Προπονητές, σκάουτερ, πρόεδροι ομάδων, βουλευτές, ιδιοκτήτες καφετεριών, σχολιαστές στην τηλεόραση, ιδιοκτήτες πρακτορείου ΟΠΑΠ, «ταβερνιάρηδες», οικιακά. Αυτή είναι η νέα καριέρα σχεδόν κάθε Έλληνα ποδοσφαιριστή από τη στιγμή που θ’ αποφασίσει να κρεμάσει τα παπούτσια του.
Σπάνια κάνουν κάτι άλλο και ακόμα πιο σπάνια εκδίδουν την αυτοβιογραφία τους, ειδικά έναν χρόνο αφού σταματήσουν την καριέρα τους. Ο Αντώνης Νικοπολίδης, ο πιο πετυχημένος Έλληνας τερματοφύλακας, έσπασε αυτήν τη συνήθεια κι έναν χρόνο αφού κρέμασε τα γάντια του κάθισε κάτω και μαζί με τον δημοσιογράφο Χρίστο Χαραλαμπόπουλο έγραψε τον Αγώνα της ζωής του (εκδόσεις MVP). Έχει, δεν έχει να μας πει κάτι, ο πρωταθλητής Ευρώπης με την Ελλάδα το 2004 έκανε το δικό του best seller το καλοκαίρι, τώρα επέστρεψε στα οικιακά και περιμένει πότε θα ασχοληθεί ξανά με τον αθλητισμό ως παράγοντας.
Καθόμαστε στην τραπεζαρία. Απέναντί μου ένας αθλητής που έχει αγαπηθεί και μισηθεί όσο λίγοι. Ένας από τους λίγους που έχουν αποδοκιμαστεί όταν σήκωνε την κούπα του Πρωταθλήματος, αποθεώθηκε από όλους τους Έλληνες για την παρουσία του στο Euro του 2004 και δημιούργησε ένα αθλητικό καλαμπούρι όταν προσελήφθη από τον Δήμο Κηφισιάς ως... κηπουρός (θέση που, τελικά, δεν δέχτηκε, γιατί μπορεί να «ήταν νόμιμο, αλλά δεν ήταν ηθικό»). Ξεκινάω την κουβέντα ρωτώντας τον πώς και πήρε την απόφαση να βάλει την καριέρα του στο χαρτί. «Από τότε που τελείωσα μια καριέρα ποδοσφαιρική, ήθελα να βάλω ένα τέρμα. Να διηγηθώ όσα έχω ζήσει, απ’ όταν γεννήθηκα ως ποδοσφαιριστής μέχρι τη στιγμή που τελείωσα.
Είχα πράγματα να πω γι' αυτά τα 25 χρόνια, από τη στιγμή που και εγώ αλλά και το ίδιο το ποδόσφαιρο περάσαμε πάρα πολλά. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τον αθλητή όταν φτάσει στην κορυφή: ποιος είναι, τι κάνει στη ζωή του, πόσα βγάζει. Κανένας δεν κάθεται ν’ ασχοληθεί με το ποιο είναι αυτό το παιδί, από πού ξεκίνησε, τι θυσίες έκανε για να φτάσει εδώ που έφτασε, ποιες αποφάσεις και ποιοι αγώνες ήταν σημαντικοί για τον ίδιο».
Άρχισε την καριέρα του από την Άρτα. Εκεί έπαιζε επιθετικός. Όπως όλα τα παιδιά, ήθελε να σκοράρει. Του άρεσε το σχολείο, αλλά δεν θα τον έλεγες και καλό μαθητή. Ο Νικοπολίδης πήγαινε κάθε Κυριακή στο γήπεδο και θαύμαζε τους τοπικούς ήρωες. Μια Κυριακή, ο ξάδερφός του, τερματοφύλακας κι αυτός, είχε να πάει να παντρευτεί και ο Αντώνης τον αντικατέστησε, ξεκινώντας την καριέρα του με ψεύτικο δελτίο. «Στα χωριά επικρατεί μια περίεργη κατάσταση. Ο καθένας μπορεί να παίξει οπουδήποτε». Καθιερώνεται στην ομάδα του και σε πολύ μικρή ηλικία τον «τσιμπάει» ο Παναθηναϊκός. Το να είσαι τερματοφύλακας σε μια μεγάλη ομάδα είναι ευχή και κατάρα και η υπομονή είναι η δεύτερη αρετή που μπορεί να έχεις μετά το ταλέντο. Ο Αντώνης κάθισε οκτώ ολόκληρα χρόνια στον πάγκο, κάτω από τη σκιά του Γιόζεφ Βάντσικ. «Ο τερματοφύλακας έχει την ιδιαιτερότητα ότι είναι ένας. Καθιερώνεσαι δύσκολα. Αλλά, αν μπεις, δύσκολα αλλάζεις. Η θέση εξαρτάται από εσένα και την απόδοσή σου. Και να τραυματιζόταν ο Βάντσικ σ’ ένα ματς, θα τον αναπλήρωνα για ένα-δυο παιχνίδια κι έπειτα θα επέστρεφε και θα ξαναέπαιρνε τη θέση. Δεν ήταν η ουσία αυτή για μένα. Εγώ έπρεπε να τον φτάσω αγωνιστικά και κάποια στιγμή, όταν θα μου δινόταν η ευκαιρία να μπω και να καθιερωθώ, να το κάνω». Επειδή στην ουσία ξεκίνησε να παίζει στα 28 του, ήθελε να αγωνίζεται σε όλα τα παιχνίδια. «Διακινδύνευα συχνά την καριέρα μου αλλά και την υγεία μου, παίζοντας με ενέσεις».
Έτσι όπως είναι διαμορφωμένα τα πράγματα στον ελληνικό αθλητισμό, ο «αγώνας» του Νικοπολίδη να καθιερωθεί λίγο μας ενδιαφέρει, τελικά. Κακώς, αλλά έτσι είναι. Αυτό που περίμεναν να διαβάσουν όλοι είναι για την απόφασή του ν’ αφήσει τα πράσινα για τα κόκκινα. Στο βιβλίο την περιγράφει ως μια οικονομική ασυμφωνία και ένδειξη ασέβειας στο πρόσωπό του από την πλευρά των διοικούντων του Παναθηναϊκού. Οι φίλαθλοι του «τριφυλλιού» θεώρησαν, και θεωρούν, ότι τους «πρόδωσε» και κάθε φορά του επιφύλασσαν ιδιαίτερη υποδοχή.
«Να το ξεκαθαρίσω: δεν έγραψα για να αιτιολογήσω κάτι. Έγραψα την ιστορία όπως εγώ την έζησα κι έτσι όπως την αισθάνθηκα. Δεν έγραψα το βιβλίο για να δικαιολογηθώ ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ό,τι συνέβη είναι μέσα με γεγονότα, με ονόματα, και νομίζω ότι ήμουν σαφής και ειλικρινής. Τώρα, αν σε κάποιον άρεσε ή δεν άρεσε, αυτό είναι άλλο θέμα. Το έγραψα για να πω την αλήθεια, τη δική μου την αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτό που δεν μου συγχωρούν στον Παναθηναϊκό, αλλά ούτε και οι οπαδοί του, είναι ότι τελικά κατάφερα και πέτυχα εκεί που πήγα. Αυτό είναι νομίζω που κρατά το μίσος άσβεστο. Όπως, επίσης, το χειρότερο γι’ αυτούς είναι ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού με υποδέχτηκε θερμά, με αγάπησε και με λάτρεψε αλλά και ότι για πολλά χρόνια ήμουν και αρχηγός αυτής της ομάδας. Δεν είπα ότι πρέπει να με συγχωρήσουν, αλλά ως άνθρωπος και ως πρώην αθλητής με εγωισμό δεν μπορούσα να μη δώσω την απάντησή μου». Για όσους δεν κατάλαβαν, όταν αγωνίζονται οι δύο ομάδες, ο Νικοπολίδης είναι με τον Ολυμπιακό.
Ότι πέτυχε είναι γεγονός, όπως και το ότι πρωταγωνίστησε σε μια χρονική περίοδο που το ποδόσφαιρο υποβαθμίστηκε. Το Euro του 2004 έδωσε τη θέση του στα στημένα και στην αίσθηση ότι η «παράγκα» του ποδοσφαίρου καλά κυβερνά. Ο Νικοπολίδης θεωρεί ότι οι παίκτες είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. «Οι
ίδιες οι ομάδες πρέπει να δώσουν τη λύση. Μιλάμε για επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Οι ίδιες οι ομάδες πρέπει να προστατέψουν το ποδόσφαιρό τους. Και πρέπει να το διαφημίζουν και όχι να το δυσφημούν. Είτε για προσωπικούς είτε για άλλους λόγους το δυσφημούν, όμως, και το υποβιβάζουν». Όσον αφορά τα στημένα, τα ρίχνει στη Β’ Εθνική. «Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό το πράγμα στη Super League. Δεν μπορώ, όμως, να το υποστηρίξω υπεύθυνα. Ακούς πράγματα, αλλά αν δεν τα τεκμηριώσεις, δεν μπορείς να πάρεις την ευθύνη. Γενικά, υπάρχει ένα σύστημα, κυρίως δημοσιογραφικό, που προσπαθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να πείσει ότι η ομάδα που υποστηρίζει δεν πήρε το πρωτάθλημα για τους χ-ψ λόγους. Το βλέπουμε, είναι αποδεδειγμένο. Επικοινωνιακό είναι το θέμα. Στα μεγαλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου οι μεγάλες ομάδες γνωρίζουν ότι ο διαιτητής θα είναι περισσότερο ανεκτικός απέναντι σε μια ισχυρή ομάδα. Αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντα».
Στην Ελλάδα, όμως, η «εύνοια» έχει και τις ιδιαιτερότητές της. Γι’ αυτό και σε άλλες χώρες που έχουν κρίση βλέπεις τον Μέσι και τον Ρονάλντο κι εδώ ζητάς μέσα από μια άθλια κατάσταση να δεις αν θα ξεπεταχτούν «δέκα νέα ταλέντα».
Τουλάχιστον, αυτό κάνει ο άνθρωπος που για είκοσι πέντε χρόνια φόραγε τη στολή του τερματοφύλακα.
σχόλια