11.4.2015 | 13:39
Πήγα σ' ένα νεκροταφείο.
Πήγα στο νεκροταφείο της περιοχής που μένω. Πέρασα από όλους τους τάφους και κοίταζα τις φωτογραφίες των νεκρών ανθρώπων και τα σημειώματα των συγγενών τους γραμμένα πάνω στα μνήματα. Άνθρωποι νέοι, ηλικιωμένοι, έφηβοι και μικρά παιδιά. Στάθηκα μεταξύ των άλλων μπροστά από ένα μνήμα ηλικιωμένου άντρα. Μου έκανε εντύπωση η φωτογραφία του. Μια λυτή φωτογραφία. Η απλότητα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Σαν να ‘θελε να κάνεις μια στάση εκεί κάτι να σου πει. Πάνω στο σταυρό έγραφε το ονοματεπώνυμο και την ηλικία του. Και πάνω στη πλάκα έγραφε: ''Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΑ.'' Δάκρυσα αμέσως. Και μου ήταν ένας άγνωστος. ''Η ζωή που δεν έζησα'' άγνωστε φίλε, μου έλεγε. ''Η ζωή που δεν έζησα''. Και συ τι ζεις μέχρι τώρα; Αναρωτήθηκα με τον εαυτό μου. Και άρχισα να σκέφτομαι τον εαυτό μου, τη έζησα μέχρι τώρα, τι ζω και τι δεν πρόκειται να ζήσω. Μετά άρχισα να σκέφτομαι αν αυτό το μήνυμα στο σταυρό μου έλεγε πως αυτός ο άνθρωπος δεν έζησε μια καλή ζωή ή την έζησε με πολλά βάσανα, ή δεν έζησε την ζωή όπως ήθελε πραγματικά να τη ζήσει. Η μνήμη του θανάτου. Να συνηθίσω στην ιδέα πως κάποτε θα πεθάνω κι εγώ όταν έρθει η ώρα μου. Κοίταζα όλα τα μνήματα αυτών των ανθρώπων από κοντά και αναρωτιόμουν αφού δεν υπάρχει οικογενειακός τάφος ποιος άραγε θα ήταν από όλους αυτούς τους τάφους η τελευταία μου κατοικία. Διότι αυτό δεν θα το μάθω ποτέ όπως δεν θα μάθω πότε θα ‘ρθει η δική μου η ώρα. Ημερομηνία και ώρα. Λεπτά και δευτερόλεπτα. Όπως δεν θα μάθω ποτέ τον τρόπο που θα πεθάνω. Όπως δεν θα μάθω ποτέ ποιος θα παραστεί στη κηδεία μου γιατί ίσως κάποιοι μπορεί να φύγουν πριν από μένα. Ποιος από όλους αυτούς τους λίγους ή πολλούς που με γνωρίζανε, που μάθανε πως έφυγα από τη ζωή και ήρθανε στη κηδεία μου θα κλάψει για μένα και ποιος όχι. Όπως δεν θα μάθω ποτέ ποιος ιερέας θα με διαβάσει. Μόνο το σκούρο χρώμα του φέρετρου μου γνωρίζω, τον τρόπο της κηδείας μου, την ταφή μου σαν χριστιανός και την επιλογή μου από τώρα αν θέλω να επιλέξω ένα γραφείο κηδειών. Η μνήμη του θανάτου που μ’ έμαθα να ζω.