Τσαν Τζίε
Ας μην ξεχνάμε την αγάπη
μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
εκδόσεις Οδυσσέας
Είμαι τριάντα χρονών, όσο και η Λαϊκή μας Δημοκρατία, Μια δημοκρατία στα τριάντα της και ακόμα νέα, αλλά η τριαντάρα κοπέλα είναι στην ουσία γεροντοκόρη.
Είναι αλήθεια βέβαια πως έχω έναν αξιόλογο μνηστήρα. Έχετε μήπως δει το Δισκοβόλο του Έλληνα γλύπτη Μύρωνα; Ο Κιάο Λιν είναι ίδιος κι απαράλλαχτος αυτός ο δισκοβόλος. Κι αυτά ακόμη τα χοντρά ρούχα που φοράει το χειμώνα δεν καταφέρνουν να κρύψουν την ωραία του κορμοστασιά. Ηλιοκαμένος, με αδρά χαρακτηριστικά, φαρδύ μέτωπο και μεγάλα μάτια, με την εμφάνισή του και μόνο τραβάει τις περισσότερες κοπέλες.
Εγώ όμως δεν τ' αποφασίζω να τον παντρευτώ. Δεν έχω ξεκαθαρίσει τι του βρίσκω ή τι βρίσκει αυτός σ' εμένα. Ξέρω ότι ο κόσμος κουτσομπολεύει πίσω από την πλάτη μου: «Ποια νομίζει ότι είναι του λόγου της και κάνει τόσο τη δύσκολη;». Γι' αυτούς είμαι ένα μηδενικό που προσπαθεί να πετύχει. Προσβάλλονται με τέτοια παράλογη συμπεριφορά.
Tessa De Loo
Οι δίδυμες
μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης
εκδόσεις Gema
«Meine Güte, τι' ναι εδώ, νεκροτομείο;»
Η Λότε Γκούντριαν πετάχτηκε τρομαγμένη από τον ευχάριστο υπνάκο της, έναν ελαφρύ λήθαργο: δεν φτάνει που γερνάς, δεν νιώθεις επιπλέον και το κορμί σου. Ανάμεσα από τις βλεφαρίδες, παρακολούθησε την παχουλή σιλουέτα, που γυμνή, όπως και η ίδια κάτω από το αθώο, γαλάζιο μπουρνούζι, έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω της. Με εμφανή αποστροφή, η γυναίκα βημάτισε άτσαλα μέσα στο μισοσκότεινο αναπαυτήριο, ανάμεσα σε δυο σειρές άδειων κρεβατιών, φτάνοντας δίπλα σ' εκείνο της Λότε - το κορμί της μια γερασμένη, μακροσκελής ιστορία αρρωστημένης υγείας ανάμεσα σε αψεγάδιαστα σεντόνια. Η Λότε χώθηκε από ένστικτο βαθύτερα στο κρεβάτι της. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε η γυναίκα στο άστοχο σχόλιό της ήταν τα Γερμανικά! Τι δουλειά είχε εδώ μια Γερμανίδα, εδώ στο Σπα, που σε κάθε άλσος του υπήρχε μνημείο με σμιλεμένα ονόματα πεσόντων από δύο παγκόσμιους πολέμους; Η δική της χώρα έβριθε από ιαματικά θέρετρα. Γιατί στο Σπα;
Μάνος Ελευθερίου
Άνθρωπος στο
πηγάδι
εκδόσεις Μεταίχμιο
Για όλα έφταιξαν εκείνα τα ερείπια. Τα αναμμένα πολύφωτα και οι πολυέλαιοι που νόμισε ότι είδε ανάμεσά τους. Αμέσως μόλις μπήκαν στο χωματόδρομο τον τύφλωσε ξαφνικά ο απογευματινός ήλιος. Χιόνιζε κρύσταλλα και φώτα. Κατέβηκε αλαφιασμένος απ' το ταξί και προχώρησε για ν' απολαύσει το θαύμα από κοντά.
Χωρίς να το καταλάβει όμως, για να αποφύγει να πατήσει μια σαύρα, και πριν προλάβει να θαυμάσει τα ωραία της χρώματα και την ευλυγισία της, παραπάτησε, μπερδεύτηκε στ' αγριόχορτα, γλίστρησε στα σαρκώδη φύλλα τους κι έπεσε σ' ένα μικρό πηγάδι με ελάχιστο, ευτυχώς, νερό. Ούτε φαινόταν κανένα άνοιγμα για να τον προειδοποιήσει ότι πρέπει να προσέχει. Τα χόρτα είχαν θεριέψει ολόγυρα και είχαν καλύψει ολόκληρο σχεδόν το στόμιο του πηγαδιού.
Κάρλος Φουέντες
Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες
μτφρ. Μαργαρίτα
Μπονάτσου
εκδόσεις Καστανιώτη
Ο πατέρας. Ο Πάστορ Παγάν ξέρει να κλείνει το μάτι. Είναι επαγγελματίας στο κλείσιμο του ματιού. Θεωρεί το κλείσιμο ματιού -μόνο του ενός- μια μορφή ευγένειας. Όλοι οι γνωστοί του κάνουν τις δουλειές τους με ένα κλείσιμο του ματιού. Ο διευθυντής της τράπεζας όταν δίνει ένα δάνειο. Ο ταμίας όταν παίρνει μια επιταγή. Ο διοικητικός όταν του την δίνει. Ο λογιστής όταν κάνει τον ηλίθιο και δεν την καταχωρεί. Ο εκπρόσωπος του αφεντικού όταν του δίνει εντολή να πάει τράπεζα. Ο πορτιέρης. Ο οδηγός. Ο κηπουρός. Η υπηρέτρια. Όλος ο κόσμος του κλείνει το μάτι. Κλείνουν το μάτι τα φώτα των αυτοκινήτων, τα φανάρια της κυκλοφορίας, οι αστραπές στον ουρανό, τα χόρτα στη γη και οι αετοί στον ουρανό, για να μη μιλήσουμε για τα αεροπλάνα που πετούν όλη μέρα πάνω από το σπίτι του Παστόρ Παγάν και της οικογένειάς του.
Jacobs
Γεννήθηκα Σκλάβα. Επεισόδια από τη ζωή μιας νεαρής σκλάβας γραμμένα από την Ινδία
μτφρ. Στέλλα Κωνσταντινέα
εκδ. Αιώρα
Γεννήθηκα σκλάβα, αλλά δεν το ήξερα. Το κατάλαβα μόνο αφότου πέρασαν έξι ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου. Ο πατέρας μου ήταν μαραγκός. Τον θεωρούσαν ικανό και επινοητικό στη δουλειά του, τόσο που όποτε ήταν να χτιστεί ένα κτήριο καλύτερο από τα συνηθισμένα, τον καλούσαν ακόμα και από μακριά για να αναλάβει αρχιμάστορας. Του επιτρεπόταν να εξασκεί την τέχνη του και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, με αντάλλαγμα να αποδίδει στην κυρία του διακόσια δολάρια το χρόνο και να καλύπτει μόνος τις ανάγκες του. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να εξαγοράσει την ελευθερία των παιδιών του, αλλά παρόλο που πολλές φορές προσφέρθηκε να δώσει ό,τι είχε και δεν είχε, δεν τα κατάφερε. Το χρώμα των γονιών μου ήταν ανοιχτό καφεκίτρινο και τους έλεγαν μουλάτους.
Roberto Bolaňo
Πουτάνες Φόνισσες
μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου
εκδόσεις Άγρα
Τι σου είναι η ζωή, ο Μαουρίσιο Σίλβα, γνωστός και ως Μάτι, πάντοτε προσπαθούσε να αποφεύγει τη βία, την αληθινή βία, δεν μπορεί να την αποφύγει κανείς, όχι εμείς τουλάχιστον, πού γεννηθήκαμε στη Λατινική Αμερική στη δεκαετία του '50, όσοι ήμασταν γύρω στα είκοσι στην εποχή που πέθανε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Η περίπτωση του Ματιού είναι υποδειγματική και παραδειγματική και ίσως δεν είναι μάταιο να την ξαναθυμηθώ, κυρίως τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια πια.
Τον Ιανουάριο του 1974, τέσσερις μήνες μετά το πραξικόπημα, ο Σίλβα το Μάτι έφυγε από τη Χιλή. Πρώτα πήγε στο Μπουένος Άιρες, μετά οι κακοί αέρηδες που φυσούσαν στη γειτονική δημοκρατία τον έφεραν στο Μεξικό, όπου έζησε κανά-δυο χρόνια και όπου τον γνώρισα.
Edgardo Cozarinsky
Ο Μολδαβός Σωματέμπορος
μτφρ. Αλίκη Βασώνη
εκδ. Πάπυρος Letras
«Οι ιστορίες δεν επινοούνται, κληρονομούνται».
Ο γέρος μιλούσε με χαμηλή, αλλά σταθερή φωνή.
«Είναι επικίνδυνο να επινοεί κανείς ιστορίες. Έτσι και βγουν καλές, στο τέλος γίνονται πραγματικότητα, μετά από κάποιον καιρό διαδίδονται, και τότε δεν έχει πια σημασία αν επινοήθηκαν, γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα τις έχει ζήσει».
Καθάρισε τον λαιμό του και, ύστερα από μια παύση, πρόσθεσε:
«Εμένα, πάντως, δεν μ' ενδιαφέρουν οι ιστορίες».
Η νοσοκόμα πλησίασε με κάτι κουβέρτες. Το επαγγελματικό της χαμόγελο δεν μετρίασε τον αυστηρό τόνο της φωνής της.
«Ο παππούς δεν είναι συνηθισμένος να δέχεται επισκέψεις. Σε λίγα λεπτά θα σερβίρουν το βραδινό και, αν δεν ξεκουραστεί προηγουμένως, θα του πέσει βαρύ».
Τζον Ντίξον Καρ
Ο ασώματος άνθρωπος
μτφρ. Νεοκλής
Γαλανόπουλος
εκδόσεις Τόπος
Το φόνο του καθηγητή Γκριμό, και εν συνεχεία το εξίσου απίστευτο έγκλημα στην οδό Καλιόστρο, θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει «εξωπραγματικά γεγονότα» - και δεν θα απείχε από την πραγματικότητα. Οι φίλοι του δρος Φελ, στους οποίους αρέσουν τα «αδύνατα» εγκλήματα, δεν θα βρουν κανένα αίνιγμα πιο μυστηριώδες ή τρομακτικό στο αρχείο των υποθέσεών του. Δηλαδή: διαπράχθηκαν δύο φόνοι, με τέτοιο τρόπο ώστε ο δολοφόνος θα πρέπει να ήταν όχι μόνο αόρατος, αλλά και ελαφρύτερος από τον αέρα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, αυτό το άτομο σκότωσε το θύμα του και κυριολεκτικά εξαφανίστηκε. Και πάλι σύμφωνα με τις μαρτυρίες, σκότωσε το δεύτερο θύμα του στη μέση μιας έρημης οδού, με παρατηρητές και στη μία και στην άλλη άκρη της˙ κι όμως, κανείς δεν τον είδε και καμία πατημασιά δεν υπήρχε στο χιόνι.
Jean-Francois Dauven
Ο σολίστας
μτφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος
εκδόσεις Πόλις
Οι γέροι, ως συνήθως, έχουν την εντύπωση ότι ποτέ δεν ένιωσαν να κρυώνουν τόσο πολύ. Ο ανατολικός άνεμος έρχεται με δύναμη από την εξοχή. Παγωμένες ριπές στροβιλίζονται στα σταυροδρόμια, μετά λοξοδρομούν, κοντανασαίνουν, ξαναδυναμώνουν και ξεχύνονται προς τις αποβάθρες, και ακόμη πιο μακριά. Σαν να θέλουν να επιτεθούν στη θάλασσα και να την απωθήσουν.
Είναι αργά. Όσοι μπορούν, κοιμούνται εδώ και ώρα. Στην οδό Λιμεναρχείου όλα τα κτήρια είναι βυθισμένα στο σκοτάδι. Οι προσόψεις τους, στο χρώμα της ώχρας, έχουν ξεχάσει τον καλοκαιρινό ήλιο, που λίγο καιρό πριν αντανακλούσαν τη ζέστη και τη λάμψη του. Στον αριθμό 24, ένα παράθυρο είναι ακόμη φωτισμένο. Ένα και μοναδικό. Η Φλοράνς Φονβιέγ είναι εξουθενωμένη. Σκύβει το κεφάλι με ένα χασμουρητό και τα μαύρα της μαλλιά πέφτουν στα μάτια της.
Τζέννυ Έρπενμπεκ
Παιχνίδι με τις λέξεις
μτφρ. Αλέξανδρος
Κυπριώτης
εκδόσεις Ίνδικτος
Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουνε αλλά να μη βλέπουνε τίποτα; Προς τι τα αφτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μες το κεφάλι μου;
Αυτά, εγκεφαλική έλικα εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό.
Πατέρας και μητέρα. Μπάλα. Αυτοκίνητο. Αυτά ίσως οι μόνες λέξεις που ήταν σώες όταν τις έμαθα. Κι αυτές ύστερα λάθος, ξεριζωμένες από μέσα μου και φυτεμένες από την άλλη πάλι, τ' αντίθετο της μπάλας πάλι μπάλα, του πατέρα και της μητέρας πατέρας και μητέρα. Τι είναι αυτοκίνητο; Όλα τ' άλλα λόγια εκ των προτέρων με τη μισή σιωπή βάρος μολύβι στα πόδια, έτσι όπως το φεγγάρι κουβαλάει πάνω του τη σκοτεινή πλευρά του
σχόλια