Με τον Ηλία Πιπίνο και τη μητέρα του κυρία Βενετία Πιπίνου ανυπομονούμε στο λιμάνι της Ρόδου για τον Πανορμίτη. Είναι μεσάνυχτα, έχει αργήσει. Όταν φτάσει με τον βαρύ κι αργό λικνισμό που αποκτούν με τα χρόνια τα πλοία στην άγονη γραμμή, θα κάτσουμε όπως όπως με τον Ηλία στα σιδερένια σκαλιά προς το αμπάρι και θα περιμένουμε –με νυσταγμένους και στριμωγμένους επιβάτες, σωρούς βαλίτσες, ήχους της μηχανής και του αφρού, ανάμεσα απ’ τους όγκους βράχων και νησιών της Δωδεκανήσου- να φτάσουμε κάποτε στη Χάλκη.
Πριν ξημερώσει, και τις ώρες που ο ουρανός στέκεται εντελώς βουβός, θ’ αγκυροβολήσουμε στο λιμάνι, θα μαζέψουμε τα μπαγκάζια μας και θ’ ανηφορίσουμε πίσω απ’ τη δέσμη που ρίχνει ο φακός της κυρίας Βενετίας που προπορεύεται. Πλάι από φαντάσματα σπιτιών, μισογκρεμισμένους τοίχους, άγρια περιγράμματα από φραγκοσυκιές, ανεβαίνουμε τον χωματόδρομο για το σφραγισμένο πατρικό των Πιπίνων. Κι από εκεί ψηλά, στην ξέσκεπη πλατιά βεράντα, αποκαμωμένη και κατάπληκτη, με τη μεθυστική ζάλη της αϋπνίας που βοηθάει να ξεχωρίζεις περισσότερα απ’ όσα φαίνονται, την αύρα τους, την ψυχή τους, την τρέλα τους, αντιμετωπίζω έναν θόλο κι ένα πέλαγο εξαίσια μαυροντυμένα, εξαίσια μεταξωτά και μετέωρα.
Το αμφιθέατρο του τόπου, τα σπίτια τα έρημα και τα σπίτια τα κατοικημένα που έχουν κλειστά παράθυρα όπως ο κοιμισμένος τα μάτια, ο ύπνος, ο παλιός και ο αποψινός ύπνος, νεκρών, ζωντανών και ξενιτεμένων, που επιστρέφει κάποιες βαθιές ώρες εδώ να ξεδιψάσει από νοσταλγίες και υπόλοιπα.
Ναι, ο νυχτερινός ουρανός της Χάλκης είναι ο πιο μαύρος κι ο πιο έναστρος της γης. Θα το ακούσω αυτό μετά από χρόνια, αλλά απόψε, στη μεγάλη βεράντα των Πιπίνων, το πρωτοαντικρίζω. Ανοίξαμε με τριξίματα τα παντζούρια, αερίσαμε, μαζέψαμε νερό, τακτοποιήσαμε, ο Ηλίας, επηρεασμένος απ’ τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα, τυλίχτηκε ένα σεντόνι κι έκανε πως με τρομάζει, εγώ στ’ αλήθεια τρόμαζα. Η κυρία Βενετία όλο θ’ ανακαλύπτει σπαράγματα σε συρτάρια και ντουλάπια, θα ξαναθυμάται πρόσωπα, γυναίκες με αρχαιοελληνικά ονόματα, μυθικούς συγγενείς εξ αγχιστείας που μετακόμισαν στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στη Διώρυγα του Σουέζ.
Στον τοίχο της σάλας κορνιζωμένη μια μαθητική φωτογραφία. Φορούν στολή γυμναστικής και παραδίπλα στον Γιάννη Πιπίνο στέκει ένας άλλος μαθητής με όνομα Αλέξανδρος Διάκος. Έφηβος, τρυφερός, δεν του φαίνεται πως σε λίγα χρόνια θα ξεφύγει, θα πέσει στα ηθικά διλήμματα και στα ένστικτα των πολέμων, κι από αγόρι στην αυλή σχολειού θα μεταβληθεί σε μαρμάρινο άγαλμα εδώ, σε χάλκινο άγαλμα εκεί, σε ακίνητες προτομές και σε στίχους επικούς που θα λάβουν απ’ τον Σουηδό βασιλιά το Νόμπελ. Αναρωτιέσαι πάντοτε, άμα αντικρίζεις το χαώδες άλμα των βίων, είναι οι συνθήκες ή ο μυστικός σπόρος εντός;
Την επομένη, ένας ήλιος λευκός από την κάψα θα πυρώνει πέτρες, φραγκοσυκιές, κάκτους, τη σκασμένη άσφαλτο προς τον Πόνταμο. Κατακαμένα αγριόχορτα, λιθάρια και ελάχιστα πράσινα: δέντρα του Ιούδα και συκιές θα βγαίνουν μέσα από ερειπωμένα σπίτια και θα πετούν τα κεφάλια τους απ’ τα ξεσκισμένα παράθυρα. Η ακραία όψη του θερινού μεσημεριού με μεγαλείο σχεδόν καταστροφικό σε γοητεύει και σε βασανίζει.
Η κυρία Αμαλία θα μαγειρέψει χαλκίτικη μακαρονάδα με τσιγαρισμένα κρεμμύδια και ξυσμένο κεφαλοτύρι και το απόγευμα ο Μιχάλης Μακρής, που κάνει στο ιατρείο το αγροτικό του, θα έρθει να μας πάρει με βάρκα βαρκάδα προς την Αλιμιά. Νερά ασπρογάλανα κι ακίνητα όπως της λίμνης, ένα μαγνητοφωνάκι στον πάτο της βάρκας και μελωδίες που πολλαπλασιάζονται στο ηχείο που στήνει το αμφιθέατρο του νησιού.
Ο Μιχάλης κρατά πετονιά και η κυρία Βενετία κρατά ανοιχτή μια μαύρη χειμωνιάτικη ομπρέλα να μην την κοκκινίσει ο ήλιος. Ο Ηλίας δεν κάνει τίποτα και δεν μιλά, προσπαθεί ίσως να δέσει τον νεαρό εαυτό του με τούτο τον τόπο που πολύ του πάει. Το βράδυ θα εμφανιστεί στην προκυμαία καλοντυμένος ο Αλέξης Σακελλαρίδης, ανιψιός του Διάκου, φίλος απ’ τα Χανιά, όταν υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό στη Σούδα. Θα δηλώσει πως τώρα πια θα εγκατασταθεί στο σπίτι της μητέρας του εδώ, θα στήσει με το καλό γούστο του μια πανσιόν κι εγώ θα του ζωγραφίσω σε στενόμακρη σανίδα για την εξώπορτα μια γοργόνα. Χρόνια μετά, κι αφού ο Αλέξης πεθάνει, θα περάσω απ’ το δρομάκι της κλειδωμένης πανσιόν κι η σανίδα με τη γοργόνα μου θα χτυπιέται εδώ κι εκεί απ’ τον αέρα.
Απ’ την προκυμαία τη νύχτα θα παρελάσουν κι ο Σκυλάκης, η Κινέζα, η Καίκα ο φαρμακοποιός, η Σκουριά, ο κύριος Περίανδρος, ο Αλέβαντρος με το βιολί στη θήκη περιμένει να φανεί ο Κυριστάνης να τον μεταφέρει αλλού για να παίξει σε γάμο τη μελωδία της αυγής. Στη σειρά θ’ ακολουθεί πλήθος παρατσούκλια που κάλυψαν από καιρούς τα βαφτιστικά ονόματα.
Και τέλος, στην άκρη της παρέλασης τόσων καλοκαιριών, θ’ ακουστεί το δυνατό, αρχοντικό γέλιο του γιατρού Φαίδωνα Βασιλειάδη που, όπως προχωρά, απλόχερα κερνάει τους πάντες, κάνει αστεία και χαίρεται, ευτυχισμένος που επέστρεψε επιτέλους, να ζήσει στο πατρικό δίπλα στο κύμα. Θα σηκώσει το κεφάλι να θαυμάσει άλλη μια φορά τον χαλκίτικο ουρανό και θα φωνάξει πως: Είναι ο πιο μαύρος του κόσμου!
Θα πεθάνει φέτος την άνοιξη, θα καεί σε κλίβανο όπως με φλόγα είχε πάντα του ζήσει, θα μεταφέρουν τη στάχτη του στη Χάλκη όπως ακριβώς το ζήτησε, θα τη σκορπίσουν οι συγγενείς και οι φίλοι στα κύματα, στη θάλασσα, την απέραντη, την ωραία, την ατέλειωτη.
σχόλια