Στην Πολυνησία! Εκεί ήθελε να πάει ο Μάουρο Μοράντι και μέχρι το 1989 είχε στη διάθεσή του τα μέσα για να το κάνει: ένα καταμαράν 16 μέτρων με επτά καμπίνες, μια «Ferrari των θαλασσών». Θα άφηνε πίσω την επίπεδη και βαρετή Μόντενα και θα ακολουθούσε τα χνάρια του Πολ Γκογκέν. Θα ανακάλυπτε τροπικά δάση, κοραλλιογενείς υφάλους, γαλαζοπράσινες λιμνοθάλασσες και μελαγχολικές γυναίκες. Θα άφηνε πίσω τον δυτικό κόσμο και θα έβρισκε τον εαυτό του.
Δυστυχώς όμως η «Ferrari», πριν καν προλάβει να φτάσει στη Σαρδηνία, έπεσε σε καταιγίδα. Ακινητοποιήθηκε στη Λα Μανταλένα για επισκευές και εκεί έπρεπε να μείνει και ο ίδιος μαζί με το πλήρωμα για ένα σύντομο διάστημα. Τότε, από καθαρή σύμπτωση, έτυχε να μιλήσει με έναν Αργεντινό, ο οποίος του ανέφερε το Μπουντέλι, το μικρότερο νησί του αρχιπελάγους, τον φύλακα του οποίου γνώριζε.
Ο Μοράντι τον επισκέφθηκε και ο τραχύς φύλακας του είπε ότι σε δυο μέρες θα έφευγε και θα άφηνε ελεύθερη τη θέση του. Ο Μοράντι, με το που πάτησε το πόδι του στο Μπουντέλι, το ερωτεύτηκε κι έτσι έγινε ο διάδοχος του φύλακα, κάνοντας για περισσότερα από 30 χρόνια το νησί δικό του. Κάτι ακόμα πιο παράξενο ήταν ότι αυτός ο λιλιπούτειος τόπος, μικρότερος από δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα, είχε τα γαλαζοπράσινα νερά, τις ροζ κοραλλιογενείς παραλίες και την άγρια βλάστηση που ονειρευόταν να βρει στην Πολυνησία.
Τα καθήκοντά του στο Μπουντέλι ήταν αρκετά απλά. Έπρεπε να προσέχει το νησί, ειδικά την παραλία Ρόζα, μια παραλία με σπάνια, όμορφη ροζ άμμο από ψιλοκομμένα κοράλλια, απολιθώματα και όστρακα. Παράλληλα έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό του, όλα όσα αφορούσαν τη διαβίωσή του.
Για χρόνια αναζητούσε τρόπους να ξεφύγει. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι του πρώτη φορά στα εννέα του και αργότερα συνήθιζε να παίρνει την οικογενειακή βάρκα και να διασχίζει τα κανάλια και τις τάφρους γύρω από τη Μόντενα, εξερευνώντας συνεχώς, ενώ λαχταρούσε την πιο ριψοκίνδυνη ανοιχτή θάλασσα. Έγινε γυμναστής σε σχολείο, όπου αντιμετώπισε διάφορες αντιδράσεις όταν εισήγαγε στο μάθημά του τη μουσική και ζητούσε από τα παιδιά να φανταστούν πως μπορούσαν να πετάξουν. Έμεινε παντρεμένος επτά χρόνια και απέκτησε τρεις κόρες, αλλά χρειαζόταν μεγάλη υπομονή ώστε να ανταποκριθεί σε αυτό που η καταναλωτική κοινωνία περίμενε από εκείνον. Μέχρι που διάβασε το «Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον» του Ρίτσαρντ Μπαχ και πείστηκε ότι, όπως οι γλάροι, κι εκείνος μπορούσε να βρει την τελειότητα στον αέρα και στην απομόνωση.
Τα καθήκοντά του στο Μπουντέλι ήταν αρκετά απλά. Έπρεπε να προσέχει το νησί, ειδικά την παραλία Ρόζα, μια παραλία με σπάνια, όμορφη ροζ άμμο από ψιλοκομμένα κοράλλια, απολιθώματα και όστρακα. Παράλληλα έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό του, όλα όσα αφορούσαν τη διαβίωσή του. Η κατοικία του ήταν μια μικροσκοπική γρανιτένια καλύβα κρυμμένη μέσα στα κυπαρίσσια. Τίποτα όμως δεν ήταν εύκολο. Τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε, παρά μόνο μια δεξαμενή που συνέλεγε βρόχινο νερό. Ηλεκτρική ενέργεια του παρείχε ένα ηλιακό πάνελ τοποθετημένο στην οροφή, που κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού καύσωνα δεν επαρκούσε για τη λειτουργεία του ψυγείου. Τους χειμώνες έπλητταν το νησί καταιγίδες και μια φορά έμεινε αποκλεισμένος για 25 μέρες. Επίσης, δεν φύτρωναν λαχανικά και όλα τα τρόφιμα έπρεπε να τα φέρνει από τη Λα Μανταλένα, την πλησιέστερη πόλη, με μοναδικό μέσο μετακίνησης μια βάρκα, η οποία προτιμούσε τις ήρεμες θάλασσες.
Ωστόσο τίποτα από όλα αυτά δεν επισκίαζε όλα εκείνα που τον αποζημίωναν. Καταρχάς η ανατολή του ήλιου πάνω από τη θάλασσα − αμαρτία να τη χάσει κανείς. Σηκωνόταν νωρίς, με το που άκουγε τις δύο κότες του να ξυπνάνε, και κατέβαινε στην παραλία, όπου καθόταν στην πολυθρόνα του και παρακολουθούσε. Δεν ήξερε, ούτε τον ενδιέφερε, τι μέρα ήταν ή τι ώρα. Ο χρόνος κυλούσε πιο ήρεμα εκεί. Το πρωινό του, καφές από κριθάρι και μισό μήλο, ακολουθούσε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Καθώς ο ουρανός γινόταν όλο και πιο γαλανός, του άρεσε να βλέπει τον άσπρο καπνό να αιωρείται. Μόνο οι γλάροι έσπαγαν την απόλυτη σιωπή. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των καταιγίδων ήταν ευτυχισμένος, καθισμένος άνετα δίπλα στο τζάκι του με τη βιβλιοθήκη του, διαβάζοντας για περιπέτειες άλλων, ενώ βρισκόταν εν μέσω της δικής του.
Έμαθε να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις. Δουλεύοντας με αργούς ρυθμούς, καθώς δεν ήταν μηχανικός, έφτιαξε περισσότερα ηλιακά πάνελ και επανέφερε σε λειτουργία τον νεκρό κινητήρα της λέμβου του. Τη μεγάλη του πολυθρόνα την είχε φτιάξει ο ίδιος από ξύλο κυπαρισσιού. Είχε μάθει να αποφεύγει τους τραυματισμούς, τα άσχημα χτυπήματα και τους γιατρούς. Οι περισσότερες πληγές, όπως διαπίστωσε, χρειάζονταν μόνο αντισηπτικό και ένα έμπλαστρο. Κατά τα άλλα, δεν αρρώστησε ποτέ. Κάτι στο Μπουντέλι, ο αέρας του αλατιού και των κυπαρισσιών, κρατούσε μακριά τις αρρώστιες.
Βυθίστηκε στο πάθος του για τον τόπο. Αποστολή της ζωής του ήταν πλέον να διατηρήσει αυτή την ομορφιά και όλη την ηρεμία που τον είχαν κυριεύσει. Δεν του άρεσε η λέξη «μοναξιά», η οποία υποδήλωνε ότι απέφευγε τους ανθρώπους ή ότι κάτι του έλειπε. Το μυαλό του ήταν γεμάτο από νέα κελαηδίσματα πουλιών, τους χαρακτήρες των ανέμων, το μοτίβο των παλιρροιών και ό,τι άλλο μπορούσε να του διδάξει το Μπουντέλι.
Όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μοναχικός. Γνώριζε τον μπακάλη, τον φούρναρη και τον χασάπη στη Λα Μανταλένα και είχε μερικούς φίλους με τους οποίους μπορούσε να μοιραστεί ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να κάνει μαζί τους ένα τσιγάρο. Κάποιες εβδομάδες έπαιρνε άδεια και επισκεπτόταν την οικογένειά του στη Μόντενα. Τα πρώτα χρόνια, τα καλοκαίρια τον επισκεπτόταν κατά περιόδους η φίλη του, Σιλβάνα, όταν το Μπουντέλι γέμιζε επισκέπτες που έρχονταν για να κολυμπήσουν και να κάνουν ηλιοθεραπεία στην παραλία Ρόζα. Αν και το 1994 οι αρχές έκλεισαν την παραλία, εκδρομείς εξακολουθούσαν να δίνουν το «παρών» για να τη θαυμάσουν. Από το σπίτι του ο Μάουρο άκουγε τους ξεναγούς να μιλούν γι’ αυτήν και για εκείνον.
Στην αρχή έμενε μακριά τους. Αργότερα η στάση του άλλαξε. Ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει ότι μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο. Τώρα, μόνο οι άνθρωποι μπορούσαν να σώσουν την ομορφιά. Έπρεπε να τους πάρει με το μέρος του. Ενθάρρυνε τους τουρίστες να έρχονται στη βεράντα του για να συζητήσουν κάτω από τη σκιά για οτιδήποτε –την ελεύθερη βούληση, τη θρησκεία, τα ερωτικά τους προβλήματα– αλλά κυρίως για την καταστροφή της φύσης και την επείγουσα ανάγκη να τη σώσουμε. Άκουγαν την έκκλησή του να είναι «συνειδητοί ταξιδιώτες», να βλέπουν την ομορφιά σε βάθος και να τη σέβονται. Το ίδιο μήνυμα έστειλε στους 100.000 ακολούθους που απέκτησε στο Facebook και το Instagram, όταν το Μπουντέλι απέκτησε Wi-Fi.
Τελικά, όμως, έπρεπε να φύγει. Οι αρχές, θέλοντας να πάρουν το Μπουντέλι στα χέρια τους, προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν από το 2016. Αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά στα 80 του και με την υγεία του να φθίνει, δέχτηκε να φύγει. Του έδωσαν ένα διαμέρισμα στη Λα Μανταλένα, όπου τα αυτοκίνητα και οι μοτοσικλέτες έκαναν όλη τη νύχτα θόρυβο, αλλά τουλάχιστον είχε μπαλκόνι και τη θάλασσα. Από εκεί συνέχισε να ατενίζει τον ορίζοντα και μερικές φορές αναρωτιόταν αν η δική του μικρή Πολυνησία ήταν αληθινή ή απλώς ένα όνειρο.
I Live Alone in an Island Paradise