Ιερά Οδός 343, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δρομοκαΐτειο». Περνώντας την κεντρική πύλη, μπροστά σου απλώνεται μια τεράστια και αχανής καταπράσινη έκταση και ενδιάμεσα ξεπροβάλλουν όμορφα, νεοκλασικού τύπου κτίρια. Το αρχαιότερο ψυχιατρικό ίδρυμα της χώρας μετρά πάνω από 130 χρόνια ζωής.
Το ψυχιατρείο είναι μια παράλληλη πραγματικότητα, ένας κόσμος με ατομικά χαρακτηριστικά αλλά και μια τοποθεσία όπου ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία.
Σε ένα από τα πολυάριθμα κτίριά του στεγάζεται ένα ασυνήθιστο μουσείο, το οποίο περιλαμβάνει όλη την ιστορία του ψυχιατρικού ιδρύματος.
Μέχρι να φτάσω σε αυτό, συνάντησα ανθρώπους που κάθονταν είτε στη σκιά των δέντρων είτε σε πιο ηλιόλουστα σημεία του προαύλιου χώρου και σε κοιτούσαν σιωπηλά, ακίνητοι ή κάνοντας επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Το μουσείο εμπλουτίζεται μέχρι και σήμερα με τη στήριξη του προέδρου κ. Ισίδωρου Πρώιου και οι επισκέπτες καθημερινά έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά, κατόπιν συνεννόησης, αυτά τα ενδιαφέροντα εκθέματα.
Κάποιοι μιλούσαν στα καρτοτηλέφωνα, κάποιοι, με σκυμμένο κεφάλι, έκαναν ήρεμα τη βόλτα τους, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που απλώς επισκέπτονταν συγγενείς τους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα άκουγες φωνές από τους γκρίζους διαδρόμους των νοσηλευτικών τμημάτων.
Λίγο πριν μπω στο μουσείο, ρώτησα για δύο γειτονικά κτίρια που κίνησαν την περιέργειά μου και οι υπεύθυνοι μου απάντησαν ότι κάποτε φιλοξενούσαν τα «ανήσυχα» τμήματα, δηλαδή την απομόνωση, ξεχωριστή για άνδρες και γυναίκες.
Το Δρομοκαΐτειο συγκαταλέγεται στα περιώνυμα ευαγή ιδρύματα και είναι δημιούργημα του Χιώτη Ζωρζή Δρομοκαΐτη. Η ιστορία του ξεκινά το 1880, εποχή που η ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν ακόμα αλύτρωτη.
Τότε πήρε τη γενναία απόφαση να διαθέσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την ίδρυση ενός θεραπευτηρίου ψυχικών παθήσεων, που όμοιό του δεν υπήρχε μέχρι τότε στην Ελλάδα, ακολουθώντας τις επιστημονικές και τεχνικές προδιαγραφές της εποχής.
Το Δρομοκαΐτειο τέθηκε σε λειτουργία την 1η Νοεμβρίου του 1887. Το ομώνυμο μουσείο είναι το πρώτο νοσοκομειακό που ιδρύθηκε, ακολουθώντας μια ιδέα του τότε προέδρου του Δ.Σ. Νικολάου Τσική, με υπεύθυνους για τη διευθέτηση και συντήρησή του τους Παναγιώτη Πικιό και Κωνσταντίνο Παντελάκη.
Ο κ. Παντελάκης είναι ο υπεύθυνος του μουσείου που ανέλαβε να μας ξεναγήσει, ένας άνθρωπος που μετρά πάνω από τριάντα χρόνια στους χώρους του ευαγούς ιδρύματος.
Όλη του η καθημερινότητα είναι αφιερωμένη στο μουσείο και είναι εκείνος που γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις όσο λίγοι στο Δρομοκαΐτειο.
Στο κτίριο που φιλοξενεί το μουσείο εντυπωσιάζει η ιστορική φωτογραφία του 1901, όπου διακρίνεται ο αρχικός πυρήνας του ιδρύματος. Χτίστηκε σε μια αγροτική, τότε, περιοχή, την οποία διέσχιζε η Ιερά Οδός, με τη «μικρή» Αθήνα να διακρίνεται στο βάθος.
Τα εκθέματα του μουσείου συμπυκνώνουν μαρτυρίες, στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης και ιστορίες των ψυχικά ασθενών, καθώς και γεγονότα από την καθημερινή τους συνύπαρξη.
Περιλαμβάνεται ιατρικό και φαρμακευτικό υλικό, υπάρχοντα αποβιωσάντων ασθενών, καθώς και πολυάριθμες φωτογραφίες, όπου καταγράφεται η δραστηριότητα του θεραπευτηρίου.
Επίσης, συγγράμματα γνωστών λογοτεχνών, όπως ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ρώμος Φιλύρας, ανέκδοτα ποιήματα του Κωστή Παλαμά, καθώς και επιστολές του Δημητρίου Βικέλα.
Παράλληλα, ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκουμε έργα νοσηλευθέντων ζωγράφων σαν τον Ανδρέα Κρυστάλλη, τον Βαλεντίνο Ίλβες, τον Aριστείδη Λάμδα, τον Νικόλαο Τράγκα, τον Γεράσιμο Βώκο, τον Αλέξη Ακριθάκη.
Το μουσείο εμπλουτίζεται μέχρι και σήμερα με τη στήριξη του προέδρου κ. Ισίδωρου Πρώιου και οι επισκέπτες καθημερινά έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά, κατόπιν συνεννόησης, αυτά τα ενδιαφέροντα εκθέματα.
Πάντως, ο χώρος που τράβηξε το ενδιαφέρον μου ήταν εκείνος όπου βρίσκονταν τα εγκαταλείμματα των ασθενών: προπολεμικά νομίσματα, δαχτυλίδια, σφαίρες από στρατιώτες που νοσηλεύτηκαν εκεί, ρολόγια και κοσμήματα της περιόδου 1900-1940.
Τα πολυάριθμα ρολόγια, καθένα σταματημένο διαφορετική ώρα, σηματοδοτούν τη στιγμή του τέλους του εκάστοτε ιδιοκτήτη, σε έναν χώρο όπου ο χρόνος και η διάρκεια δεν έχουν καμία σημασία.
«Όταν μπήκα στο Δρομοκαΐτειο, την πρώτη βραδιά, αισθάνθηκα αμέσως τη συμφορά μου βαρύτερη, την πλήξη με τα μαύρα της φτερά να με σκεπάζει ολόκληρο, σύγκορμο και σύψυχο», έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας σε άρθρο του το 1929, ενώ σε άλλο σημείο σημείωνε:
«Ό,τι χαρακτηρίζει την τρέλα είναι ένας απόλυτος και αθώος εγωισμός που αιχμαλωτίζει αδιέξοδα την ψυχή μέσα εις τον ίλιγγον των υποκειμενικών παραισθήσεών της. Πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς ζωηρότερα, τραγικώτερα, το συναίσθημα της ανθρώπινης μηδανινότητας».
Στους υπόλοιπους χώρους θαύμασα εικόνες μεταβυζαντινής τέχνης που χρονολογούνται από το 1806 αλλά και εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως ένα ευαγγέλιο που εκδόθηκε το 1891, και προέρχονται από τα αφιερώματα του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων που ανήκει στο ίδρυμα.
Αξίζει να επισημανθεί η περίπτωση του Βιζυηνού, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, ο οποίος το 1892 προσβλήθηκε από ψυχική νόσο (προϊούσα παραλυσία). Στο μουσείο υπάρχουν η αίτηση εισαγωγής του, η δικαστική πιστοποίηση και το αποβιωτήριο.
Από τις πρώτες ιστορίες που ακούς είναι αυτή του παράφορου έρωτά του για τη 14χρονη Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ήθελε να παντρευτεί και η άρνησή της τον οδήγησε στο Δρομοκαΐτειο. Όσο ήταν έγκλειστος, επηρεασμένος από το πάθος του γι' αυτήν, έγραψε το γνωστό ποίημά του «Το φάσμα μου»:
Σαν μ' αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ' αυτήν τη χώρα
όλα αλλάξαν τώρα!
Και από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Ο Βιζυηνός δεν εγκατέλειψε τη συγγραφική του δραστηριότητα στο Δρομοκαΐτειο. Μάλιστα, εκεί έγραψε και το τελευταίο του διήγημα, «Ο Μοσκώβ-Σελήμ».
Μια άλλη αξιοπρόσεκτη περίπτωση ήταν και αυτή του Ρώμου Φιλύρα, του ανθρώπου που ο Βάρναλης χαρακτήρισε Ρεμπό της Ελλάδας και εντάσσεται στον κύκλο των νεορομαντικών ποιητών του Μεσοπολέμου.
Ο Φιλύρας έπασχε από σύφιλη οκτώ χρόνια προτού εισαχθεί στο ίδρυμα. Έμεινε έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο από το 1927 ως τον θάνατο του.
Στο ιστορικό που του πήραν το 1927 αναφέρεται: «Προ 14 ετών, το 1913, ησθένησε από συφίλιν, την οποίαν εθεράπευσεν ελλιπώς. Η ψυχική συμπεριφορά ανόητος... πιστεύει ότι είναι αδελφός του Κεμάλ, άλλοτε ότι είναι διάδοχος του ιταλικού θρόνου». Σήμερα, στο μουσείο υπάρχει ο σταυρός από το μνήμα του, αφού ετάφη εντός του θεραπευτηρίου.
Τρόφιμος του ιδρύματος υπήρξε και ο Αρίστος Καμπάνης, φιλόλογος με πολύπλευρη λογοτεχνική δραστηριότητα. Εισήχθη στις 19 Αυγούστου 1955 και πέθανε τον επόμενο χρόνο εκεί, πάμφτωχος και ξεχασμένος.
Σημαντικό ιστορικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στο αρχείο του μουσείου βρίσκονται τα χειρόγραφα ποιήματα του έφηβου Κωστή Παλαμά και του συμμαθητή του Νίκου Καμπά, στα οποία καταγράφεται ένας ανεκπλήρωτος τρυφερός έρωτας από το 1876.
Υπάρχουν δύο ποιήματα, ένα με την υπογραφή ΩΡΙΩΝ και ένα άλλο υπογεγραμμένο με τα αρχικά Κ.Μ.Π. Το πρώτο είναι του ποιητή Νίκου Καμπά και το δεύτερο του Κωστή Παλαμά. Και τα δύο διακρίνονται για την ακροστιχίδα που σχηματίζουν: ΙΣΑΒΕΛΛΑ.
Το καλοκαίρι του 1876, ο έφηβος Κωστής Παλαμάς, μαθητής γυμνασίου, 16 ετών, φιλοξενήθηκε από την αρχοντική οικογένεια Αννίνου στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Εκεί γνώρισε την Ισαβέλλα που τον γοήτευσε τις περίσσιες αρετές της. Κάποια στιγμή, τη γνώρισε στον φίλο του Νίκο Καμπά.
Ο Παλαμάς συνέχισε να γράφει εξομολογητικά ποιήματα για την Ισαβέλλα, στα οποία δήλωνε τον έρωτά του γι' αυτήν. Σε ένα από αυτά καταλαβαίνουμε ότι η Ισαβέλλα δέχτηκε την εξομολόγησή του.
Το 1919, όταν η Ελένη Αννίνου, 17 ετών, απόγονος της Ισαβέλλας, εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, τα έφερε μαζί της ως καύχημα, έτσι παρέμειναν στη δικαιοδοσία του ιδρύματος.
Στα υπόλοιπα εκθέματα βρίσκουμε τις επιστολές του Δημητρίου Βικέλα σχετικές με την προσφορά του στην ανέγερση του πρώτου φρενοκομείου στην Ελλάδα.
Αυτός είχε την πρωτοβουλία για την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στη Αθήνα και υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Ταυτόχρονα, είναι αξιοπρόσεκτα τα πορτρέτα του ιδρυτή του θεραπευτηρίου και των ευεργετών του, τα έπιπλα εποχής, κάποια μουσικά όργανα, π.χ. ένα συλλεκτικό πιάνο που προέρχεται από κτίριο πολυτελούς νοσηλευτικού τμήματος ‒ αντίστοιχο υπήρχε και για τους άπορους και τους οπλίτες του 1940.
Στα ιατρικά και φαρμακευτικά αντικείμενα διακρίνονται ένα πιεσόμετρο του 1923, τα πρώτα βιομηχανικά ψυχοτρόπα φάρμακα του 1950, ζουρλομανδύες, ένας ψυχιατρικός ιμάντας αλλά και συσκευές ηλεκτροσόκ.
Σε μια άλλη αίθουσα βλέπουμε το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο της Siemens, που αποτελείται από την τηλεφωνική συσκευή, τον ενισχυτή και τους μαγνήτες, ενώ στους διαδρόμους του μουσείου υπάρχουν κρεμασμένα διαβατήρια του 1887 τυπωμένα στα οθωμανικά, αφού τότε η Ελλάδα δεν είχε απελευθερωθεί σε όλη της την επικράτεια.
Στο φουαγέ του μικρού αμφιθεάτρου η παλιά μηχανή προβολής ταινιών θυμίζει τις κινηματογραφικές βραδιές που διοργανώνονταν κάθε Τετάρτη για την ψυχαγωγία των ασθενών.
Απέναντι από το μουσείο υπάρχει και ένα οίκημα όπου βρίσκεται το πλήρες, παλαιού τύπου τυπογραφείο του Δρομοκαϊτείου. Οι απασχολούμενοι σε αυτό ασθενείς ζωγράφιζαν κατά καιρούς, εξού και οι τοιχογραφίες. Η νοσηλεία περιλάμβανε την εργασιοθεραπεία, πάντα υπό την εποπτεία των υπαλλήλων.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκουμε τον επιβλητικό ναό των Αγίων Αναργύρων, μια δωρεά του Μιλτιάδη Καλβοκορέση από το 1901. Οι τοιχογραφίες έγιναν το 1935 και είναι έργο του ζωγράφου του Μεσοπολέμου, του Αλέκου Κοντόπουλου.
Κάποτε, το Δρομοκαΐτειο ήταν ένα αύταρκες ίδρυμα. Οι εγκαταστάσεις του περιλάμβαναν ορνιθοτροφείο, χοιροστάσιο, ραφείο και σιδηρουργείο για την καθημερινή απασχόληση των ασθενών.
Σήμερα διαθέτει 300 κλίνες εντός του νοσοκομείου, 200 εξωνοσοκομειακές, νοσηλεύει περίπου 2.000 άτομα τον χρόνο, ενώ περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι εξετάζονται στα εξωτερικά ιατρεία ανά έτος.
Αναμφισβήτητα, στους χώρους του μουσείου ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με έναν μοναδικής αξίας ιστορικό θησαυρό, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Παντελάκη, ήταν παραπεταμένος στα πιο απίθανα σημεία εντός και εκτός του ψυχιατρείου.
Φεύγοντας, στέκομαι σε κάτι που είχε γράψει ο Κωστής Παλαμάς στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι» στις 15/7/1883 με αφορμή την ίδρυση του Δρομοκαϊτείου:
«... Αι Αθήναι, μα την τρέλλαν, ενδιαφέρονται διά τους τρελλούς των. Αι Αθήναι τους αγαπώσι τους τρελλούς των. Αι Αθήναι τους θέλουν τους τρελλούς των. Τους θέλουν εις τους περιπάτους, εις το τραπέζι, εις τας βουλάς των. Και έπειτα να μάθουν έξαφνα ότι η Κυβέρνησις τους εξωστράκισεν εις το Δαφνί! Αι Αθήναι χωρίς των τρελλών των είναι ό,τι κυψέλη χωρίς μελισσών...».