Σε μια πόλη όπου όλα αλλάζουν υπάρχουν μερικά μέρη που είναι πάντα εκεί, που δεν ανακαινίζονται, που δεν τα ακουμπάει το gentrification, που έχουν να αφηγηθούν πολλά για την ιστορία της κοινωνικής ζωής της Αθήνας και την ιστορία του υλικού της πολιτισμού. Αποτελούν ακόμα κομμάτι της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής και λειτουργούν ως συνεχιστές της αφήγησης της πόλης μας, μα, πάνω απ' όλα, ως οικεία καταφύγια σε μια κοινωνία που τείνει να ξεχνάει, να γκρεμίζει και να διαγράφει.
Galaxy
Σταδίου 10
(από το 1990)
Κανονικά, το μαγαζί είναι παλιότερο, μια και αρχικά είχε ανοίξει το 1972 σε στοά της οδού Σταδίου 5. Μεταφέρθηκε όμως αυτούσιο από τους αδελφούς Αλαμπάνοι, 18 χρόνια αργότερα, σε κοντινή στοά του ίδιου δρόμου. Σε αυτό το μπαρ του κέντρου όλα είναι μελετημένα. Η μουσική παίζει πάντα χαμηλά, ώστε να μπορείς να μιλάς με τους διπλανούς σου, τα ποτά σερβίρονται με τον παλιομοδίτικο τρόπο, ενώ η μόνη σου έγνοια είναι να βρεις μια θέση στη μεγάλη ξύλινη μπάρα για να μπορέσεις να χαζεύεις με τις ώρες τις αμέτρητες φωτογραφίες προσωπικοτήτων αλλά και απλών πελατών στους τοίχους.
Αποτελούν ακόμα κομμάτι της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής και λειτουργούν ως συνεχιστές της αφήγησης της πόλης μας, μα, πάνω απ' όλα, ως οικεία καταφύγια σε μια κοινωνία που τείνει να ξεχνάει, να γκρεμίζει και να διαγράφει.
Παλαβίδης
Κριεζώτου 6, Κολωνάκι
(από το 1965)
Κοιτώντας τη βιτρίνα του καταστήματος υποδημάτων «Παλαβίδης», αισθάνεσαι σαν να έχει παγώσει ο χρόνος στα '60s: μια σομόν κουρτίνα μπροστά από την οποία είναι τοποθετημένα καλοφτιαγμένα χειροποίητα παπούτσια της βιοτεχνίας και η vintage επιγραφή που μοιάζει κι αυτή σαν να βγήκε από ελληνική ταινία της εποχής. Το κατάστημα πρωτοξεκίνησε να λειτουργεί το 1965, όταν συνεταιρίστηκαν στην Αθήνα ένας σπουδαίος υποδηματοποιός από την Κωνσταντινούπολη, ο Ιωσήφ Φυρίγος, και ένας επίσης επιτυχημένος έμπορος, ο Δημήτριος Παλαβίδης. Αν και στη φίρμα μπήκε μόνο το όνομα του Παλαβίδη, στην ουσία ο Φυρίγος ήταν αυτός που χειριζόταν την παραγωγή. Σήμερα το μαγαζί συνεχίζει να το λειτουργεί η κόρη του, η Μαρία Φυρίγου, η οποία σέβεται την οικογενειακή παράδοση κατασκευής χειροποίητων παπουτσιών υψηλής ποιότητας, που τείνει να εκλείψει πια στην Αθήνα.
Λεμήσιος
Λυκαβητού 6, Κολωνάκι
(από το 1912)
Το φημισμένο υποδηματοποιείο του Λεμήσιου ξεκίνησε από την οδό Κριεζώτου, μετακόμισε στη Βουκουρεστίου και πέρασε από την Ακαδημίας πριν καταλήξει το 1999 στη γωνία της Λυκαβηττού με την Αλεξάνδρου Σούτσου, ωστόσο από το 1912, που πρωτολειτούργησε, δεν έχει φύγει ποτέ από το Κολωνάκι. Ο Λεμήσιος φημίζεται για τις χειροποίητες δερμάτινες μπαλαρίνες του αλλά και για τα σκαρπίνια, όπως επίσης και για τα μποτίνια με τα κορδόνια. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση που φέτος έκλεισε αισίως τα 107 χρόνια, ενώ μετρά πέντε γενιές υποδηματοποιών με καταγωγή από τη Λεμεσό της Κύπρου.
Αλεξανδράκης
Ερμού 27
(από το 1907)
Θεωρείται το πρώτο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στην Αθήνα, αφού την εποχή που ιδρύθηκε δεν υπήρχαν έτοιμα ρούχα και ο κόσμος ραβόταν. Η μπουτίκ του Αλεξανδράκη βρίσκεται στις αρχές της οδού Ερμού από το 1907 και αποτελεί έναν ναό της κομψότητας και της φινέτσας. Για την ακρίβεια, το μαγαζί υπάρχει στο ίδιο σημείο από το 1860, το είχε ανοίξει ο Καρυοφίλης, αλλά έπειτα πέρασε στην οικογένεια Αλεξανδράκη. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η μπουτίκ σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Στάμο Παπαδάκη και έχει μια χαρακτηριστική αισθητική, εμπνευσμένη από το Bauhaus. Το ισόγειο, το υπόγειο και οι τρεις όροφοι του κτιρίου φιλοξενούν ρούχα κλασικά και προσεγμένα, φτιαγμένα από πολυτελή υφάσματα. Κατά το παρελθόν, πελάτες του Αλεξανδράκη ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, το ζεύγος Ζολώτα, η βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας και η Αμαλία Καραμανλή, η οποία ψώνιζε για την ίδια και για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τα ρούχα εδώ ναι μεν είναι ακριβά, αλλά ισχύει η κλασική φράση: «το καλό ρούχο κρατάει μια ζωή».
Barber Shop
Απόλλωνος 12, Πλάκα
(από το 1970)
Παλιακές θήκες για ταλκ, σκεύη για τον αφρό ξυρίσματος, βούρτσες, μπουκαλάκια για κολόνιες με ψεκαστήρα, ψαλίδια, φαλτσέτες και ακονιστήρια είναι μερικά από τα αντικείμενα που είναι αραδιασμένα πάνω σε μια μικρή προθήκη στη βιτρίνα ενός από τα τελευταία μπαρμπέρικα της Αθήνας, αυτού του κ. Γιώργου Κολλάρου. Μαζί με τον βοηθό του κ. Γιώργο Παναγιωταρά βρίσκονται στο ίδιο σημείο της oδού Απόλλωνος από το 1970. Φορούν πάντα τις λευκές ποδιές τους και είναι μονίμως σε επιφυλακή για ένα κόντρα ξύρισμα ή ένα κούρεμα. Το μέρος μοιάζει πολύ με τα νέου τύπου μπαρμπέρικα, όμως αυτό εδώ είναι αυθεντικό. Ίσως γι' αυτό κατάφερε να φτάσει μέχρι τις σελίδες του Monocle.
Κρίνος
Αιόλου 87
(από το 1923)
Το ζαχαροπλαστείο «Κρίνος» οφείλει το όνομά του στο πρώτο φαρμακείο της Αθήνας που άνοιξε ο Σταμάτης Κρίνος το 1855. Εξήντα οκτώ χρόνια αργότερα, το 1923, ο Μηνάς Κασιμάτης, με καταγωγή από την Πόλη, αγόρασε το διώροφο κτίριο και το μετέτρεψε στο μεγαλύτερο ζαχαροπλαστείο της Αθήνας, το οποίο έγινε σημείο συνάντησης των Μικρασιατών της Αθήνας. Σήμερα εξακολουθεί να φτιάχνει τους παραδοσιακούς τραγανούς λουκουμάδες, αυτούς με την τρύπα στη μέση, μπουγάτσες όλων των ειδών, όλες με φρέσκο βούτυρο, και το καλύτερο παγωτό μηχανής της πόλης, τόσο ελαφρύ και απαλό όσο κανένα άλλο. Σήμα-κατατεθέν του μαγαζιού ο ζαχαροπλάστης-μασκότ του Κρίνου που καλωσορίζει τους πελάτες στην είσοδο με ένα πιάτο λαχταριστούς λουκουμάδες.
Άριστον
Βουλής 10, Σύνταγμα
(από το 1910)
Τραγανή, πάντα ζεστή και με πλούσια γέμιση, η τυρόπιτα κουρού του Άριστον φτιάχνεται με την ίδια αλάνθαστη συνταγή από το 1906 κι ας γράφει η ταμπέλα «Άριστον από το 1910». Αυτό έγινε για να παραπέμπει στον αριθμό του δρόμου, που είναι Βουλής 10. Το εμβληματικό ζαχαροπλαστείο δημιουργήθηκε από τον Αναστάσιο Λομποτέση και έκτοτε παραμένει στο ίδιο σημείο. Ο Ζακυνθινός μάστορας σκαρφίστηκε την τυρόπιτα κουρού, ένα σνακ της εποχής, που στα τουρκικά σημαίνει «στεγνή». Η τυρόπιτα του τότε δεν είχε αντίπαλο και σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, έγινε η απόλυτη επιτυχία. Ακόμα και σήμερα, τις πρωινές ώρες συναντά κανείς ουρές πελατών που περιμένουν υπομονετικά για μια μυρωδάτη τυρόπιτα. Τα τελευταία χρόνια πολλοί από αυτούς είναι και τουρίστες, μια και αρκετοί διεθνείς ταξιδιωτικοί οδηγοί τη χαρακτηρίζουν ως την «καλύτερη τυρόπιτα», ένα από τα 10 πράγματα που πρέπει να γευτείς στην Αθήνα.
Pastry Family
Ριζάρη 19, Παγκράτι
(από το 1969)
Βρίσκεται στο ίδιο σημείο κι έχει την ίδια επιγραφή από το 1969. Τότε τα γλυκά της εποχής ήταν η πάστα νουγκατίνα, η τούρτα Saint Honoré και τα γαλλικά βουτήματα, ενώ ανάμεσα στους πελάτες του ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Δημήτρης Χορν και η Αλίκη Βιουγουκλάκη. Σήμερα, εκτός από την πελατεία του, δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτε άλλο. Εξακολουθούν να χρησιμοποιούν υλικά πολυτελείας, όπως ακριβό βούτυρο και σοκολάτα του ιταλικού οίκου Domori, και να φτιάχνουν γλυκά της γαλλικής σχολής. Τα hits του μαγαζιού είναι η μους μανταρίνι, η μπίτερ τούρτα με τα μπεζεδάκια, η μυρωδάτη πάστα φλόρα και τα χειροποίητα σοκολατάκια και τρουφάκια που στέκουν σαν μικρά κομψοτεχνήματα μέσα στις ωραίες του βιτρίνες.
Ζαχαροπλαστείο Αφοί Ασημακόπουλοι
Χαριλάου Τρικούπη 82
(από το 1915)
Δεν έχει αλλάξει πόστο εδώ και 104 χρόνια το ζαχαροπλαστείο Αφοί Ασημακόπουλοι στα Εξάρχεια. Αρχικά ξεκίνησε να λειτουργεί ως παραδοσιακό γαλακτοπωλείο, προσφέροντας κρέμες, ρυζόγαλα, πρόβεια γιαούρτια, φρέσκο γάλα στο ποτήρι και βούτυρο με μέλι. Γύρω στο 1930, τα τέσσερα ανίψια Ασημακόπουλοι, που είχαν κατέβει με τα πόδια από το χωριό για να δουλέψουν στον θείο τους, αγόρασαν το μαγαζί, εισήγαγαν αγελάδες από την Ολλανδία και έφτιαξαν βουστάσιο, παράγοντας το δικό τους γάλα και προμηθεύοντας κι άλλους γαλατάδες της Αθήνας. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του '50, οπότε μπήκαν δυναμικά στη ζαχαροπλαστική, αρχικά με γαλακτομπούρεκα, τσουρέκια, παγωτά και πάστες, ενώ αργότερα επιδόθηκαν και στη σοκολατοποιία. Ακόμα και σήμερα, πάντως, στο συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο χρησιμοποιούν αυθεντική ελληνική σοκολάτα, φρέσκο βούτυρο παραγωγής τους αλλά και γάλα απευθείας από επιλεγμένους κτηνοτρόφους.
Μουριά
Χαριλάου Τρικούπη 87
(από το 1915)
Είναι ένα από τα πιο θρυλικά καφενεία της Αθήνας. Για την ακρίβεια, η Μουριά βρίσκεται στο ίδιο σημείο από το 1915. Αρχικά ήταν μια παράγκα που σταδιακά μεταμορφώθηκε σε ένα από τα πιο παραδοσιακά καφενεία του κέντρου. Εδώ και πολλά χρόνια είναι σημείο συνάντησης συνταξιούχων αλλά και φοιτητών, εργατών, γιατρών, δικηγόρων, ανέργων, καλλιτεχνών και τώρα τελευταία και τουριστών. Καφέδες, μπίρες και μεζεδάκια μετατρέπουν το μαγαζί σε μια παρέα. Ειδικά το Σάββατο, που έχει λαϊκή στην Καλλιδρομίου, είναι το τέλειο σημείο για να χαζεύεις έξω από τις τζαμαρίες τον κόσμο να περνάει, ενώ στο εσωτερικό της όλα δείχνουν ότι ο χρόνος έχει σταματήσει.
Η Ωραία Ελλάς
Μητροπόλεως 9 & Πανδρόσου 36
(από το 1920)
Το Καφενείον η Ωραία Ελλάς μπορεί σήμερα να ενώνει την Πανδρόσου με τη Μητροπόλεως, ωστόσο δεν βρίσκεται εκεί από την πρώτη μέρα λειτουργίας του, η οποία πιθανολογείται κάπου στο 1839, στη συμβολή της Ερμού και Αιόλου. Σήμερα, πάντως, εκτός από καφενείο, λειτουργεί και ως ένα ιδιαίτερο μουσείο-εκθετήριο του Κέντρου Ελληνικής Παράδοσης, όπου παραδοσιακοί τεχνίτες και μάστορες από κάθε σημείο της χώρας εκθέτουν τα έργα τους στις γυάλινες βιτρίνες γύρω από τη σκάλα. Η μεγαλύτερη απόλαυση, όμως, είναι να πίνεις καφέ στη χόβολη, που θα έρθει με συνοδεία λουκουμιού στο πιο όμορφο μπαλκονάκι της πλατείας Μητροπόλεως, ενώ πιο πριν έχεις θαυμάσει το περίτεχνο πάτωμα του χώρου που έχει επιμεληθεί η ομάδα του αείμνηστου Δημήτρη Πικιώνη.
Τα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου
Κυδαθηναίων 41, Πλάκα
(από το 1865)
Η παραδοσιακή ταβέρνα «Τα μπακαλιαράκια του Δαμίγου» στην Πλάκα, δεν θεωρείται άδικα μία από τις πιο θρυλικές της πόλης, μια και λειτουργεί εδώ και 154(!) χρόνια και παραμένει στα χέρια της ίδιας οικογένειας, που έχει περάσει πλέον στην τέταρτη γενιά της. Το υπόγειο κουτούκι λειτουργεί και ως μηχανή του χρόνου, αφού σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει εσωτερικά. Ο χώρος αποτελείται από τρεις μικρές αίθουσες. Τα ξύλινα βαρέλια με το κρασί είναι ακόμα εκεί, όπως και οι φωτογραφίες στους τοίχους που απεικονίζουν τον Γιώργο Δαμίγο να βραβεύεται για τη ρετσίνα του – ήταν η εποχή που η ρετσίνα δοξαζόταν. Πλάι σε αυτές υπάρχουν και σκίτσα ξένων δημοσιογράφων αλλά και μια φωτογραφία με το αγέρωχο βλέμμα της γιαγιάς Μαρουλίας, συζύγου του παππού Γιώργου Δαμίγου. Σήμα κατατεθέν του μαγαζιού είναι μια αρχαία μαρμάρινη κολόνα, αγνώστου χρονολογίας, που στηρίζει το ταβάνι της κύριας αίθουσας.
L' Abreuvoir
Ξενοκράτους 51
(από το 1965)
Ένας σπεσιαλίστας της γαλλικής κουζίνας, την οποία διδάχτηκε και εξάσκησε στη Γαλλία, ο Αλέξης Κότσης και η σύζυγός του Γιάννα άνοιξαν αυτό το γαλλικό εστιατόριο τη δεκαετία του '60, σερβίροντας steak tartare, entrecôtes και πάπια με πορτοκάλι, αλλά και crêpes Suzette και σουφλέ σοκολάτας ως επιδόρπια. Σήμερα, στην αριστοκρατική του σάλα αλλά και στην ωραία αυλή με τα φερ φορζέ εξακολουθεί να σερβίρει σπιτική τερίνα φουαγκρά πάπιας, σαλάτα Σεζάρ με κρουτόν και αντζούγιες, κρεμμυδόσουπα, μιλφέιγ με γαρίδες και σάλτσα από πράσα, μπουτάκια βατράχων αλά προβενσάλ, bitoque à la russe, entrecôte bordelaise και πάπια με πορτοκάλι.
AuRevoir
Πατησίων 136, Κυψέλη
(από το 1958)
Με βιτρίνα με κουρτίνες και θέα τα αμάξια που περνούν, το AuRevoir είναι ένα από τα παλιά μπαρ της πόλης. Το άνοιξαν δύο αδέρφια, ο Θεόδωρος και ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου. Ο κυρ-Λύσανδρος μπαίνει ακόμα καμιά φορά πίσω από το μπαρ, ενώ το λειτουργεί πλέον κανονικά ο Σωτήρης ο γιος του. Η διάταξη των επίπλων, οι επενδυμένοι με ψάθα τοίχοι και τα φωτιστικά, επίσης από ψάθα, έχουν παραμείνει απαράλλαχτα, όπως τα σχεδίασε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος στα τέλη του 1957. Ως «σημαντικό και σπάνιο δείγμα διαμόρφωσης εσωτερικού χώρου του ύστερου μοντέρνου κινήματος στην Ελλάδα» μνημονεύει το AuRevoir το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
STUDIO new star art cinema
Σπάρτης & Σταυροπούλου 33, πλατεία Αμερικής
(από το 1967)
Έχουν συμπληρωθεί 52 χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του Studio, ενός από τους πιο ιστορικούς κινηματογράφους της πόλης. Το Studio υπήρξε ένα από τα πιο ιδιαίτερα σινεμά. Είχε πάντα φθηνότερο φοιτητικό εισιτήριο, βιβλιοπωλείο στο υπόγειο –το οποίο προς το τέλος της χούντας λειτουργούσε ο ηθοποιός Γιώργος Κοτανίδης‒, δεν είχε εξώστη και η μηχανή προβολής του ήταν τοποθετημένη σε καμπίνα χτισμένη μέσα στην πλατεία, περίπου στο κέντρο του πίσω μέρους της αίθουσας. Ο εν λόγω χώρος τέχνης έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκπαίδευση των νέων της εποχής του και μόρφωσε καλλιτεχνικά και πολιτικά μια ολόκληρη γενιά, συσπειρώνοντας ένα κοινό που αναζητούσε ένα διαφορετικό και ανεξάρτητο σινεμά. Ήταν και εξακολουθεί να είναι στέκι φοιτητών που προβάλλει το διαφορετικό σινεμά των σπάνιων αριστουργημάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο όρος «σινέ τέχνης» που του αποδόθηκε κάποια στιγμή εξακολουθεί να ισχύει. Το 2005 έκλεισε για να μετατραπεί σε εκκλησία μεταναστών, ενώ περίπου δέκα χρόνια αργότερα άνοιξε και πάλι, επιστρέφοντας στην παλιά του λειτουργία.