διαλόγου, τούτο συμβαίνει ακριβώς επειδή το συλλογικό σώμα του «δήμου» δεν είναι ποτέ ενιαίο, καθώς διασχίζεται από βαθιές οικονομικές, ταξικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές διαφορές – διαφορετικός, άλλωστε, είναι ο καθένας μας. Βέβαια, σήμερα και η δημοκρατία και ο διάλογος φαλκιδεύονται ελεεινά, τόσο, που συχνά καταντούν μια παρωδία. Αυτήν τη νοθεία –ή την απάτη– αρχίζουμε να τη συνειδητοποιούμε δείχνοντάς την ο ένας στον άλλον, ώστε να την πολεμήσουμε όσο μπορούμε. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι η διχόνοια και το μίσος –φυλετικό, θρησκευτικό, ταξικό, ιδεολογικό κ.λπ.– μπορούν να οδηγήσουν τελικά αλλού, αν όχι στην αδιέξοδη βία. Μας το δείχνει όλη η Ιστορία. Χρειάζεται να αναζητούμε τον διάλογο, ακόμα κι όταν φαίνεται αδύνατος.
— Τον σύγχρονο διχασμό (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, «ευρωπαϊστές»/αντιΕΕ) πώς τον κρίνετε και πώς θα μπορούσε, λέτε, να ξεπεραστεί;
Νομίζω ότι είναι εντελώς ψευδεπίγραφες αυτές οι ταμπέλες. Υπάρχουν στην Ελλάδα, καθώς και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, άνθρωποι βαθύτατα φιλοευρωπαίοι που απορρίπτουν κατηγορηματικά την κοντόφθαλμη πολιτική της Ε.Ε., η οποία οδήγησε την Ελλάδα στη σημερινή ασφυξία. Όπως υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν καλόπιστα και με σοβαρά επιχειρήματα ότι εκεί που φτάσαμε, μόνο με τα απάνθρωπα μνημόνια θα συμμαζέψουμε κάπως τα κουρέλια μας. Και είναι, θαρρώ, ανεπίτρεπτο να λοιδορούμε τον άλλον επειδή έχει αντίθετη γνώμη. Δυστυχώς, η λαϊκή ομοψυχία που αναδύθηκε μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ πάει πάλι να βουλιάξει μέσα στο διχαστικό κλίμα που επικρατεί λίγο πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Στις δύσκολες ώρες που περνάμε ακούω από παντού φωνές που υποθάλπουν, εκούσια ή μη, τον τρόμο, τις έριδες, τη μισαλλοδοξία. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έστω κι αν διεξάγεται σε συνθήκες εκβιασμού, οφείλουμε όλοι να το σεβαστούμε. Γιατί είτε επικρατήσει το «ναι» είτε το «όχι», αύριο θα ξανασυναντήσουμε τους χτεσινούς μας αντιπάλους και θα δουλέψουμε πλάι-πλάι στις δύσκολες δοκιμασίες που έτσι κι αλλιώς μας περιμένουν.
O Γιάννης Κιουρτσάκης είναι μελετητής, λογοτέχνης και μεταφραστής.
σχόλια