«Το «Ρέϊντ» είνε ένα ελαφρό αμερικανικό ανιχνευτικό με δυό κοντές γκρίζες τσιμινιέρες κι' ένα θεόρατο ως εκεί πάνω άλμπουρο πίσω από την σιδερένια κόντρα γέφυρά του. Είνε κάμποσες μέρες τώρα που έχει αγκυροβολήση στη δεξιά πλευρά του Λιμεναρχείου Πειραιώς και καμαρώνει υπερήφανο με την ορθή του πλώρη γυρισμένη προς την μπούκα του λιμανιού.
Έχει πάρη πριμάτσες και η πρύμη του δεν απέχει παρά μισό μέτρο από το μουράγιο. Στην πεντακάθαρη κουβέρτα του κυκλοφορούν αξιωματικοί και ναύτες κι' ανάμεσά σ' όλους ένας κοντός γιαπωνέζος μάγερας με δυό σειρήτια κόκκινα στο μανίκι και ναυτικό άσπρο κασκέτο. Στο πίσω μέρος του πολεμικού κυματίζει η σημαία με τις κόκκινες και άσπρες λουρίδες και τα λευκά άστρα στην επάνω γωνία της.
Ένα αμερικανικό πολεμικό για το λιμάνι δεν είνε ένα συνηθισμένο πράγμα. Για τούτο κι' οι περίεργοι που σουλατσάρουν στο καλντερίμι της παραλίας στέκουν και καμαρώνουν το πλοίο και χάσκουν μπροστά στο βαρύ μεγαλείο του. Το σχολιάζουν και παρακολουθούν με προσοχή κάθε κίνησι στο ξένο καράβι.
Αλλά και άλλοι που δεν έχουν ανάγκη να φανούν εδώ, δεν άφηκαν απαρατήρητη την άφιξι του αμερικανικού πολεμικού. Ολόκληρη η παραλία και οι πάροδοί της αισθάνθηκαν την παρουσία του. Τα μπάρ και τα άλλα κέντρα διασκεδάσεως ύψωσαν από προχθές την σημαίαν του ξένου πληρώματος και οι πρόχειρες από χαρτόνι επιγραφές, ανορθόγραφες οι περισσότερες, τοποθετήθηκαν έξω από τα καταστήματα διά την προσέλκυσιν της υπερατλαντικής πελατείας.
Βγαίνουν λίγο πριν δύση ο ήλιος οι ναύτες μέσα στις τεζαρισμένες μπλέ στολές τους, με τη φρεσκοσιδερωμένη κολλαρίνα τους, το άσπρο σειρήτι στην αριστερή μασχάλη και τον απαστράπτοντα από λευκότητα ναυτικόν των σκούφον.
Τα δύο καμπαρέ της παραλίας απέκτησαν αίφνης τακτικούς θαμώνας και τα ελληνικά γκέρλς σκοτώνονται να δείξουν στους ξένους το ταλέντο τους και τη γλωσσομάθειά τους:
-Μάϊ λόβ...
-Θέν κιού...
-Βέρυ γουέλ...
Ο χορός της κοιλιάς εκπλήσσει τους Αμερικανούς ναύτες και οι μποτίλιες της σαμπάνιας και τα ουΐσκυ εκπωματίζονται για χατήρι της Λιλής και της Κάκιας με θόρυβον προς αγαλλίασιν της επιχειρήσεως, η οποία από τον πάγκον του βάθους παρακολουθεί με τον κανθό του οφθαλμού της την κονσομασιόν, η οποία όσο πλησιάζει το μεσονύκτιον γίνεται εντονωτέρα. Χορεύουν και πίνουν. Πίνουν και χορεύουν και ξελιγώνουν τις γυναίκες να τους ακολουθούν σ' έναν εξωφρενικό χορό κλακέτας χωρίς να καταφέρνουν οι δυστυχισμένες μεγάλα πράγματα. Η ορχήστρα τσακίζεται να τους παρακολουθή στο ανατριχιαστικό ξεβίδωμα τους ως τις πρώτες πρωΐνές ώρες, όσο που τα κορμιά μπαϊλντίζουν από την κούρασι.
Τότε θυμούνται και τα πλοία τα ναυτάκια. Σηκώνουνται, καληνυκτίζουν με τρυφερές περιπτύξεις τις γνωριμίες της βραδυάς, ρίχνουν πίσω στο σβέρκο το άσπρο κολλαρισμένο καπέλλο τους και με τα χέρια χωμένα στις δυό μπροστινές τσέπες ξεκινούν για το πολεμικό. Η Κική, η Φιφή, η Φρόσω και η Ασπασίτσα η πολίτισσα τους συνοδεύουν ως την πόρτα και ξελαρυγγίζονται να τους φωνάζουν:
-Γκούτ νάϊτ, μάϊ λόβ! Γκούτ νάϊτ...
Εδώ να ιδής σκαμπανεβάσμα! Τύφλα νάχουν οι θάλασσες και οι θυμοί του Ατλαντικού οι ανυπόφοροι. Περπατούν και παραπατούν και γέρνουν δεξιά κι' αριστερά σαν σκεβρομένες σκούνες εμπρός και τη στιγμή ίσα-ίσα που τρομάζετε πως θα σωριαστούν στο έδαφος τους βλέπετε να ξαναβρίσκουν την ισορροπία τους μ' ένα θαυμάσιον ελιγμό.
Ευτυχώς που το πλοίο έχει πάρη πριμάτσες και δεν χρειάζεται βάρκα για να επιβιβασθούν. Ένα φαρδύ σανίδι ενώνει το μουράγιο με την πρύμνη του. Το περνούν βιαστικά, κι' όταν πατούν στην κουβέρτα του πολεμικού ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους.
Σήμερα-αύριο το πολεμικό θ' ανοίξη τα φτερά του για το ανοιχτό πέλαγος.
-Γκούτ νάϊτ μάϊ λόβ! Γκούτ νάϊτ...».
(«Αθηναϊκά Νέα», 1937)
Για περισσότερες νοσταλγικές ιστοριούλες επισκεφθείτε την Παλιά Αθήνα
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια