Έξω από την Νέα Υόρκη, περίπου δυο ώρες με το λεωφορείο βρισκόταν ένα από τα πιο περιζήτητα καλοκαιρινά θέρετρα της Αμερικής – το Grand Hotel και Country Club στην περιοχή του Kerhonkson όπου οι παραθεριστές επισκέπτονταν για στιγμές χαλάρωσης μέχρι την δεκαετία του ’80. Βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του τις δεκαετίες του ’50 και του ΄60.
Για αρκετούς – κυρίως πλούσιους ηλικιωμένους και λευκούς εργένηδες από την Φλόριντα – αυτό το ξενοδοχείο κοντά στα διάσημα όρη Κάτσκιλ ήταν ένας καλοκαιρινός παράδεισος που τους πρόσφερε ανακούφιση μακριά από τον ανυπόφορο ήλιο του Νότου. Μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια σειρά από διάφορες δραστηριότητες και το κυριότερο να φλερτάρουν ελεύθερα καθώς χόρευαν δίπλα στην πισίνα, έκαναν ασκήσεις στο πάρκο ή συμμετείχαν σε διαγωνισμούς μασκέ.
Η φωτογράφος Arlene Gottfried από την Νέα Υόρκη με την κοφτερή, διεισδυτική ματιά της ήταν επίσης εκεί – στην άκρη της πισίνας, στην πίστα χορού, στην κύρια αίθουσα – και σιωπηλά απαθανάτιζε την ανέμελη υπερβολή εκείνων των ημερών που είναι έκδηλη σε αυτές τις φωτογραφίες που δεν είχαν ποτέ δημοσιευτεί μέχρι σήμερα.
«Είναι το ντοκουμέντο μιας εποχής», είπε η Gottfried στο περιοδικό ΤΙΜΕ. «Ανήκουν σε μια κοινωνία και μια κουλτούρα που πια έχει πεθάνει. Είμαι χαρούμενη που βρισκόμουν εκεί, εκείνη την στιγμή».
Ένας από τους συνιδιοκτήτες του Granit, που ήταν στενός φίλος της Gottfried, είχε προσκαλέσει την φωτογράφο που ήταν γέννημα-θρέμμα του Μπρούκλιν να επισκεφτεί το ξενοδοχείο. «Ήξερα για τα θέρετρα του Κάτσκιλ αλλά δεν είχα πάει ποτέ έτσι βρέθηκα ακριβώς στη μέση όταν πήγα εκεί για πρώτη φορά. Είδα τον κόσμο που ήταν εκεί και το τι γινόταν», αναφέρει η φωτογράφους και θυμάται ότι η ατμόσφαιρά ήταν λίγο περίεργη αλλά και ταυτόχρονα πολύ φυσιολογική. «Την βρήκα ενδιαφέρον και ξεκίνησα να φωτογραφίζω αμέσως. Και μετά συνέχιζα να πηγαίνω».
H Gottfried επέστρεφε εκεί κάθε καλοκαίρι. Κάθε φορά έμενε για λίγες μέρες στο θέρετρο του φίλου της και έκανε βόλτες με μια κάμερα Nikon στο χέρι. Φωτογράφιζε οτιδήποτε της έκανε εντύπωση.
Αισθάνθηκε άνετα αμέσως με τον κόσμο. «Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ φιλική. Κανείς δεν αρνήθηκε να φωτογραφηθεί», λέει. «Είχαν όλοι πολύ καλή διάθεση και δεν έδιναν σημασία».
Καθώς οι επισκέπτες σύχναζαν στην πισίνα ή κουβέντιαζαν μεταξύ τους στα κοκτέιλ πάρτι ενώ αντάλλασσαν βλέμματα όλο νόημα, η Gottfried έπιανε με το φακό της ότι ξετυλιγόταν μπροστά της με το μοναδικό χιούμορ της μαζί με μια παιχνιδιάρικη περιέργεια και σεβασμό που έκανε την δουλειά της πάντα να ξεχωρίζει.
«Προσπαθώ να μην κρίνω και προσπαθώ να μην είμαι υπεράνω επειδή ήταν απλά άνθρωποι που περνούσαν καλά μεταξύ τους», λέει. «Απλά προσπαθώ να φωτογραφίσω αυτό που βλέπω».
Και πραγματικά είναι απίθανο να δεις τις φωτογραφίες της Gottfried και να μην σε συνεπάρει η ανθρωπιά που καταφέρνει να απεικονίσει. Με ένα ειρωνικό χιούμορ και μια έμφυτη τρυφερότητα η Gottfried αναδεικνύει τον μοναδικό χαρακτήρα του κάθε ατόμου που φωτογραφίζει.
Όταν κοιτάζει σήμερα αυτές τις φωτογραφίες η Gottfried συγκινείται και παραδέχεται ότι νοσταλγεί εκείνη την εποχή.
«Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε και τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Όταν τις κοιτάω, σκέφτομαι όταν πήγαινα εκεί με το λεωφορείο και περνούσαμε καλά με τους φίλους μου και ταυτόχρονα τραβούσα φωτογραφίες. Τι καλύτερο θα μπορούσα να ζητήσω;»
σχόλια