Ο τίτλος είναι ειλημμένος από μια ατάκα του Λουκά, του κοντινότερου και σταθερότερου φίλου της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, η ζωή της οποίας αφηγηματοποιήθηκε κινηματογραφικά σε μια ελληνική παραγωγή που συζητήθηκε αρκετά τις τελευταίες μέρες. Η φράση ίσως είναι δημιουργική επαναδιατύπωση του «πούστης» που στη στρατιωτική αργκώ σημαίνει κοτόπουλο. Κοτόπουλο με πατάτες λοιπόν. Μήπως όμως σερβιρισμένο με ισχυρές δόσεις χοντροκομμένης ομοφοβίας; Η θέση μου είναι πως είναι προβληματικό να δούμε την ταινία με τα γυαλιά της ομοφοβίας ως αναλυτικό εργαλείο, γιατί μια τέτοια θέαση θα ήταν φοβικότερη και ελιτίστικη.
Τις τελευταίες μέρες πάντως διαβάζω διάφορα παράπονα και κριτικές για την κινηματογραφική αναπαράσταση του φίλου της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ταινία Ευτυχία (σκηνοθεσία Άγγελος Φραντζής, σενάριο Κατερίνα Μπέη).
Η κριτική συνοψίζεται στην αναπαράσταση του ομοφυλόφιλου χαρακτήρα με όρους καρικατούρας. Αξιοχλεύαστος, υπερσεξουαλικοποιημένος, γραφικός, να ακκίζεται και να ασχολείται με τις εργασίες του σπιτιού. «Γλίτσα», που «έχει ξεδιψάσει όλη τη χωροφυλακή». Οπισθοχώρηση σε προηγούμενες δεκαετίας και εύκολες σκηνοθετικές και σεναριακές φόρμες ως προς την απεικόνιση της ομοερωτικής επιθυμίας.
Ομοφοβία είναι να μας σοκάρει η φράση «ένας πούστης με πατάτες» όταν προβάλλεται αυτοπροσδιοριστικά, να μας προκαλεί πανικό το καλιαρντό ξεκατίνιασμα δύο φίλων και να ζητάμε ακτιβιστικά εχέγγυα από ένα φτωχοδιάβολο της προμεταπολιτευτικής κοινωνίας.
Κατανοώ τη κριτική, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη τη βία των αναπαραστάσεων που δεκαετίες πέφτει στα κεφάλια των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων. Η ενστικτώδης αντίθεση στην ταινία εκπηγάζει από αυτές τις συλλογικές μνήμες: οι κωμωδίες με τον Παράβα, ο καλλιτέχνης/μόδιστρος ομοφυλόφιλος, ο γκέι ως μια χαίνουσα πηγή δυστυχίας. Είναι αξιοσημείωτο βέβαια πως η οδύνη της μνήμης συνέχει με μια λεπτή ειρωνεία και τους queer ανθρώπους, αλλά και την ηρωίδα της αφήγησης της οποίας η πρώτη φράση είναι «δεν ήθελα να θυμάμαι».
Η γνωριμία του Λουκά (Θάνος Τοκάκης), περί ου ο λόγος, με την πρωταγωνίστρια γίνεται στην αυλή του σπιτιού που έχει μετακομίσει αυτή (Κάτια Γκουλιώνη, Καρυφυλλιά Καραμπέτη) με τη μητέρα της και με τη μία της κόρη μετά τον χωρισμό της. Αναθέτοντάς του ως θέλημα να αγοράσει τσιγάρα, προκαλεί την έκπληξη του νεαρού Λουκά για το ποσό που του δίνει. «Όλο το εργοστάσιο θα πάρω, μωρή κυρά;» Η Ευτυχία αμέσως μετά ορθά κοφτά απορρίπτει τον χαρακτηρισμό της μητέρας «δεντρογαλιά» και τον αντικαθιστά με ένα στέρεο «πούστης είναι». Χωρίς οργή, απαξία, έκπληξη, βδελυγμία και ταραχή.
Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο Λουκάς άλλωστε; Είμαστε στις αρχές του ελληνικού Μεσοπολέμου, και δεν υπάρχουν άλλοι διαθέσιμοι ρητορικοί πόροι, για να αντλήσει κανείς στη νοηματοδότηση του σεξουαλικού εαυτού. Η ομοφυλοφιλία per se αφαιρείται από τον ποινικό κώδικα το 1951. Ο Λουκάς δε θα είναι «ομοφυλόφιλος» και πολλώ δε μάλλον δυτικού τύπου «γκέι». Δε θα είναι όμως και «κίναιδος» όπως σπεύδουν να τον χαρακτηρίσουν κάποιοι συνάδελφοι της Ευτυχίας. Θα είναι πούστης και την ίδια στιγμή περισσότερο «άντρας» από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες, όπως λέει η ηρωίδα σε μια έκρηξη αγανάκτησης όταν μαθαίνει ότι άνθρωποι από το καλλιτεχνικό συνάφι παραπονιούνται για τη διαρκή παρουσία του Λουκά στις συναντήσεις τους με την Ευτυχία. Η απάντηση στην ομοφοβία γίνεται φυσικά με ουσιοκρατικές αναφορές, την ταύτιση δηλαδή του άντρα με την εντιμότητα, τη ντομπροσύνη και την ευθύτητα.
Αλλά δεν ξέρω σε τελική ανάλυση τι κερδίζουμε αν φορέσουμε την Judith Butler στον ελληνικό μεσοπόλεμο.
Η γενέθλια στιγμή της φιλίας της Ευτυχίας και του Λουκά είναι όταν τον υπερασπίζεται από τα αγόρια της γειτονιάς που του κλέβουν τα ρέστα θυμίζοντάς μας το ομώνυμο διήγημα του Κώστα Ταχτσή. Ο συγγραφέας αντλεί από μια κομβική αφήγηση της queer ελληνικής λογοτεχνίας.
Το να χαρακτηρίσουμε ομοφοβική την ταινία είναι μια πράξη που ξεριζώνει τους τρόπους ζωής, τους κώδικες και την κουλτούρα μιας ολόκληρης γενιάς «κουίρ» ανθρώπων. Είναι μια ταφόπλακα στους ευφάνταστους τρόπους, στους μηχανισμούς άμυνας, στο χιούμορ και στην ανθεκτικότητα ανθρώπων που αντιπάλευαν κάθε μέρα την ομοφοβική κοινωνία. Είναι σα να θέλουμε να σιγήσουν τα καλιαρντά τους αστεία, η σεξουαλική τους τόλμη, οι οικογένειες που συγκρότησαν, οι συμμαχίες που συνήψαν. Γιατί ο Λουκάς οικοδομεί μια οικογενειακότητα αρκετά λειτουργική. Ναι μεν εικονίζεται να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, όπως πολλοί γνωστοί μου επισήμαναν, αλλά είναι η συγκολλητική ουσία του σπιτιού. Κρατάει τα μυστικά, θρηνεί στις θλίψεις, τον συνεπαίρνουν οι χαρές, στηρίζει και στηρίζεται. Με τη συντροφιά ενός μπάφου παρηγορείται από την Ευτυχία για τον πρόσφατο χωρισμό του και ο δεύτερος συντροφός της – αστυνομικός στο επάγγελμα – του απευθύνεται με έγνοια, «μη στενοχωριέσαι, βρε Λουκά».
Ομοφοβία είναι να μας σοκάρει η φράση «ένας πούστης με πατάτες» όταν προβάλλεται αυτοπροσδιοριστικά, να μας προκαλεί πανικό το καλιαρντό ξεκατίνιασμα δύο φίλων και να ζητάμε ακτιβιστικά εχέγγυα από ένα φτωχοδιάβολο της προμεταπολιτευτικής κοινωνίας. Το «παλουκούσου κάτω, μωρή κουρούνα» που απευθύνει ο Λουκάς στην Ευτυχία είναι μια υφολογική γενεαολογία των καλιαρντών, ντυμένο με τόση αγάπη και οικειότητα που κάνει τη μομφή για ομοφοβία αστεία.