Στο taf bar, σε μια στροφή των Πινκ Μαρτίνι, πέφτω πάνω στις διεθνείς Sylvie Bourban και Μάγδα Γιαννίκου που χαμογελούν ακατάπαυστα και σαλσάρουν περισσότερο.
Συντονιζόμαστε με τη μία και με ό,τι βάζει ο DJ Ιζνογκούντ που ξέρει. Μαρία Κάλλας, Τζέιμς Μπράουν, Γουέιτς. Είμαι η μεγαλύτερη θαυμάστρια του Τομ Γουέιτς, ανακοινώνει η Συλβί, ορκίζομαι, τον ξέρω όλο. Κι εγώ η τριακοστή όγδοη φαν. Το επόμενο τραγούδι «μοιάζει Γουέιτς αλλά δεν είναι», συμφωνούμε. Την τύφλα μας συμφωνούμε: ο Ιζνογκούντ ανακοινώνει ότι είναι, η Συλβί χάνει το ροζ χρώμα της και τον τίτλο της. Αν είχε καπέλο, θα το είχε φάει. Εγώ, ως τριακοστή όγδοη φαν του Γουέιτς, τον διατηρώ - πού να κατρακυλήσω δηλαδή, στην πεντηκοστή πέμπτη; Η Συλβί πασάρει χαρτάκια στον Ιζνογκούντ, όπου της σημειώνει τα ωραία τραγούδια. Όπως: «Sweet little bullet from a pretty blue gun» - Tom Waits, «Tupelo» - του John Lee Hooker, «Just right tonight» - Aretha Franklin.
Αποδεικνύονται μουσικοί σε μια μπάντα «σαν πιο τζαζ Πινκ Μαρτίνι με γαλλικό στίχο». Μ' αρέσουν οι Πινκ Μαρτίνι. Όταν η Μάγδα χορεύει σαστίζω, κατά τη γνώμη μου είναι μαύρη, είναι οφθαλμαπάτη, σαν την Έιμι Γουάινχαουζ. «Χα», λέει, «είμαι λίγο». «Μαύρη απ' τα Κουφονήσια;», ρωτάω, διότι κρατάει η ηλιοθεραπεία. «Μαύρη από την Αιθιοπία κατά το ένα όγδοο», λέει. «Το ήξερα», φωνάζω, «άσε που μου θυμίζεις την Έιμι.» «Μα, εσύ είσαι η Έιμι», φωνάζουν ταυτόχρονα, «έχεις και μια λάμψη, σε συζητούσαμε πριν». «Είναι από το κρακ», λέω. «Αχ, βγάλτε με στο κλαρί, θέλω να τραγουδάω και να χορεύω, πώς έμπλεξα με το γράψιμο» - μοναξιά, παράνοια, ακτινοβολία από τον υπολογιστή με τις πιτζάμες, οι κριτικοί να σ' ανεβάζουν και κατεβάζουν σαν γιογιό· να σ' ενοχλεί ο καθένας όταν πιτζαμο-δουλεύεις, λέγοντας, «σόρι, νόμιζα ήσουν στο Φέισμπουκ». Γιατί, ρε μάνα, δεν με έστειλες στον χορό όταν ήμουν εφτά, μόνο μου έσπρωχνες παραμύθια από τα τέσσερα; Προλαβαίνω ν' αλλάξω καριέρα; «Ναι», λένε ομόφωνα, είμαστε για τα πανηγύρια. Ονειροπολώ για λίγο -τι είχαν μέσα οι μπίρες;- ότι φτιάχνουμε ένα χιπ χοπ τσατσά με ενσωματωμένες άριες από Κάλλας που ηχογραφούμε στο σπίτι αλά Cocorosie. Και η μπάντα λέγεται «Pink cheeks, 1/8 black & Shamy» - αυτή είμαι εγώ. Η Έιμι της ντροπής.
Φροντ, μπακ, τσα τσα τσα. H Μάγδα μού μαθαίνει τσατσά και ένα φοβερό σάλσα του δρόμου, που ξέρει από τους Κολομβιανούς. Τι άλλο σου μαθαίνουν οι Κολομβιανοί; «Δεν χρειάζομαι σκόνες», λέει το προφανές, αφού έπεσε στη χύτρα όταν ήταν μικρή. Τι σύμπτωση, και οι δικοί μου ναρκομανείς τα ίδια λένε για μένα. Πάντως, υπάρχουν άνθρωποι που χορεύουν τέλεια σάλσα υπό την επήρεια κόκας - στην Κολομβία. Μου εξηγεί ότι όλα τα τραγούδια της είναι για την αγάπη, για γκόμενους που άφησε ή την άφησαν, δεν μπορεί να γράψει για κάτι άλλο, αυτό είναι το θέμα. Εγώ το αραιώνω με άλλα πράγματα στα βιβλία μου για να μη φανώ ρηχή, ένα βιβλίο έγραψα για γκομενικό και μου την πέσανε, Μάγδα γύρνα στη Νέα Υόρκη, εδώ θα φας κράξιμο.
«Πώς είναι οι σαξοφωνίστες;», ρωτάω τη Συλβί που έχει γνωρίσει πολλούς. «Μπα», λέει, «εμένα η φάση μου είναι οι μπασίστες, που είναι όλοι μαύροι, εκεί έχω τάργκετ γκρουπ, επειδή, ξέρεις, είμαι σε σχήμα μπάσου» - κοιτάω καλύτερα, δεν βλέπω κάτι περιττό, αλλά έτσι είναι οι γυναίκες: αναίτια ανασφαλείς. Όσο υπάρχουν μπασίστες, δηλαδή. «Ναι, θα είμαι οk!», γελάει. «Χμ», λέω, «εγώ δεν έχω βρει ακόμη την κατηγορία μου, μ' άρεσε ένας σαξοφωνίστας παλιά, αλλά είμαι επηρεασμένη από τα κόμικς». Μετά βρίσκουν άψογη την μαντσεστεριανή προφορά μου - το κόλπο για να έχεις φοβερή προφορά σε μια γλώσσα είναι να μην είναι η μητρική γλώσσα των συνομιλητών σου. Για κάνα λεπτό πιστεύω ότι έχω γεννηθεί για την πίστα και στο Μάντσεστερ. Μετά τρώω ένα χαλασμένο φιστίκι και συνέρχομαι, τι είναι η ζωή, ένα φιστίκι είναι, άλλος το τρώει και χαίρεται κι άλλος το τρώει και... ξέρετε.
Αμάν, σκέφτομαι: όλο σκέφτομαι, έχω βαρεθεί να σκέφτομαι, θέλω να σταματήσω. Μόνο σε δύο περιπτώσεις δεν σκέφτομαι. Η μία είναι όταν χορεύω.
Η Συλβί λέει ότι έπαθε με τους άντρες στην Ελλάδα, με τα Κάμπερ, τις δερμάτινες καπνοθήκες και τα κουρέματα, πώς είναι τόσο στυλάτοι; Θυμάμαι τους Ελβετούς που είναι λίγο μπεζ, λίγο γαλαζοπουκάμισοι και την καταλαβαίνω. «Να, δες αυτόν», λέει, «είναι και ωραίος!». Τις προάλλες έβγαλε μια μικρή τσιρίδα όταν είδαν κάτι γυμνούς πανέμορφους στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. «Και τι σημασία έχει που ήταν γκέι; Ήταν υπέροχο να τους κοιτάς, είχαν αισθητικό ενδιαφέρον». Να κάποια που κοιτάζει έναν αντρικό κώλο από «αισθητικό ενδιαφέρον»! Βρήκα αδελφή ψυχή. Στην Ελβετία, θα μου πεις. Ε, τι να κάνουμε! Φαίνεται ότι και μέσα στην αποστείρωση ανθίζουν αθώα, ενθουσιώδη, ετοιμοκόκκινα μάγουλα. Και σκέφτομαι (πάλι σκέφτομαι) ότι είναι το είδος των ανθρώπων που μ' αρέσουν, αυθόρμητες, ακραία ζωντανές, μη ανταγωνιστικές με τις άλλες γυναίκες. Η Συλβί φεύγει αύριο. Θα επαναφέρει τα καταρόζ μάγουλά της στην Ελβετία, κατεβάζοντας το Ποσοστό Ροδαλότητας Επιδερμίδας της Αθήνας. Η Μπάντα Μάγκντα, όμως, παίζει στο Μπακαρό όπου να 'ναι.
σχόλια