Στην αρχή της Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια, υπάρχει ένα εργαστήριο χειροποίητων παπουτσιών που μοιάζει κάπως ξενόφερτο για τα ελληνικά δεδομένα. Θυμίζει χώρους που συναντά κανείς μόνο στο Μιλάνο, στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Λογής-λογής γόβες σε έντονα χρώματα και animal prints, desert boots, πέδιλα και πασουμάκια είναι τοποθετημένα στη σειρά, ενώ στον πίσω τοίχο βλέπει κανείς εργαλεία, καλαπόδια, μυστήρια τακούνια με αρχιτεκτονικές αναφορές, απαλά δέρματα και ένα κάρο πατρόν. Κάπου ψηλά υπάρχει και μια φωτεινή επιγραφή νέον που γράφει «Don't walk, dance», καλώντας σε να ξεκινήσεις να προβάρεις ό,τι σου γυαλίσει στο μάτι.
Όλα είναι χειροποίητα σε αυτόν τον χώρο που επέλεξε ο Νικόλαος Γερμανός για να δημιουργήσει το εργαστήριό του, το οποίο, φυσικά, λειτουργεί και ως κατάστημα. Τα παπούτσια του είναι πανέμορφα, με ιδιαίτερες σχεδιαστικές λεπτομέρειες και άνετα σαν φτερό. Μοιάζουν με περίτεχνα γλυπτά και είναι πραγματικά μικρά έργα τέχνης.
«Ένα ζευγάρι παπούτσια μπορεί να απογειώσει ένα look. Μπορείς να φορέσεις ένα απλό φόρεμα και να βάλεις ένα τέλειο ζευγάρι παπούτσια και να δείχνεις σούπερ, ενώ, αν φορέσεις ένα τέλειο φόρεμα και χάλια παπούτσια, το μάτι θα πάει στα άσχημα παπούτσια».
Μου το επιβεβαιώνει όταν μου λέει ότι όντως αντιμετωπίζει το υπόδημα σαν ένα γλυπτό. Μάλιστα, όταν σπούδαζε στην ΑΣΚΤ ασχολούνταν περισσότερο με τη γλυπτική παρά με οποιαδήποτε άλλη μορφή εικαστικής τέχνης. Ο Νικόλαος, αφού αποφοίτησε από την Καλών Τεχνών, συνέχισε τις σπουδές του στο graphic design, ενώ λίγο αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο Central Saint Martins και στο London College of Fashion. Τελικά, βρέθηκε να εργάζεται ως digital designer για τον Alexander McQueen.
Αφού εργάστηκε πολύ κοντά στον Emilio de la Morena, ταξίδεψε μέχρι την Ιταλία και την Τσεχία, όπου έμαθε περισσότερα για την τέχνη της δημιουργίας των υποδημάτων και ήρθε σε επαφή με φημισμένα εργαστήρια χειροποίητων πολυτελών υποδημάτων, όπως αυτό του εκκεντρικού Τσέχου Radek Zacharias.
«Όλα τα χρόνια που έζησα στο Λονδίνο εργαζόμουν ασταμάτητα. Ούτε για διακοπές δεν ερχόμουν στην Ελλάδα. Ήταν όλα πολύ έντονα» μου λέει για την εμπειρία του εκεί. «Στον χώρο της μόδας δεν υπάρχει η έννοια της μονιμότητας. Είσαι ευχαριστημένος όχι να βγάλεις μία σεζόν σε έναν oίκο αλλά να καταφέρεις να επιβιώσεις από ένα fashion show». Ακούγεται κάπως αγχωτικό όλο αυτό, σωστά;
«Κοίτα, είναι ωραίο γιατί σου οξύνει πολύ τα αντανακλαστικά, από την άλλη όμως είναι και πολύ καταπιεστικό. Επιπλέον, είναι πολύ χαοτικός ο κόσμος της μόδας. Όλα μπορούν να αλλάξουν το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ακόμα και ο στυλίστας που βάζει τα μοντέλα στη σειρά για να βγουν στην πασαρέλα κάτι θα αλλάξει την τελευταία στιγμή. Πού το αποδίδω αυτό; Τι να σου πω; Στον πανικό; Στη ματιά; Πάντα, όμως, με έναν μαγικό τρόπο γίνεται κάτι καλύτερο, ποτέ δεν είδα τα πράγματα να πηγαίνουν ένα βήμα πίσω. Όλοι πετάγαμε, δεν πατούσε κανείς στη γη».
Στην πορεία της δουλειάς, βέβαια, κατάλαβε ότι τον είλκυε περισσότερο η κατασκευή των παπουτσιών. «Ήθελα να μπορώ να χρησιμοποιώ τα χέρια μου. Να κόβω τις σόλες, να φτιάχνω τα τακούνια, τα καλαπόδια». Του αρέσουν τα παπούτσια-transformer. Μου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί αποσπώμενα υφάσματα, δέρματα και υλικά και μου δείχνει κάτι ζευγάρια παπούτσια που με μια κίνηση μεταμορφώνονται κυριολεκτικά σε κάτι άλλο.
Ευχαριστιέται, λέει, όταν έρχονται οι πελάτισσές του κατευθείαν από τη δουλειά, φορώντας τζιν ή φόρμες, και δοκιμάζοντας ένα ζευγάρι γόβες αλλάζει τελείως η εμφάνιση και, κυρίως, η διάθεσή τους. «Ένα ζευγάρι παπούτσια απογειώσει ένα look. Μπορείς να φορέσεις ένα απλό φόρεμα και να βάλεις ένα τέλειο ζευγάρι παπούτσια και να δείχνεις σούπερ, ενώ αν φορέσεις ένα τέλειο φόρεμα και χάλια παπούτσια, το μάτι θα πάει στα άσχημα παπούτσια».
Μου λέει ότι οι περισσότεροι πελάτες του είναι οι τουρίστες, στους οποίους αρέσει πολύ ο χώρος και η όλη αντίληψή του. «Παίρνω ως παράδειγμα τον εαυτό μου. Κι εμένα, όταν ταξιδεύω, μου αρέσει πολύ να βρίσκω και να αγοράζω ντόπια, χειροποίητα πράγματα».
«Μου αρέσει που δουλεύω με τους τουρίστες. Νομίζω ότι αυτοί με καταλαβαίνουν, σε αντίθεση με τους Έλληνες που, ορισμένες φορές, αισθάνομαι ότι βρίσκονται σε αμηχανία. Μου έχει τύχει να περάσει κάποια κυρία από το μαγαζί, να μπει μέσα και να μου πει: "Πο πο! Τσαγκαράδικο και φτιάχνετε και καινούργια παπούτσια, ε;". Οι Έλληνες θεωρούν ότι τα καλαπόδια που έχω στον τοίχο είναι ντεκόρ από τον παππού μου».
Μου εξηγεί ότι για την κατασκευή των υποδημάτων του εργάζεται πολύ. «Συνήθως, γύρω στις έξι το πρωί είμαι ήδη εδώ. Μου αρέσει να έχω μπροστά μου όλη την ημέρα για να μπορώ να οργανώσω τις δουλειές μου. Για να φτιάξω το πιο απλό παπούτσι θέλω γύρω στις 2 ώρες, ενώ τα πιο σύνθετα και περίπλοκα μου παίρνουν μέχρι και 90 ώρες δουλειάς».
Στο εργαστήριο του Νικόλαου έχει κανείς την ευκαιρία να διαλέξει ένα από τα υπάρχοντα μοντέλα, να το προσαρμόσει στο πόδι του, να δημιουργήσει μια παραλλαγή με υλικά που έχει στη διάθεσή του ή να φέρει κάποιο δικό του ζευγάρι για να του το μεταμορφώσει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο.
Τα δέρματα που χρησιμοποιεί είναι, όπως λέει, εισαγωγής από την Ιταλία, ώστε να εξασφαλίζει την ποιότητα που θέλει. «Δυστυχώς, είναι απειροελάχιστα τα ελληνικά υλικά με τα οποία μπορεί να δουλέψει κάποιος που θέλει να φτιάξει ποιοτικά υποδήματα. Δηλαδή, με το ζόρι θα βρεις κάποιες φόδρες. Σιγά-σιγά, όμως, αρχίζει να αλλάζει το τοπίο. Τελευταίως, βρίσκονται κάποιοι που πρεσάρουν πάτους ή σόλες».
«Αυτό που κάνω εγώ εδώ γίνεται και στο εξωτερικό. Υπάρχουν αρκετά ανάλογα εργαστήρια χειροποίητων υποδημάτων. Όμως στο Λονδίνο, για παράδειγμα, η ταρίφα για ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια ξεκινά από μερικές εκατοντάδες λίρες. Είναι απλησίαστα». Αντιθέτως, οι τιμές των παπουτσιών του Νικόλαου ξεκινούν από τα 45 ευρώ και φθάνουν τα 350 για το ακριβότερο ζευγάρι που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στο εργαστήριό του – ένα ζευγάρι ανδρικά Oxfords.
Toν ρωτάω από πού εμπνέεται για τα σχέδια των παπουτσιών του. «Μου αρέσει να παρακολουθώ τις γυναίκες που πάνε τρέχοντας στη δουλειά ή τον τρόπο με τον οποίο βγάζουν τα πόδια τους από το ταξί. Την πρώτη στιγμή που είδα τη Σόνια, για παράδειγμα, την ερωτεύτηκα. Είναι μια γυναίκα που υπήρξε ο καμβάς μου. Μου ήρθαν αμέσως ένα εκατομμύριο ιδέες, τις οποίες μάλιστα υλοποίησα. Πρόκειται για μια γυναίκα αντιπροσωπευτική της εποχής της που εργάζεται, κινείται συνεχώς μέσα στην Αθήνα, είναι χωρισμένη και μεγαλώνει το παιδί της. Έχει ένα σωρό υποχρεώσεις αλλά και ανάγκες.
Όταν ήμουν νεότερος πίστευα ότι η έμπνευση έρχεται κάπως ουρανοκατέβατα και την περίμενα στη γωνία. Στην πορεία, όμως, κατάλαβα ότι η καθημερινότητα γεννάει τις ιδέες. Στο Λονδίνο μας διώχνανε από το στούντιο. Μας λέγανε "Βγείτε έξω. Παρατηρήστε τις ανάγκες των ανθρώπων, τι φοράνε, πώς κάθονται". Όλα ήταν υπό μελέτη. Σε αυτές τις ομάδες των μεγάλων oίκων δεν εργάζονταν μόνο σχεδιαστές μόδας αλλά και ανθρωπολόγοι.
Πριν ξεκινήσω το μαγαζί, είχα στο μυαλό μου ότι έπρεπε να έχω κάνει 15 εκατομμύρια πράγματα, να έχω τουλάχιστον 100.000 ευρώ κεφάλαιο, να έχω φτιάξει ήδη ένα brand name. Όμως όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη και δεν σου χαρίζονται. Πρέπει να τα "χτίσεις". Έτσι κι εγώ προτίμησα να ξεκινήσω από το μηδέν».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 26.5.2019
σχόλια