Εδώ είναι το σπίτι μου τώρα

Εδώ είναι το σπίτι μου τώρα Facebook Twitter
0

Η ταμπέλα στη σομόν αίθουσα αναμονής λέει «Ώρες επισκέψεων: 17:00-20:00». Δίπλα ακριβώς, πάνω από τους φθαρμένους δερμάτινους καναπέδες, υπάρχει ένα πόστερ για τη γρίπη των χοίρων: «Επισκέπτες συνοδοί προστατεύστε τον εαυτό σας και τους γύρω σας από τη γρίπη». Το τηλέφωνο χτυπάει για ώρα. Δεν απαντάει κανείς. Το Μερόπειο θεωρείται ένα από τα καλύτερα γηροκομεία της Αθήνας, ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου, μη κερδοσκοπικό φιλανθρωπικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1914. Το κτίριο που βρίσκεται στην Καλλιθέα είναι ολοκαίνουργιο. Άνοιξε πριν από πέντε χρόνια, όταν το πρώτο κτίριο του ιδρύματος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου (το οποίο το ίδρυμα παλεύει να επιδιορθώσει) πάλιωσε. Στο Μερόπειο στεγάζονται 33 ηλικιωμένες κυρίες. Έχει 17 άτομα προσωπικό: από νοσηλεύτριες μέχρι τραπεζοκόμους. Είναι πεντακάθαρο, η φροντίδα των ηλικιωμένων ειναι πρώτης τάξεως, οι νοσηλεύτριες παραμένουν στοργικές κι ευγενικές. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι εδώ είναι ένα μέρος που ερχεται κανείς για να πεθάνει.

12:00 «ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ»

Στο πάσο της κουζίνας είναι παρατεταγμένα δέκα μικρά πιατάκια. Έχουν μέσα μισό αυγό το καθένα, σαν μισοφέγγαρο. Το κάθε πιάτο έχει δίπλα ένα ποτήρι με χυμό. Είναι το δεκατιανό τους. Η ζωή ενός γηροκομείου κινείται γύρω από το φαγητό. Ξύπνημα, τουαλέτα, πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, βραδινό. Οι νοσηλεύτριες χρησιμοποιούν συχνά τη λέξη «μονοτονία». Στα δεξιά μας πέντε κυρίες καθισμένες γύρω από ένα τραπέζι βλέπουν τηλεόραση. Πάνω από τη μία κυρία στέκεται ένας κύριος γύρω στα 40. Κρατάει δυο πλαστικές σακούλες με πάμπερς. «Γεια σου μαμά», της ψιθυρίζει. Εκείνη τον κοιτάει για λίγο, δεν δείχνει να τον αναγνωρίζει. Ξαναγυρνάει στην τηλεόραση. Το στόμα της παραμένει ανοιχτό. Από τη βεράντα μια γυναικεία φωνή κάνει τις παραγγελίες της κουζίνας. «1 ψάρι, 1 κιλό κρεμμύδια, 3 μελιτζάνες φλάσκες, 2 πιπεριές, 2 κιλά λεμόνια, 15 μπανάνες», ενώ οι ηλικιωμένες παρακολουθούν ανέκφραστες μια εκπομπή μαγειρικής. «Γεια σας», μας λέει με προσποιητή ευθυμία ο επισκέπτης της αμίλητης κυρίας και αρχίζει να περπατάει προς το ασανσέρ. «Είναι θέμα περίπτωσης οι επισκέψεις», μου λέει η προϊσταμένη του ιδρύματος, η κ. Βάια Χατζηματζόγλου. «Υπάρχουν παιδιά που σκοτώνονται να σου φερουν ό,τι τους ζητήσεις, άλλοι τίποτα. Για κάποιους εδώ είναι πάρκινγκ. Κάποιοι δεν μπορούν να κρατήσουν τους γονείς τους στο σπίτι λόγω δουλειάς, αλλά σκίζονται να βοηθήσουν. Άλλους τους παρακαλάς να σου φέρουν τα φάρμακα. Συνήθως, οι γιαγιάδες δεν το καταλαβαίνουν. Δεν μπορείς να κρίνεις όμως, ούτε να κατηγορήσεις. Δεν ξέρεις η κάθε οικογένεια τι ανάγκες και τι προβλήματα έχει».

12:30 ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Η κ. Κατερίνα έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι, πάνω από τα σκεπάσματα. Στο κομοδίνο της έχει μια πλαστική ανθοδέσμη και μια φωτογραφία του '80 - ο γιος της με μαγιό και πλαστικές παντόφλες σε μια οργανωμένη παραλία. «Θα μιλάς δυνατά, δεν ακούω από το ένα αυτί. Λέω μήπως από το λούσιμο πήρε νερό, γιατί το κεφάλι μου κάνει γλου-γλου-γλου, αλλά το λέω και μου λένε ότι δεν είναι από το λούσιμο». Μου ζητά συγγνώμη που δεν έχει δόντια. Την ώρα που μιλάμε έρχεται σιγά-σιγα με ένα πι και η κυρία του διπλανού κρεβατιού. Της παίρνει ένα πεντάλεπτο να κατα- φέρει να σκαρφαλώσει σιγά-σιγά μόνη της στο κρεβάτι. «Είμαι γεννηθείσα το '20, τα 'χουμε τα χρονάκια μας. Γεννήθηκα στη Λιβαδειά, πολύ ωραίο μέρος. Πήγαινα με τον άντρα μου εξοχή. Η μια αδερφή μου είναι εκεί, περνάει μια χαρά, παντρεμένη. Χωράφια έχει και κότες... Στην Αθήνα ήρθα μικρή, εργάστηκα, να μην πω ψευτιές, προστυχιές, σε σπίτια καλά στην Καλλιθέα. Ακόμα τώρα με ζητάνε, να με βλέπουνε. Έκανα κι εγχείριση στο γόνατο. Τότε είχανε παρκέ χάμου, όχι όπως έχουνε τώρα οι τεμπέλες. Τρίψε, τρίψε το πάτωμα το γόνατό μου μάζεψε κι έγινε ένα αυγό πύον. Πόνοι, πόνοι... Με πήγανε τα αφεντικά μου στο νοσοκομείο, έκατσα έναν μήνα. Το 'βαλα σε ένα συρματένιο καλάθι μέσα για να μην το γυρίζω. Μετά γνώρισα τον άντρα μου. Ο άντρας μου με αγάπησε, τον αγάπησα κι εγώ. « Έχω καλό σκοπό» μου είπε, «να σε πάρω». Τον είδα κι εγώ, ωραίος ήτανε, γαλανός Κωνσταντινουπολίτης. «Θα σε πάω στη μαμά μου, να σε συστήσω», μου είπε και με πήγε στη μαμά του. «Τη θες την κοπέλα;», λέει αυτός. «Μαμά, για να την έχω εδώ, πάει να πει ότι τη θέλω. Και 'κείνη με θέλει». «Από την πόρτα έξω δεν θα βγει» είπε εκείνη. «Να μην ξαναδουλέψει σε σπίτια. Πάει, τελείωσε, να φτιαχτείτε και να πιάσετε ενα σπιτάκι». Κι έτσι έγινε. Ο άντρας μου ήταν τυπογράφος σε εφημερίδα. Θα 'τανε 70 χρόνων που πέθανε, καφές, τσιγάρο κι οι μηχανές εκείνες που είναι όλο μουντζούρα. Είμαι ευχαριστημένη εδώ μέσα. Τι κάνω; Πλένω; Μαγειρεύω; Στρώνω κρεβάτια; Τίποτα... Αλλά, αν είχα εγώ τον γιο μου σημερα, το λέει κι η Μαρίκα η κόρη μου, δεν θα 'μουνα εδώ μέσα. Ν' ακούσει γηροκομείο... ε, χτυπάει άσχημα». Δεν έχει κι άδικο. Το στίγμα του γηροκομείου υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα, ίσως γι' αυτό και το ποσοστό των Ελλήνων που διαλέγουν το γηροκομείο είναι τόσο μικρό. Η Πανελλήνια Ένωση Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων υπολογίζει πως υπάρχουν περίπου 120 μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων με δυναμικότητα γύρω στις 10.000 κλίνες. Το ποσοστό ειναι μηδαμινό - μιλάμε για το 1% των ηλικιωμένων στη χώρα μας. Κι όμως, τα γηροκομεία είναι οι επιχειρήσεις του μέλλοντος. Πολύ περισσότεροι απο μας, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές τουλάχιστον, θα καταλήξουν σε ένα γηροκομείο. Μέχρι το 2050 ο ένας στους τρεις Έλληνες (31,5%) θα είναι πάνω από 65 ετών. (Σήμερα το ποσοστό είναι 16,6%.) Παράλληλα, η άνοια κάνει θραύση (υπολογίζεται ότι ο αριθμός των πασχόντων από άνοια διπλασιάζεται κάθε 20 χρόνια - μέχρι το 2050 θα πάσχουν από άνοια 115,4 εκατομμύρια άτομα διεθνώς), ενώ η εκτεταμένη οικογένεια με παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες κάτω από την ίδια στέγη αρχίζει να γίνεται όλο και λιγότερο συνηθισμένη. Όχι ότι το να έχει κανείς πολλά παιδιά σημαίνει οτι θα γλιτώσει το γηροκομείο. «Μια περίπτωση που ήρθε πριν από 2 χρόνια είχε αρχή άνοιας - απλώς ξέχναγε», μου λέει η προϊσταμένη του ιδρύματος, η κ. Χατζηματζόγλου. «Το βίωσε πολύ άσχημα. Έκλαιγε κάθε μέρα, κι ακόμα κλαίει καμιά φορά. Είπε στην κόρη της "τώρα που σου μεγάλωσα τα παιδιά δεν με έχεις ανάγκη". Εκείνη την ημέρα που 'ρθε έκλαψα κι εγώ μαζί της. Είχε έξι παιδιά».

13:30 ΣΠΑΝΙΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟΙ

Στην κουζίνα κάποιες κυρίες τελειώνουν το φαγητό τους, ενώ η τηλεόραση παίζει τα νέα του Ant1. Η κ. Γεωργία κάθεται μόνη της, αγκαλιά με ένα θρησκευτικό περιοδικό που έχει την Παναγία της Τήνου στο εξώφυλλο. Τρώει μόνη της, σκυμμένη, το καρπούζι της από ένα γαλάζιο πλαστικό μπολάκι. «Γιατί επιλέξα- τε εμένα; Επειδή μιλάω; Στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Όχι ότι είμαι και τίποτα σπουδαίο δηλαδή». Βγάζει ένα ένα τα κουκούτσια, τακτικά, καθώς μου μιλάει. Δεν ακούει καλά. «Στις 7 Δεκεμβρίου θα κλείσω τα 91. Στις 18 Σεπτεμβρίου έκλεισα πέντε χρόνια. Αν μ' αρέσει εδώ; Ό,τι είναι συνυφασμένο με τα γηρατειά δεν είναι ωραίο. Σήμερα ξύπνησα με πόνους φοβερούς - υποφέρω πολύ. Αλλά, ως παραμονή, ως περιποίηση είναι πολύ καλά. Ευτυχώς, είναι και κοντά οι Άγιοι Πάντες. Η εκκλησία είναι το οξυγόνο μου. Ειμαι πολύ πονεμένη. Σήμερα έχω την επέτειο του παιδιού μου, που πέθανε προ δύο ετών. Σε μεγάλη ηλικία πέρασε η μπουλντόζα από πάνω μου και μου άφησε πολλά. Γεννήθηκα στην Πάρο. Ανήκα σε φτωχή, πολυμελή οικογένεια. Το είπα στον πνευματικό μου και μου είπε: «Αυτή είναι η φυσιολογική κατάστασις». Αλλά σήμερα είμαι τελείως μόνη μου. Όχι μόνο έχασα τα αδέρφια μου και τον σύζυγό μου, αλλά και το παιδάκι μου. Πολλές γέννες έκανε η μάνα μου, αλλά μείναμε 4 παιδιά - 2 αγόρια και 2 κορίτσια. Ο ένας, ο μεγάλος, χάθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο. Ήρθα στην Αθήνα τον Οκτώβρη του '45, ως εργαζομένη στο λογιστήριο της Eταιρείας Βάμβακος. Έφερα μαζί μου και τον αδερφό μου τον μικρό - σε λίγους μήνες σκοτώθηκε με το αυτοκίνητό του. Μετά πέθανε και η αδερφή μου κι έμεινα μόνη μου. Θέλησε ο Θεός και παντρεύτηκα και πήρα εναν καλό συνάδελφο. Ήταν ταμίας στην εταιρεία που δούλευα. Το μεγάλο μου έγκλημα ήταν πως δεν ήταν τόση η χριστιανική μου πίστη όταν ήταν η εποχή να τεκνοποιήσω για να φέρω και δεύτερο παιδί στη ζωή. Αλλά, δουλεύαμε και οι δυο στην ίδια εταιρεία κι επρόκειτο να κλείσει. Όταν ξεκινήσαμε τη ζωή μας την κοινή, ο σύζυγός μου κι εγώ αρχίσαμε από το μηδέν. Όχι σπίτι δεν βρήκαμε, αλλά ούτε ένα ρολόι! Ερωτοτροπούσα με το γηροκομείο, όταν το έβλεπα να χτίζεται εδώ, στην Καλλιθέα. Mε είδε μια ευγενεστάτη κυρία να χτυπάω την πόρτα - δεν ήταν ακόμα έτοιμο το κτίριο και μου είπε "Τι θέλετε;". Της είπα: " Ήρθα να δω αν είναι έτοιμο το κτίριο, γιατί βλέπω να έρχομαι εδώ". Ήθελα να έρθω. Κάποτε, προ πολλών ετών, μιλούσα με μια φίλη. "Καλύτερα να πάει κανείς μόνος του στο γηροκομείο, παρά να τον πάνε", της είπα». Η προϊσταμένη μού είπε αργότερα πως η κ. Γεωργία είναι από τις λίγες ηλικιωμένες που επέλεξαν να έρθουν από μόνες τους - πράγμα σπάνιο. «Συνήθως, τους φέρνει η οικογένεια», λέει η πρόεδρος του Μερόπειου Φιλανθρωπικού Σωματείου, η κ. Παπαοικονόμου. «Πάντα υπάρχει ζήτηση. Γιατί; Γιατί έχουν τις δουλειές τους και δεν μπορούν να έχουν άνθρωπο ή γιατί έχουν άνθρωπο και δεν μπορούν να τον επιβλέψουν. Γιατί δεν τους θέλει η νύφη ή ο γαμπρός. Και καμιά φορά και τα χρήματα δεν είναι αρκετά για έναν άνθρωπο. Σε μας κάποιος έχει τη νοσηλεία του, τη φροντίδα του το φαγητό του, τα πάντα».

15:00 ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ

Μιλάω με την προϊσταμένη στο γραφείο της, στο ισόγειο. « Ένας ηλικιωμένος είναι δύσκολο πράγμα για ένα σπίτι. Δεν ξέρουν και πολλά παιδιά πώς να τους βολέψουν, με αποτέλεσμα, όσο είναι κατάκοιτοι να παθαίνουν κατακλίσεις. Η κατάκλιση είναι ό,τι χειρότερο. Θέλει φοβερή φροντίδα και καθαριότητα. Εδώ δεν μυρίζει καθόλου. Σε άλλα γηροκομεία μυρίζουν από την είσοδο ούρα. Αυτό οφείλεται στο συχνό άλλαγμα των γιαγιάδων. Εδώ δεν υπάρχει γιαγιά κατουρημένη. Δεν είμαι τσιγκούνα στα πάμπερς, το λέω αυτό από την πρώτη στιγμή», μου διευκρινίζει. «Εμείς ανακουφίζουμε, βοηθάμε. Δεν τις αγαπάς όλες τις γιαγιάδες, τις πονάς όμως. Είναι και δουλειά και οικογένεια. Είναι δύσκολη η δουλειά μας. Πρέπει να αγαπάς πολύ τους ανθρώπους. Ξέρεις ότι θα φύγουν, ότι αυτή είναι η φυσική κατάληξη. Οι ηλικίες είναι μεγάλες: 91, 97, 100. Λυπάσαι που φεύγουν, αλλά το περιμένεις. Εμείς φροντίζουμε να τις ετοιμάσουμε ώστε να φύγουν αξιοπρεπώς».

18:00 ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΠΑΙΔΙΑ

Το Μερόπειο έχει τρεις ορόφους. Στον τελευταίο και στον τρίτο μένουν οι κυρίες που είναι «σε καλύτερη κατάσταση», ενώ στον δεύτερο βρίσκονται οι πιο βαριές περιπτώσεις, που δεν έχουν μεγάλη επικοινωνία με το περιβάλλον. Τα δωμάτια τρίκλινα, δίκλινα, μονά, έχει το καθένα την τιμή του - από 950 έως 1.500 ευρώ τον μήνα. Μοιάζουν μεταξύ τους: έχουν ξύλινα κρεβάτια με άσπρες πικεδένιες κουβέρτες, πλαστικοποιημένες εικόνες της Παναγίας και ραδιοφωνάκια στα κομοδίνα. Οι ηλικιωμένες είναι καθισμένες στο σαλόνι και βλέπουν αποχαυνωμένες τηλεόραση. Από το τζάμι φαίνονται οι πολυκατοικίες της Καλλιθέας κι ο συννεφιασμένος ουρανός. «Κορίτσια, τι κάνετε;», τις ρωτάει η νοσηλεύτρια με δυνατή φωνή. «Πώς είναι, κ. Μαρία, το μάτι σου;». «Πονάει ακόμα, όλο το βράδυ ταλαιπωριόμουνα», απαντάει η Μαρία. Στη γωνία κάθεται και η Κική. Η Κική είναι η εξαίρεση. Είναι εδώ 40 χρόνια - από 32 ετών. Και η διευθύντρια του ιδρύματος και η προϊσταμένη τη βρήκαν εδώ όταν ήρθαν. Μπήκε κατ' εξαίρεσιν εδώ, χάρη σε μια δωρεά με άδεια Πρωτοδικείου - πρόκειται ουσιαστικά γι' άτομο με ειδικές ανάγκες. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο, την έβαλε εδώ η θεία της. «Μου έφερες σκουλαρίκια;», ρωτάει την προϊσταμένη και της χαϊδεύει τα χέρια με δάχτυλα που μοιάζουν να είναι φτιαγμένα από σύρμα. « Έχει μυαλό μικρού παιδιού», μου εξηγεί μετά στο γραφείο της. «Της αρέσει να της βάζουμε σκουλαρίκια και κολιέ, μας ζητάει βραχιόλια. Την έχουμε σαν παιδί μας». Οι ηλικιωμένοι μοιάζουν συχνά με παιδιά.

18:30 ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ

Φεύγοντας, ξανασυναντάω την κ. Γεωργία. «Εσύ, χρυσό μου παιδί, είσαι κοντά στον Χριστό μας;», με ρωτάει και μου πιάνει το μάγουλο. «Προσπαθώ». «Ωραία. Αρκεί να μην είσαι αδιάφορη. Όταν περνάς από μια εκκλησία, να κάνεις τον σταυρό σου, να ανάβεις ένα κερί. Κι αν είσαι βιαστική, να πεις "βοήθησε, Αγία μου Παρασκευή, τους ανθρώπους που δουλεύουν σε βαριά επαγγέλματα αυτή την ώρα". Αυτό είναι αρκετό. Τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει εδώ; Είμαι πέντε χρόνια εδώ, συνήθισα. Εξάλλου, όπου κι αν πάει ο άνθρωπος, σέρνει μαζί του και την αχαριστία. Εδώ, στον παράδεισο πάει ο άνθρωπος και δεν είναι ευχαριστημένος. Δίπλα στο καλό υπάρχει και το κακό. Ανάλογα με τον χαρακτήρα που έχει ο άνθρωπος. Εγώ δεν πέρασα τη ζωή μου διασκεδάζοντας ή ταξιδεύοντας, ώστε να πω πως ήρθα εδώ και κλείστηκα. Τώρα που κλείνομαι μόνη μου σε ένα δωμάτιο κι αυτοσυγκεντρώνομαι, βλέπω ότι σε πολλά πραγματα υστερούσα. Τώρα πια, που μεγάλωσα, είδα πως είναι όλα μάταια. Όλα μάταια, παιδάκι μου, κι εγώ λυπάμαι που πήγαν τα χρόνια μου χαμένα και δεν τα αφιέρωσα στις εντολές του Κυρίου, αλλά έτσι είναι η ζωή. Έρχεται η γνώση αργά».

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ