Οι Αθηναίοι

Οι Αθηναίοι Facebook Twitter
1

Στο ισόγειο μύριζε καφέδες και τοστ από το κυλικείο της στοάς. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον πέμπτο. Ένα από αυτά τα θηριώδη, απρόσωπα κτήρια στο κέντρο της Αθήνας και οι βιβλιοθήκες του γραφείου γεμάτοι φακέλους με παμπάλαια συμβόλαια. Οι υπόλοιποι είχαν ήδη φτάσει και μας περίμεναν. «Λοιπόν, ξεκινάμε;», ρώτησε η μεσήλικας συμβολαιογράφος και άρχισε να διαβάζει με την επίσημη, μονότονη και σίγουρη φωνή κάποιου που έχει κάνει χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα. Φορούσε ένα ανοιχτό γκρι ταγιέρ για να εμπνέει επαγγελματική επάρκεια με ένα μεγάλο χειροποίητο κολιέ με οπάλιο στον λαιμό για να εμπνέει κομψότητα.

«Στην Αθήνα, σήμερα στις δέκα οκτώ του μηνός Ιουνίου 2019, ημέρα Τρίτη......Οι εμφανισθέντες ζήτησαν από εμένα, τη συμβολαιογράφο τη σύνταξη και υπογραφή της πράξης αυτής.....» Η νομική γλώσσα. Σαν ξερακιανή γεροντοκόρη που αρνείται να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματα της.

Τον παππού και τη γιαγιά τους θυμάμαι πάντα υπέργηρους να με χαρτζιλικώνουν από την πενιχρή σύνταξη του ΟΓΑ. Πάντα τσακωμένους και αιώνια συμβιβασμένους σε μια εποχή που το διαζύγιο ήταν αδιανόητο.

Το θέμα ήταν απλό: Πουλάγαμε το σπίτι του παππού στο χωριό. Με έξι-εφτά χιλιάρικα καθαρά η κάθε οικογένεια, δε σώζεται κανένας αλλά ότι ανήκει σε πολλούς, δεν ανήκει σε κανέναν, σκεφτήκαμε. Άσε που κι αν έρθει και η επόμενη γενιά, άντε βγάλε άκρη. Εκεί θα ρημάξει. Θα φάει το σαράκι τα δοκάρια της σκεπής, θα γεμίσει ποντικοκούραδα και η υγρασία θα νοτίσει τους τοίχους. Χώρια που κι ο θείος Σωτήρης χρειαζόταν τα λεφτά για να στείλει τον μικρό για μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Φύγετε όλοι, να δούμε τι θα καταλάβετε.

Από πλευράς μου, κάτι σκόρπιες παιδικές μνήμες. Να ταΐζω με ψωμί τις καχύποπτες πάπιες της λιμνούλας του χωριού, να κάθομαι δίπλα στο τζάκι τις διακοπές των Χριστουγέννων, να μαθαίνω ισορροπία στο ποδήλατο (και να πέφτω στις γράνες με τα βάτα), να τρώω ένα, ένα με χυλοπίτες τα κοκόρια της αυλής. Τα καλοκαιρινά βράδια τα μπακακάκια να κοάζουν ενοχλητικά και τα κουνούπια, παρά το φιδάκι να ορμούν με περισσότερο θράσος από αυτά της πόλης. Τον παππού και τη γιαγιά τους θυμάμαι πάντα υπέργηρους να με χαρτζιλικώνουν από την πενιχρή σύνταξη του ΟΓΑ. Πάντα τσακωμένους και αιώνια συμβιβασμένους σε μια εποχή που το διαζύγιο ήταν αδιανόητο. Μετά άρχισαν τα ταξίδια αστραπή στο χωριό για κηδείες και μνημόσυνα.

Τα ακούσαμε, γνέψαμε καταφατικά, τα υπογράψαμε. Μετά πήγαμε όλοι μαζί για καφέ. Ζώντες και απόγονοι τεθνεώτων. Ο θείος Χρήστος συγκινημένος, οι υπόλοιποι από τα αδέλφια πιο ψύχραιμοι.


«Πώς νιώθεις;», με ρωτάει η αδελφή μου.


«Για καλό ή για κακό, και επισήμως Αθηναίοι», της απαντάω μουδιασμένος.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια