Η Ναυσικά ξεφύσησε, χτυπώντας το κλάξον. Η ουρά των αυτοκινήτων που περίμεναν ν’ ανεβούν στο πλοίο για τη Σέριφο ήταν ατελείωτη. Έριξε μια πλάγια ματιά στη Βιργινία δίπλα της, η οποία κουνούσε ρυθμικά το πόδι της με το τραγούδι που ακουγόταν απ’ τα ηχεία. Ήταν το «Hungry Heart», από το CG «Ταξιδιάρικα Νο 9». Ο Βαγγέλης έγραφε κάθε χρόνο δύο τέτοια CD για τις διακοπές τους, επιλέγοντας τα κομμάτια λες κι έδινε εξετάσεις ροκ-ολογίας: έβαζε πάντοτε Σπρίνγκστιν (αλλά πριν απ’ το «Born in the USA»), Los Lobos, John Hiatt, Johnny Cash, Calexico. Το ιδανικό σάουντρακ για μεγάλες διαδρομές με αυτοκίνητο. Έστω κι αν κάθε καλοκαίρι, εδώ και πέντε χρόνια, πήγαιναν το πολύ ως το εξοχικό της αδελφής του, στον εξωτικό Ωρωπό.
Τι να σκεφτόταν, άραγε, η Βιργινία; Έμοιαζε να νυστάζει. Όλες είχαν ξυπνήσει απ’ τα χαράματα, αφού είχαν συμφωνήσει να πάρουν το δρομολόγιο των 7:30 π.μ., για να έχουν όλη τη μέρα μπροστά τους. Μέσα απ’ το καθρεφτάκι η Ναυσικά έριξε μια ματιά στη Ματούλα, στο πίσω κάθισμα. Αυτή δεν σκεφτόταν τίποτα. Κοιμόταν σαν μωρό. Μα, αφού ήταν μωρό! Μόλις είχε κλείσει τα 20, δευτεροετής φοιτήτρια της Φιλοσοφικής. Ήταν πρώτη ξαδέρφη της Βιργινίας, απ’ το Αγρίνιο, και λαχταρούσε να δει τις Κυκλάδες. Όταν σε μια στιγμή ενθουσιασμού και μετά από 2-3 μοχίτο οι δύο κοπέλες συμφώνησαν να πάνε ένα τετραήμερο στη Σέριφο, η Βιργινία την παρακάλεσε να πάρουν μαζί τους και τη Ματούλα. Για πρώτη φορά, η Ναυσικά παραδέχτηκε ότι αυτή η εκδρομή ίσως να μην ήταν καλή ιδέα.
Μια ώρα αργότερα, οι τρεις κοπέλες κάθονταν στο κατάστρωμα, η καθεμιά βυθισμένη στον κόσμο της. Η Ναυσικά διάβαζε την Πηνελοπιάδα της Άτγουντ. Η Βιργινία άκουγε μουσική από το iPod. Και η Ματούλα κοιμόταν. Καλύτερα να κοιμάται παρά να μιλάει, σκέφτηκε η Ναυσικά. Δεν άντεχε τον ενθουσιασμό της μικρής για τα πάντα: «Τι ωραίος ο Πειραιάς! Τι μεγάλο πλοίο! Τι τέλειος καφές! Τι γαλάζια που είναι η θάλασσα!». Ο νους της πήγε στον Βαγγέλη: μήπως έκανα βλακεία που έφυγα; Αλλά, αν πήγαινα ξανά στον Ωρωπό, θα έσκαγα. Βαρέθηκα να τον βλέπω να παίζει τάβλι όλη μέρα με τον γαμπρό του. Και βαρέθηκα τους υπαινιγμούς της αδελφής του για τις γυναίκες που έχουν περάσει τα 40 και δεν έχουν κάνει ακόμα παιδί.
Παρόμοιες αμφιβολίες βασάνιζαν τη Βιργινία. Μήπως έπρεπε να έχω πάει με τον Σταύρο στους Χράνους; Γιατί, για να ξημεροβραδιάζεται στη θάλασσα με τα ρεμάλια τους ψαροντουφεκάδες, κι εγώ να κάθομαι με τις ξινές τις γκόμενες και να τις ακούω να συζητάνε τις εξελίξεις στην τούρκικη σαπουνόπερα; Ας κάνω την καλή μου πράξη. Η Ματούλα πετάει απ’ τη χαρά της και αφού θα μας φιλοξενήσει η νονά της Ναυσικάς, δεν θα ξοδέψω πολλά λεφτά. Τέσσερις μέρες είναι μόνο, θα περάσουν γρήγορα.
Η Ματούλα ονειρευόταν μια χρυσή παραλία, τη γαλαζοπράσινη θάλασσα και τον Παναγιώτη να της παίζει ένα τραγούδι του Μάλαμα με την κιθάρα του. Δυόμισι ώρες αργότερα είδαν τη Σέριφο να λάμπει κατάλευκη κάτω απ’ τον ήλιο. Η Ματούλα άρχισε να χοροπηδάει κι έτρεξε να φορτωθεί τον σάκο της. Η Ναυσικά έκλεισε το βιβλίο της και κατέβηκε στο αμπάρι για να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Η Βιργινία δεν κουνήθηκε. Ήθελαν 20 λεπτά ακόμα για να δέσουν.
Μόλις το αυτοκίνητο πήρε την ανηφόρα για τη Χώρα, η Ματούλα ρώτησε τη Ναυσικά: «Να βάλουμε ένα δικό μου CD»; Και της έδωσε τα καλύτερα του Μάλαμα. «Ωχ!», δαγκώθηκε η Ναυσικά, αλλά δεν θέλησε να της χαλάσει χατίρι. Ευτυχώς, η διαδρομή ως τη Χώρα ήταν πολύ σύντομη. Αλλιώς θα έκοβε τις φλέβες της.
Το σπίτι ήταν παλιό και χωρίς πολλές ανέσεις, αλλά είχε καταπληκτική θέα. Η νονά της Ναυσικάς είχε πάει στην Αιδηψό για μπάνια, έτσι θα ήταν μόνες τους. Άφησαν τα πράγματά τους, μοίρασαν τα δωμάτια και τότε η Ματούλα είπε δυνατά αυτό που σκέφτονταν και οι άλλες δύο: «Πείνασα! Δεν πάμε να φάμε τίποτα;».
Καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα βρισκόταν το καφενείο της κυρα-Δόμνας, που ήταν φίλη της νονάς. Η κυρα-Δόμνα καλωσόρισε τη Ναυσικά και τις φίλες της: «Πεινάτε, κοπελιές μου; Θα σας φτιάξω εγώ μια ομελέτα με τυρί, θα κάνω και μια τηγανιά πατάτες και μια σαλατούλα - μην αρχίσετε τους φραπέδες με άδειο στομάχι!».
«Ποιους φραπέδες, καλέ; Φέρε καμιά παγωμένη μπίρα να δροσιστούμε», είπε η Ματούλα. Οι άλλες ετοιμάστηκαν να φέρουν αντίρρηση, αλλά τελικά συμφώνησαν. Η ομελέτα κι η σαλάτα εξαφανίστηκαν μέχρι να τους φέρει η κυρα-Δόμνα τις πατάτες μαζί με ντόπιο τυρί και μια καππαροσαλάτα. Την οποία έβρεξαν με δεύτερο γύρο μπίρες. Τρώγοντας μια δεύτερη καππαροσαλάτα, οι κοπέλες άρχισαν να καταστρώνουν τις εξορμήσεις τους. «Σήμερα θα πάμε στον Κουταλά», αποφάνθηκε η Ναυσικά. «Από αύριο βλέπουμε - αλλά και κάθε μέρα στον Κουταλά να πηγαίνουμε, εμένα δεν με χαλάει».
Η Ματούλα μπήκε στο δροσερό εσωτερικό του καφενείου κι αμέσως απ’ το φορητό CD player του μαγαζιού ακούστηκε πάλι ο Μάλαμας. Η Ναυσικά άδειασε το ποτήρι της, έβαλε τα γέλια και αναφώνησε: «ΑΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ!» Η Βιργινία την κοίταξε με απορία. Η Ναυσικά γέμισε πάλι το ποτήρι της και επανέλαβε. «ΑΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ - Βαγγέλη! Κι εσύ και η μεζονέτα της αδελφής σου στον εξωτικό Ωρωπό!». Η Ματούλα μπήκε αμέσως στο νόημα. Γέμισε κι αυτή το ποτήρι της και φώναξε: «ΑΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ - Παναγιώτη! Που θα πας εθελοντής να σώσεις την Καρέτα-Καρέτα και δεν με θέλεις μαζί σου! Φιλιά στα χελωνάκια, ρε».
Φέρνοντας το σαγανάκι, η κυρα-Δόμνα τούς άνοιξε άλλες δύο μπίρες. «Καλά, για τον Κουταλά δεν σας βλέπω σήμερα, αλλά δεν πειράζει. Φάτε, μωρέ. Ξεχάστε για λίγο τις δίαιτες και τις βλακείες. Η θάλασσα δεν φεύγει, πάτε το απόγευμα για μπάνιο». Η Βιργινία, ξεχνώντας την επιφυλακτικότητά της, έγειρε πίσω στην καρέκλα της, άνοιξε τα χέρια και αναφώνησε, κοιτάζοντας τον ουρανό: «ΑΝΤΑΠΟΚΕΙΡΕ - Σταύρο, με το ψαροντούφεκό σου! Βαρέθηκα να τρώω ροφούς και να κοιμάμαι με τις κότες στο κάμπινγκ μαζί με τα ρεμάλια τους φίλους σου. Προτιμάω τα σουβλάκια, ρεεεεεεε».
Οι τρεις κοπέλες άδειασαν τα ποτήρια τους μονορούφι, τα ξαναγέμισαν και, σαν συνεννοημένες, τραγούδησαν δυνατά μαζί με τον Μάλαμα: «Μάθε τη γλώσσα της σιωπής, κι ύστερα έλα να μου πεις, πώς κλίνεται το σ’ αγαπώ, πώς βγάζει η έρημος καρπόοοοοοο…, πώς βγάζει η έρημος καρπό!».
σχόλια