«Πάσχα. Χωρίς όμως τίποτε το πασχαλινό. Ούτε εκκλησιασμό, ούτε Μετάληψι, ούτε το κόκκινο αυγό της πατρίδας, ούτε τίποτα απ' όλα τ' άλλα. Άθλιο το ελάχιστο συσσίτιό μας –λάχανο νερόβραστο– και το ψωμί πολύ λίγο. Κακά Σημάδια».
Το ημερολόγιο γράφει 16 Απριλίου του 1944. Ο Διονύσιος Χαραλάμπους, Έλληνας ιερέας και ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λειμώνος, βρίσκεται πολύ μακριά από τη χώρα, στην πόλη Ζνόγμο της Τσεχίας, σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας.
Έχουν περάσει μόλις δύο βδομάδες από την αναχώρηση του ίδιου και άλλων Ελλήνων φυλακισμένων από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
Η ιστορία του αντιστασιακού ιερέα ξεκινά πολύ πιο πριν όμως. Βρισκόμαστε στον Μάιο του 1942, με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να έχει πια εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα.
Ο Διονύσιος Χαραλάμπους ζούσε στη Ιερά Μονή της Λειμώνος στη Λέσβο. Ο 35χρονος ιεροκήρυκας έφτασε στο νησί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η οικογένειά του, οι γονείς, Χαράλαμπος και Κλεοπάτρα, και τα έξι αδέλφια του, μεγάλωσαν στο Αβτζιλάρ Αδραμυττίου της Μικράς Ασίας. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, βίωσε μια τραγωδία, καθώς από τις διώξεις των Τούρκων έχασε εν μια νυκτί τους γονείς και τα τέσσερα από τα έξι αδέρφια του.
Όλα ξεκίνησαν την 21η Μαΐου του 1942, όταν συνεργάτης τον ενημέρωσε πως το προηγούμενο βράδυ είχαν βρει έναν Βρετανό στρατιώτη στις Αλυκές της Λέσβου. Του πρότεινε να τον φιλοξενήσουν για μερικές μέρες και να τον φροντίσουν, καθώς φαινόταν ταλαιπωρημένος.
Τα επόμενα δύο χρόνια τα ίχνη του εξαφανίζονται, μέχρι το 1924, οπότε γίνεται διάκονος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος.
Για δέκα χρόνια ο μικρός Κωνσταντίνος μονάζει, ενώ παράλληλα φοιτά στην Αθωνιάδα Σχολή. Τις σπουδές του τις συνεχίζει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και χειροτονείται, λαμβάνοντας το όνομα με το οποίο θα γίνει αργότερα γνωστός: Διονύσιος.
Το 1941, και ενώ οι Γερμανοί έχουν εισβάλει στην Ελλάδα, διορίζεται ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Μηθύμνης στη Λέσβο. Κάπου εκεί ξεκινά και η αντιστασιακή του δράση.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σε έγγραφο της Ιεράς Μονής Λειμώνος, ο Διονύσιος στέλνει στο ΠΥΑΜ Μυτιλήνης ακατέργαστο μαλλί από τα στρώματα και τα μαξιλάρια της μονής και «παρακαλεί να φτιάξουν ζεστά ρούχα για τους στρατιώτες που πολεμούσαν στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας».
Οργανώνει, μάλιστα, σε ένα από τα κτίρια του μοναστηριού ορφανοτροφείο, ωστόσο δεν προλαβαίνει να το θέσει σε λειτουργία, καθώς τον «προλαβαίνουν» οι Γερμανοί.
Όλα ξεκίνησαν την 21η Μαΐου του 1942, όταν συνεργάτης τον ενημέρωσε πως το προηγούμενο βράδυ είχαν βρει έναν Βρετανό στρατιώτη στις Αλυκές της Λέσβου. Του πρότεινε να τον φιλοξενήσουν για μερικές μέρες και να τον φροντίσουν, καθώς φαινόταν ταλαιπωρημένος.
Ο ίδιος εξιστορεί εκείνες τις στιγμές στο ημερολόγιό του της περιόδου 1942-1945 με τίτλο «Μαρτυρίες».
«Χθες τη νύχτα, μου λέει, ξέπεσε στις Αλυκές κάποιος Εγγλέζος, κι ο ζυγιστής τον έφερε σε μένα. Είναι αιχμάλωτος, ο δύστυχος.
Του βρήκαμε απάνω του ένα ημερολόγιο και κάτι γράμματα που δείχνουν καθαρά πως δεν λέει ψέμματα. Τον έπιασαν αιχμάλωτο στην Πελοπόννησο. Για καλό και για κακό τα κάψαμε.
Τον είχαν οι Γερμανοί σ' ένα Στρατόπεδο Αιχμαλώτων, στην Καλαμάτα. Μα τόσκασε με κάτι άλλους. Στην αρχή πήγε στην Αθήνα κι έμεινε κάμποσον καιρό εκεί πέρα. Μα του είπαν πως από δω μπορεί να περάση στην Τουρκία κι από κει στην Αίγυπτο, και σηκώθηκε κι ήρθε.
Μάλιστα έχει πάει ως την Τουρκιά με κάτι δικούς μας, μα οι Τούρκοι δεν τον δέχτηκαν. Έχει τα χάλια του. Τον έχω σπίτι μου. Μα... καταλαβαίνεις... εδώ δεν μπορεί να μείνη πολύ.
Να πάρ' η ευχή, δεν περνά μέρα χωρίς να 'χουμε επισκέψεις Γερμανών. Σκέφθηκα λοιπόν να σου τον στείλω για λίγες μέρες στο Μοναστήρι... Τι λες;... Σε πρώτη ευκαιρία θα τον διώξουμε.
—Σάστισα. Τι να του πω;
— Στείλ' τον;
"Πας όστις συλληφθή αποκρύπτων ή περιθάλπων άγγλον στρατιώτην, θα τιμωρήται διά θανάτου" - η διαταγή των κατακτητών.
— Όχι; Μα τότε!... Τότε αρνούμαι να προσφέρω φιλοξενία; Εγώ, ο Χριστιανός; Ο ιερωμένος; Ο ηγούμενος του Μοναστηριού με τη μεγάλη και παλιά παράδοσι της φιλοξενίας; Και σε ποιον; Σε έναν δυστυχισμένο που άφησε τα πάντα κι ήρθε και στάθηκε πλάι στους δικούς μας τους λεβέντες και πολέμησε τους βαρβάρους...
Από τη μία μεριά η ησυχία, η τάξι, η ασφάλεια. Από την άλλη... η αβεβαιότης... ο κίνδυνος... ο θάνατος.
— Ποιος ξέρει;... Και να είμαι στην αρχή ακόμα του ιεραποστολικού μου δρόμου... Κάτι μου σφίγγει την ψυχή... Μα το καθήκον; Το χρέος μου;... Μέσα μου αναταράζεται ολόκληρο το είναι μου... "Ο ποιμήν ο καλός... υπέρ των προβάτων..." Ο δρόμος είναι μοναδικός... Δεν υπάρχει άλλος... Ο δρόμος του Γολγοθά!... Είναι φωτισμένος από ένα μεγάλο παράδειγμα...
Θεέ μου, βοήθησέ με!
— Καλά! Να μου τον στείλης, αγαπητέ».
Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Διονύσιος, οι μοναχοί τον περιέθαλψαν, τον φρόντισαν και προσπάθησαν να τον φυγαδεύσουν.
Όμως ο Άγγλος αιχμάλωτος έπεσε πάνω στην Γκεστάπο, ενώ αποκαλύφθηκε πως η μονή τον έκρυβε το προηγούμενο διάστημα.
Στις δέκα το πρωί της 22ης Αυγούστου, και ενώ ο ηγούμενος βρίσκεται στο γραφείο του και ασχολείται με τις υποθέσεις του μοναστηριού, χτυπά το τηλέφωνο. Στην άλλη πλευρά της γραμμής, ο αστυνόμος Καλλονής.
«Κατ' εντολήν της Γερμανικής Αστυνομίας, να κατεβήτε μετά του υφηγουμένου αμέσως κάτω!».
Ο Διονύσιος συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στο Πρώτο Τμήμα της Μυτιλήνης. Εκεί ομολογεί πως, πέραν του Άγγλου στρατιώτη, προσπάθησε να κρύψει κι άλλους.
Στο προσωπικό του αρχείο, μάλιστα, βρέθηκε αντίγραφο του διπλώματος που η κυβέρνηση της Αγγλίας τού απένειμε για τη δράση του, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά:
«This certificate is awarded to Dionysios Haralambous as a token of gratitude for and appreciation of the help given to the Sailors, Soldiers and Airmen of the British Common Wealth of Nations, which enabled them to escape from, or evade capture by the enemy».
Η «ανταμοιβή» για όλα αυτά από τους Γερμανούς; Ξύλο μέρα και νύχτα. Το ίδιο συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες του Αυγούστου. Όπως αναφέρει, τα επόμενα τέσσερα μερόνυχτα δεν έφαγε τίποτα, ενώ οι ξυλοδαρμοί, όσο πέρναγαν οι μέρες, γίνονταν όλο και πιο σκληροί. «Ο πόνος. Αχ, ο πόνος!».
Ο Διονύσιος θυμάται τα λόγια του διοικητή της Γκεστάπο όσο τον χτυπούσε.
«— Τεός, ντεν έκει Τεός! Να Τεός!
Και μου δείχνει το κάδρο του Χίτλερ. Μ' όλο μου τον πόνο δεν βάσταξα κι' εγώ:
— Θεός υπάρχει, του λέω, και θαρθή η ώρα που θα ζητήσετε το έλεός Του.
Ο Διοικητής είναι... ευγενέστατος κύριος.
— Πού θέλεις, με ρωτά με τον διερμηνέα, να σε χτυπήσω.
— Δε θέλει, λέει ο Λόχνερ -αστυνόμος- γελώντας σαρκαστικά να τον κοιτάζης όταν του μιλάς, μην πετούν τα σάλια σου τα βρώμικα επάνω του.
Κι αρχίζει κι ο ίδιος ο Διοικητής να με δέρνει σκληρά, αλύπητα.
Χτύπα όσο θέλεις. Το χουμε περάσει πια το ακρωτήριο της αναισθησίας».
Η συνέχεια στις Ποινικές Φυλακές της Μυτιλήνης, όπου δεν έμεινε πολύ, καθώς, ύστερα από μια σύντομη δίκη, αποφασίστηκε αυτός και αρκετοί ακόμα κρατούμενοι να πάρουν τον δρόμο για τον Βορρά, συγκεκριμένα για το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Το «κολαστήριο», όπως το ονόμασαν αργότερα ντόπιοι.
27 Νοεμβρίου του 1942. Ο καιρός στη Λέσβο μπορεί να είναι ηλιόλουστος, ωστόσο τίποτα δεν θυμίζει χαρμόσυνη μέρα. Στις δέκα το πρωί αναχωρεί το πλοίο με τους φυλακισμένους για τη Θεσσαλονίκη. Τα αμπάρια του πλοίου είναι γεμάτα βαρέλια. Αυτοί πάνε στο κατάστρωμα.
Όπως αφηγείται ο Διονύσιος, στην προκυμαία ήταν οι συγγενείς και οι φίλοι των κρατούμενων. Μερικοί έκλαιγαν. «Ίσως χωριζόμαστε για πάντα από τ' αγαπημένο μας το νησί. Ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Ψιχάλα. Σε λίγο η νοτιά και η βροχή δυναμώνουν. Το νερό μάς περνά ως το κόκκαλο».
25 Δεκεμβρίου. Το κρύο στο στρατόπεδο είναι βαρύ. Όλο το βράδυ ο Διονύσιος ακούει τις κραυγές και τα βογγητά. Έδερναν κάποιους, τους πληροφόρησαν την επόμενη μέρα, γιατί είχαν ανάψει λίγη φωτιά να ζεσταθούν. «Δύστυχε κατάδικε, ποιος σου πε πως έχεις δω μέσα το δικαίωμα να ζεσταθής;».
«16 Ιανουαρίου 1943. Ζούμε με την καθημερινή αγωνία της εκτελέσεως».
Ο χειμώνας είναι βαρύς στη Θεσσαλονίκη. Άλλοι φεύγουν κι άλλοι έρχονται στο στρατόπεδο. Δεν ξέρει κανείς τι έχουν απογίνει. Στις 6 του Μάρτη του 1943, ο Διονύσιος αναφέρεται στον μαζικό διωγμό Εβραίων στην Κεντρική Ευρώπη.
Ο αριθμός τους, «πάνω από τετρακόσιοι». Υπολογίζεται πως από το Στρατόπεδο του Παύλου Μελά πέρασαν από το 1941 έως το 1944 1.000 χριστιανοί και Εβραίοι, σύμφωνα με ερευνητές, ύστερα από την ανάσυρση δηλώσεων που κατατέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '60 στο πλαίσιο της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για αποζημιώσεις σε όσους διώχθηκαν από το Γ' Ράιχ για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς.
Και ενώ οι εκτελέσεις συνεχίζονται, ο πληθυσμός των φυλακισμένων δεν φαίνεται να μειώνεται. «Τώρα πια μας τους φέρνουν με το τραίνο. Διακόσιους, τρακόσιους μαζί!».
Στις 16 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Διονύσιος θα περάσει το πρώτο Πάσχα μακριά από την εκκλησία και το μοναστήρι. Μπορεί να βρίσκονται σε στρατόπεδο, ωστόσο τους επιτρέπεται να διοργανώσουν πρόχειρες λειτουργίες.
«Όλοι, βασανισμένοι, ταλαιπωρημένοι, πονεμένοι, παρακολουθήσαμε με βαθειά ανταπόκρισι το μυστήριο του Μεγάλου Πονεμένου, πρώτη φορά ασφαλώς έτσι στη ζωή μας».
Ο χρόνος κυλάει στο στρατόπεδο χωρίς κανείς να γνωρίζει τι θα απογίνουν.
Στις 22 Μαρτίου του επόμενου χρόνου έρχεται το ανακοινωθέν. Αρκετοί φυλακισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος, πρέπει να ετοιμαστούν, καθώς πρόκειται να μεταβούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.
Και ενώ, όπως μαθαίνουμε, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καταβάλλει προσπάθειες να εξαιρεθεί από τη μετεγκατάσταση, εκείνος το αρνείται και ζητά να μεταφερθεί κανονικά με τους συγκρατούμενούς του, πολλούς εκ των οποίων τους είχε εξομολογήσει στη Γερμανία.
Ο ίδιος δίνει την απάντησή του στις «Μαρτυρίες». «Πώς ν' αφήσω όλον τούτον τον κόσμο μόνο του, όλους αυτούς τους ανθρώπους που με συνδέουν μαζί τους τόσοι και τόσοι δεσμοί; Και τι θα πουν μόλις ιδούν πως εγώ ξεφεύγω από τον κοινό δρόμο του μαρτυρίου;
Αν σταθή κανείς μπροστά μου και με ρωτήσει: "Έ, πάτερ, πού τα φόρτωσες όλ' αυτά που μας έλεγες κάθε Κυριακή για αγάπη και γι' αυτοθυσία", εγώ τι θα αποκριθώ;"».
Στις τρεισήμισι τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου του 1944 ξεκινούν την πορεία. Το μόνο που καταφέρνει να αφήσει πίσω είναι μερικές επιστολές γραμμένες σε χαρτάκια μέσα στο στρατόπεδο. Αυτές φυγαδεύονται τελικά από τη φυλακή και έτσι διασώζονται μέχρι σήμερα.
Όλοι τους είναι στοιβαγμένοι μέσα στα τρένα, γονατιστοί. Όποιος στέκεται όρθιος, πυροβολείται κανονικά. Περνούν από το Βελιγράδι και φτάνουν στη Βιέννη. Εκεί, όμως, σταματούν μόνο για λίγο. Τελικός προορισμός, το Τσνάιμ της Τσεχίας.
Αν αναζητήσει κανείς το συγκεκριμένο λήμμα στο Διαδίκτυο, θα αντιληφθεί πως δεν υπάρχει καμία πόλη με αυτό το όνομα, κι αυτό γιατί οι ονομασίες των ανθρώπων και των περιοχών που αναφέρονται στα απομνημονεύματα δεν είναι οι σωστές αλλά ό,τι καταλάβαινε ακούγοντάς τες στα γερμανικά.
Εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. «Πείνα, αλήθεια! Το φαγητό λίγο, νερό σκέτο. Το ψωμί μια φετίτσα δύο δάχτυλα. Το μετρούμε από δω, το μετρούμε από κει, το κόβουμε –πρωί, μεσημέρι, βράδυ– μα η πείνα, πείνα. Έχουμε φαγκρίσει όλοι μας» γράφει στις 22 Απριλίου του 1944 ο Διονύσιος.
Αργότερα κάνει εκτενή αναφορά στο εβδομαδιαίο τους πρόγραμμα.
«Δευτέρα: Το πρωινό είναι πάντα το ίδιο. Μέλας ζωμός από καβουρδισμένα βελανίδια. Το μεσημέρι, πέντε-έξι κομμάτια καρότα μέσα σ' έναν πολύ αραιό χυλό από καστανάλευρο.
Και το βράδυ το ίδιο πάντα: 4-5 βραστές πατάτες, ίσαμε καρύδια, μ' ένα κατσαρόλι βρασμένο νερό – σούπα. Πότε-πότε, οι πατάτες, δεν ξέρω με ποιες ταχυδακτυλουργίες των μαγείρων και των καθαριστών, από πέντε γίνονται τρεις.
Τρίτη: Αραιός χυλός με καστανάλευρο, με 2-3 πρέζες γάλα μέσα, για μυρωδιά.
Τετάρτη: Λιωμένη κολοκύθα, που μήτε τα γουρούνια δεν την πιάνουν στο στόμα τους.
Πέμπτη: Το φαγητό της Δευτέρας, και μέσ' στη σούπα ένα ελάχιστο κομματάκι κρέας.
Παρασκευή: Ακριβή και πιστή επανάλειψι του μενού της Τρίτης.
Σάββατο: Χυλός από σκουποσποράλευρο.
Κυριακή: Της Τετάρτης, με το κρεατάκι της Πέμπτης. Κυριακή και Σάββατο βράδυ, για να μην ανησυχούν οι κύριοι φύλακες, ξηροφαγία.
Λίγο τυρί, που, όπως λέει κι' ο μπάρμπα-Στέλιος, πήγαν στο ζωολογικό κήπο και το ριξαν στις μαϊμούδες, αυτές, όμως, μόλις το μυρίστηκαν, γύρισαν, κοίταξαν θυμωμένες και το πέταξαν».
Η δουλειά που έχει αναλάβει να κάνει ο Διονύσιος μαζί με αρκετούς ακόμη είναι να μεταφέρουν καθημερινά βαριά σίδερα, μηχανές και μέταλλα.
Στις 16 Αυγούστου του ίδιου χρόνου αρχίζει να νιώθει ένα παράξενο μούδιασμα στα πόδια του.
«Κάτω απ' τα γόνατα γίνονται μερικές φορές κρύα σαν το σίδερο. Τα χτυπώ και δεν τα νιώθω. Αισθάνομαι και μια μεγάλη αδυναμία, τόσο που με δυσκολία ανεβαίνω τη σκάλα μετά τον περίπατο».
8 Σεπτεμβρίου. Οι πόνοι δεν λένε να σταματήσουν. «Πονώ και κλαίω σαν μικρό παιδί. Φασκιώνω το πόδι μου με το σακκάκι, σηκώνουμαι, πλαγιάζω, το βάζω έτσι, το βάζω αλλιώς, μα πουθενά δε βρίσκω ανακούφισι.
Ποτέ άλλοτε δεν ένιωθα τόσο τραγικά το μέγεθος της δυστυχίας μας. Να πονής, να υποφέρης αφάνταστα και να μην βρίσκεις από κανέναν άνθρωπο βοήθεια.
Το κελί, όταν κλειδώση, δεν ανοίγει πια παρά μόνο το πρωί. Εσύ που είσαι μέσα να γίνει ό,τι θέλεις. Δεν έχει γιατρό, παρά μόνο σαν ψυχομαχάς».
Στις 29 Νοεμβρίου αλλάζουν ξανά φυλακή. Αυτήν τη φορά θα πάνε στην Κρεμς-Στάιν, τη μεγαλύτερη στην Όστμαρκ, τη ναζιστική επαρχία της Αυστρίας. Υπολογίζεται πως στη συγκεκριμένη φυλακή βρέθηκαν συνολικά 400 Έλληνες.
Ο καιρός στη βόρεια Ευρώπη τον χειμώνα αρχίζει να αγριεύει, με τις θερμοκρασίες να πέφτουν κάτω από το μηδέν. Το κρύο είναι πια αβάσταχτο.
«14 Νοεμβρίου. Τέσσερις βαθμοί υπό το μηδέν. Και είμαστε ακόμα όπως και τον Αύγουστο. Εσώρουχα πάνινα και μια φόρμα από χορτάρι. Κι' η τσοκαριά μας. Χωρίς κανένα μάλλινο ρούχο, χωρίς παλτό, χωρίς κάλτσες.
Και την ημέρα στο εργοστάσιο κάτι γίνεται, τέλος πάντων. Τ' απόγευμα, όμως, που γυρίζομε στο κελί, που είναι σωστή παγωνιέρα; Παίρνομε την κουβέρτα στην πλάτη, σουλατσάρομε. Χαμένος κόπος. Το πρωί σηκωνόμαστε ξυλιασμένοι. Ρούχα τίποτε. Τροφή τίποτε. Χειμώνας βαρύς».
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης κοστίζουν καθημερινά τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Ένα πρωινό ο Διονύσιος ξυπνά και βλέπει μπροστά τους νοσοκόμους να μεταφέρουν πτώματα.
«Χωρίς κοίταγμα, χωρίς περιποίησι, χωρίς περίθαλψι. Χωρίς εξομολόγησι και Αγία Κοινωνία. Και τους θάβουν έτσι άφτιαχτους κι' άκλαυτους κι' αδιάβαστους».
Έχει μπει πια το 1945 και εκείνοι βρίσκονται ακόμη εκεί. Τα νέα, όμως, από τις νίκες των συμμάχων φτάνουν και σ' αυτούς. Στις 6 Απριλίου του ίδιου έτους, και ενώ όλα φαίνονται χαρμόσυνα, θα γραφτεί μία από τις πιο θλιβερές και σκληρές σελίδες του πολέμου.
Γνωρίζοντας οι Γερμανοί πως χάνουν, δίνουν μια αναπάντεχη εντολή. Οι πύλες της φυλακής ανοίγουν. Ωστόσο, τα Ες-Ες, τα Τάγματα Εφόδου και η Βέρμαχτ, με τη βοήθεια και του τοπικού πληθυσμού, κυνηγούν και δολοφονούν εκατοντάδες πολιτικούς κρατουμένους, επιδιδόμενοι σε μια σφαγή άνευ προηγουμένου.
Ο Διονύσιος θυμάται πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Ήδη εκείνη την περίοδο ακούγονταν φήμες πως έρχονταν οι Σύμμαχοι.
«Παιδιά, τώρα δα μας είπε ο φύλακας πώς ο πόλεμος ετελείωσε. Η Αυστρία συνθηκολόγησε. Όλοι είστε πια ελεύθεροι. Το μεσημέρι...» ακούει να λένε. «Ράους! Έξω! Παίρνετε ό,τι βρίσκετε και φεύγετε» φωνάζει ο διευθυντής.
«Και ξαφνικά, πάνω σ' αυτό το πανδαιμόνιο, ξεσπά μια τρομερή κραυγή: "SS!". Όλα τα κεφάλια γυρίζουν με μιας προς την πόρτα. Κάμποσοι SS προχωρούν αγριεμένοι κατ' επάνω μας. Κάνω μια απότομη μεταβολή και τρέχω έξαλλος στο εσωτερικό της φυλακής. Πίσω μου χαλά ο κόσμος. Για μια στιγμή, κρύβομαι, κάτω απ' τη σκάλα».
Γύρω τους τα τουφέκια παίρνουν και δίνουν. Μαζί του άλλοι τρεις. «Τρέμουμε. Πες πώς είμαστε πεθαμένοι κιόλας. Μια ελπίζω πως θα μας σώση ο καλός Θεός απ' την τρομερή αυτή καταιγίδα, και μια πάλι λέω πως ήλθε η τελευταία μας στιγμή. Γονατίζουμε και προσευχόμαστε με δάκρυα».
«Ράους!» τους φωνάζουν. Τους βρίσκουν. Με τα πιστόλια τούς πάνε για εκτέλεση.
Ξαφνικά, ενώ κινούνται, ένας φύλακας, που ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν, με μια σπρωξιά τον πετά σ' ένα κελί. Σώζεται. Όλο το βράδυ, όμως, το περνά με μια έννοια: μην έρθουν πάλι τα SS και τους αποτελειώσουν.
Το επόμενο πρωινό ο απολογισμός είναι τραγικός. «Πάνω από διακόσιοι» ακούει να λένε πως σφαγιάστηκαν και η αμαρτία τους ήταν ότι βιάστηκαν να βγουν.
Οι εικόνες που ακολουθούν μένουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό του, όπως παραδέχεται. «Ούτε στιγμή δε φεύγει από τα μάτια μου αυτή η φρίκη...». Τους βάζουν να ανοίξουν λάκκους για τους νεκρούς.
Στις 10 του Απρίλη γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Ο Διονύσιος, μαζί τους επιζώντες, μεταφέρεται στο Μπερνάου, μια φυλακή κοντά στο Μόναχο. Εκεί τους παράτησαν ουσιαστικά.
Τις επόμενες μέρες οι βομβαρδισμοί εντείνονται. Αυτοί, κλεισμένοι στη φυλακή και από πάνω τους να πετούν τα αεροπλάνα, που προσεύχονται να μην τους βομβαρδίσουν.
Στις 2 Μαΐου ο μάγειρας τους φέρνει την είδηση: «Οι Αμερικανοί απέχουν μόλις 8 χιλιόμετρα από δω».
3 Μαΐου. «Έρχονται, έρχονται!... "Η πόλις κατελήφθη υπό των αμερικανικών στρατευμάτων. Διεταχθήκαμεν να σας αφήσωμεν ελεύθερους". Όλοι μονομιάς ξεσπούν σε ζητωκραυγές "Ζήτω οι Αμερικάνοι! Ζήτω οι Σύμμαχοι"».
Οι εικόνες που ακολουθούν είναι ενδεικτικές του πανηγυρικού κλίματος. Οι Ιταλοί τραγουδούν και οι Έλληνες αρχίζουν να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο και το Χριστός Ανέστη. Είναι, άλλωστε, Μεγάλη Πέμπτη.
Τρεις μέρες μετά. «Χριστός Ανέστη! Στο ύπαιθρο, πίσω από την παράγκα, μαζευόμαστε οι Ορθόδοξοι, Έλληνες και Σέρβοι. Στη μέση οι δυο τους παπάδες, ο Σέρβος κι ο Έλληνας.
Δεν φορούν χρυσά άμφια. Ούτε ράσα έχουν. Χωρίς λαμπάδες και εκκλησιαστικά βιβλία στα χέρια. Μα δεν χρειάζονται τώρα εξωτερικά υλικά φώτα για να υμνήσουν τη χαρά. Οι ψυχές όλων λαμπαδιάζουν, πλέουν μέσα στο φως.
— Ζήτω!... ξεσπάει πια μες από την ξαστερωμένη ψυχή η χαρά των μαρτυρικών κατοίκων της παράγκας».
Η τελευταία επίσημη αναφορά στο όνομα του Διονυσίου έγινε πριν από 5 χρόνια, στις 24 Μάϊου 2014, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Βαρθολομαίος, επισκέφτηκε το Μουσείο Ολοκαυτώματος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και μίλησε για το έργο του ιερέα.
Μετά την απελευθέρωση από τον γερμανικό κλοιό, ο Διονύσιος εργάστηκε για τη συγκέντρωση και την επιστροφή των Ελλήνων κρατουμένων στην Ελλάδα.
Εκείνος γύρισε πίσω στη Μυτιλήνη, όπου και έμεινε μερικά χρόνια, και στη συνέχεια συνέχισε τη διακονία του στη Ναύπακτο, το Καρπενήσι και την Κύπρο.
Το 1951 επέστρεψε στα νησιά του Αιγαίου και εξελέγη Μητροπολίτης Λήμνου. Οκτώ χρόνια μετά μετατέθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών, όπου και εργάστηκε για την αναστήλωση των Μετεώρων μετά τον πόλεμο και την αναγνώρισή τους ως τόπου λατρείας.
Τα επόμενα χρόνια, ο Διονύσιος έδωσε ακόμα μία μάχη, αυτήν τη φορά με τον καρκίνο. Η υγεία του ήταν ιδιαίτερα κλονισμένη, όπως γράφει το περιοδικό «Ανάπλασις», εξαιτίας των φρικτών βασανιστηρίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όπως πληροφορούμαστε από την ιατρική βεβαίωση του Παναγιώτη Γηγοπούλου, μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία έκανε μια σοβαρή εγχείριση επειδή υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1970 ο μητροπολίτης άφησε την τελευταία του πνοή καταβεβλημένος πια από την αρρώστια. Στα Τρίκαλα εκατοντάδες κόσμου παρευρέθηκαν στην κηδεία του.
Ο Διονύσιος, τελικά, τάφηκε στην Ιερά Μονή Βυτουμά ως απλός μοναχός.
Βιβλιογραφία
Χαραλάμπους, Διονύσιος, 1951, Μάρτυρες. Διωγμοί 1942-1945, Έκδοσις Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυτουμά - Καλαμπάκας, Αθήνα
σχόλια