Η Μαρία Μήτσορα (συγγραφέας) μιλάει για το παιδικό βιβλίο Η Μυρτώ και το αρκουδάκι της.
Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή ήταν συμπτωματικό ως προς το περιεχόμενό του, αλλά πρώτο αυτό μου αποκάλυψε τη λευκή μαγεία της ανάγνωσης. Επίσης, στις σελίδες του διαισθητικά ανακάλυψα ότι για μένα, αντίθετα από αυτό που λέγεται, η κάθε λέξη έχει την ισχύ χιλίων εικόνων.
Το έλεγαν Η Μυρτώ και το αρκουδάκι της. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με πυρετό, συλλαβίζοντας αργά, όταν ξαφνικά σχίστηκε το παραπέτασμα του ναού των λέξεων και μπόρεσα να διαβάσω την ιστορία της Μυρτώς, που ήταν όπως εγώ, ξαπλωμένη και κρυολογημένη. Το αρκουδάκι της, μόλις ζήτησα να μου κλείσουν τη πόρτα τάχατες για να κοιμηθώ, μας πήρε και τις δύο μαζί του σε ένα ταξίδι πάνω σε χιόνι χλιαρό, όπου η κάθε νιφάδα ήταν ένα πολύτιμο πετράδι κρεμασμένο από μια μικροσκοπική άσπρη ομπρέλα. Δρόμο παίρνοντας και δρόμο αφήνοντας, συναντήσαμε πολλά άγρια ζώα που ήταν ευγενικά μαζί μας. Ακόμα και μια κάτασπρη τίγρη που είχε το χάρισμα του λόγου και μας ευχήθηκε να γίνουμε γρήγορα καλά και να είμαστε καλές μαθήτριες. Αυτό το τελευταίο δεν με ενθουσίασε - θα προτιμούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ξαπλωμένη, ταξιδεύοντας κρυφά.
Τα πρώτα εκείνα μάγια διαλύθηκαν απότομα, όταν η μητέρα μου άνοιξε την πόρτα για να μου φέρει ένα πιάτο κοτόσουπα. Θυμάμαι ακόμα την κραυγή της, καθώς για μερικά δευτερόλεπτα της φάνηκε ότι στεκόταν απέναντι σε ένα άδειο κρεβάτι.
Η Άντζελα Δημητρακάκη (συγγραφέας και ακαδημαϊκός) μιλάει για το Όσα παίρνει ο άνεμος της Μάργκαρετ Μίτσελ.
Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή ήταν -έστω και αν κοκκινίζω που το λέω- το Όσα παίρνει ο άνεμος. Μάλλον γιατί το διάβασα σε ηλικία 12 ετών, ηλικία στην οποία αναζητούσα προφανώς γυναικείο role model - έστω και εν αγνοία μου, δηλαδή υποσυνείδητα. Σε συνειδητό επίπεδο τα είχα χαμένα και υποψιαζόμουν ότι ακολουθούσαν δύσκολα χρόνια, στα οποία θα χρειαζόμουν ένα στήριγμα πέρα απ' τα συνηθισμένα, μια imaginary friend. Μεγάλη ατραξιόν του βιβλίου ήταν ασφαλώς η κεντρική ηρωίδα, η Σκάρλετ Ο' Χάρα, ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφα τουλάχιστον ως τα 14 τα διάφορα λευκώματα και ημερολόγια φίλων που κυκλοφορούσαν τότε. Η Σκάρλετ ήταν η προσωποποίηση της αποφασιστικότητας και της άγριας επιθυμίας για ζωή. Μπορούσε να κάνει τα πάντα για να επιζήσει, αλλά και για να ζήσει, δούλευε σκληρά κι ερωτευόταν σκληρότερα (γενικά σε σχέση με τα γυναικεία πρότυπα της εποχής θεωρούνταν «σκληρή»), δεν νιαούριζε μυξοκλαίγοντας και αποδεχόμενη τη μοίρα της. Αλλά, κυρίως, είχε αυτό το χάρισμα: ενώ όλα είχαν πάει στο διάολο, η Σκάρλετ δεν παραδεχόταν ποτέ ότι ηττήθηκε ή απέτυχε. Πήγαινε για ύπνο κι έλεγε στον εαυτό της «αύριο είναι μια καινούργια μέρα, θα σκεφτώ μια λύση». Αυτή η προσέγγιση στη ζωή ήταν τόσο αντίθετη με τον χαρακτήρα μου, που έπαθα σοκ όταν διαπίστωσα ότι υπάρχει. Από 12 ετών προσπαθώ να φερθώ με το ίδιο πνεύμα αποφασιστικότητας (παρά αισιοδοξίας), αλλά σπανίως τα καταφέρνω. Επιμένω όμως, γιατί πλέον, ύστερα από τόσα χρόνια, αυτή η προσέγγιση μού φαίνεται απολύτως φυσική. Βέβαια, τη Σκάρλετ στο βιβλίο την παρακολουθούμε ως τα 28, ενώ εγώ συνεχίζω το ίδιο βιολί ως τα 41. Από ένα σημείο και μετά είναι κάπως κουραστικό να πιστεύεις στο αύριο. Μάλλον πρέπει να βρω ένα καινούργιο βιβλίο να μου αλλάξει τη ζωή.
Ο Δημήτρης Τάρλοου (ηθοποιός και μεταφραστής) μιλάει για τους Αδελφούς Καραμαζόφ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Ξαπλώνω στα ζεστά βράχια μιας απομονωμένης παραλίας των Λειψών και κρατώ στα χέρια μου μια όμορφη, δερματόδετη, παμπάλαια έκδοση των Αδελφών Καραμαζόφ. Αυτός ο μήνας κι αυτό το βιβλίο-μύθος υπήρξαν για μένα σημαντικά. Ο Μ. Καραγάτσης το λάτρευε κι είχε ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή, τον Μίτια, υποκοριστικό στα ρώσικα του Δημήτρη.
Δημήτρης κι αυτός (αν τυχόν δεν το ξέρετε), ένιωθε να βρίσκεται κοντά στη βίαιη παραφορά, μα και την υπέρμετρη ευαισθησία, την αυτοκατοστροφική μανία, αλλά και την εντιμότητα του ήρωα. Εγώ δεν τολμούσα να το αγγίξω για χρόνια, μάλλον από φόβο. Όταν μπήκα στο μυθιστόρημα, μαγεύτηκα κι έκλαψα γοερά για πολλά. Μαλάκωσε για πάντα η ψυχή μου και ξεκουράστηκε στα διαυγή νερά των βασανισμένων αυτών ψυχών. Αγάπησα βαθιά τον Καραγάτση, που τόσο αγάπησε αυτό το βιβλίο, κι έφυγα από τους Λειψούς με το βλέμμα παιδιού που συνειδητοποιεί για πρώτη φορά την ύπαρξη του θανάτου.
Η Έρση Σωτηροπούλου (συγγραφέας) μιλάει για την ποίηση του e.e.cummings και του Gozo Yoshimasu.
Τα ποιήματα του e.e.cummings. Δεν ξέρω αν μου άλλαξαν τη ζωή, αλλά επιβεβαίωσαν έναν θαυμαστό κόσμο που μόνο υποψιαζόμουν ότι υπάρχει. Στη μουντή Πάτρα της δικτατορίας, ήμουν δεκατεσσάρων χρονών τότε, αυτά τα ποιήματα ήταν μια χειρονομία ανατρεπτική, ικανή να χρωματίσει παράφορα την γκρίζα ατμόσφαιρα του σχολείου και της συντηρητικής πόλης. Δεν είχαν βγει ακόμα σε βιβλίο, ήταν χειρόγραφα σε μετάφραση Σωκράτη Σκαρτσή. Η ποίηση τού e.e.cummings άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα και τον τρόπο που έγραφα.
Και χρόνια αργότερα, στη Ρώμη, σε μια περίοδο ψυχικής καθίζησης. Βρισκόμουν μέσα σ' ένα ταξί κι άνοιξα το βιβλίο που μου είχαν στείλει. Ήταν τα ποιήματα του Gozo Yoshimasu. Θυμάμαι την επωδό «Παρακαλώ, ψαράδες, μην κλαίτε». Τα διάβασα με τρεμάμενα χέρια. Αφού μπορούν να γράφονται τόσο ωραία ποιήματα, είπα μέσα μου. Μέσα σε λίγα λεπτά πήρα την απόφαση να παραιτηθώ και να γυρίσω στην Αθήνα.
Ο Κωνσταντίνος Βήτα (μουσικός) μιλάει για την Καινή Διαθήκη
Όταν ήμουν έφηβος δεν είχαμε πολλά βιβλία στο σπίτι, πάντα όμως υπήρχε η Καινή Διαθήκη. Ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα, μαζί με την Ιλιάδα του Ομήρου. Από τότε μέχρι σήμερα διάβασα όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, όμως πάντα γυρνούσα στο πρώτο μου βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, το βιβλίο της ζωής. Εκεί βρίσκω την απλότητα της αλήθειας και της αγάπης, που σήμερα είναι πολύ μακριά από μας, από τον τρόπο που ζούμε. Είναι ένα βιβλίο που δεν έχει καμία υπερβολή και αυτό είναι που με συναρπάζει κάθε φορά που το αγγίζω.
Η Λένα Διβάνη (συγγραφέας και ακαδημαϊκός) μιλάει για την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων
Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή είναι (παραδόξως ή ίσως όχι και τόσο...) μια μάλλον άθλια συντομευμένη/εικονογραφημένη έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων για πολύ μικρά παιδιά. Μου τη χάρισε ο μπαμπάς μου λίγο πριν πάμε στον γιατρό που θα μου έβγαζε τις αμυγδαλές μου. Διαβάζοντας μετά την επέμβαση, βούτηξα μέσα στο βιβλίο και ξέχασα και τον πόνο και την πείνα μου και την ακινησία μου σ' ένα θλιβερό κρεβάτι νοσοκομείου. Εκεί έμαθα στην πράξη τι υπέροχο εργαλείο θα ήταν για μένα τα βιβλία: θα δραπέτευα μ' αυτά, θα παρηγοριόμουν, θα μάθαινα, θα φάρδαινα, θα στένευα, θα άλλαζα!
Ο Νίκος Μπακουνάκης (δημοσιογράφος-αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) μιλάει για το Μηδέ ο Μαρξ, Μηδέ ο Χριστός του Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ.
Θα ήταν υπερβολή να έλεγα ότι κάποιο βιβλίο μού άλλαξε την ζωή. Θα αναφέρω όμως ένα βιβλίο που με έκανε να δω τα πράγματα καθαρότερα στην κρίσιμη ηλικία των 18 ετών, πριν από πολλά χρόνια, σε εποχές έντονης πολιτικοποίησης και σχεδόν βίαιης ένταξης -λόγω του κλίματος- σε διάφορα κόμματα και κομματάκια της αριστεράς. Πολύ πριν την πτώση του Τείχους, πολύ πριν το χλόμιασμα του υπαρκτού σοσιαλισμού, το δοκίμιο του Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ Μηδέ ο Μαρξ, Μηδέ ο Χριστός, που είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις Ράππας, μου έδειξε μερικούς δρόμους που δεν τους είχα φανταστεί. Ο συγγραφέας μάς έλεγε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ η δεξαμενή όπου βρίσκονταν όλοι οι τύποι των συγκρούσεων ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κι ότι στο τέλος του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα μια επανάσταση θα ξεκινούσε από κει. Δεν αναφερόταν βέβαια σαφώς στην τεχνολογική επανάσταση που ζούμε σήμερα, αλλά το δοκίμιο του Ρεβέλ σε προκαλούσε να σκεφτείς πράγματα που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να τα διακρίνεις πίσω από την ασπρόμαυρη κουρτίνα της πρώτης μεταπολιτευτικής εποχής.
σχόλια