«Η σπείρα είναι η πνευματικότητα του κύκλου» έγραφε ο Ναμπόκοφ στην αυτοβιογραφία του, εννοώντας ότι στη σπειροειδή του μορφή ο κύκλος δεν είναι πλέον φαύλος: έχει ελευθερωθεί. Κάπως έτσι καταλήξαμε, στη συζήτηση που είχαμε με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ότι διαγράφηκε η «σπειροειδής», τρόπον τινά, πορεία του – ξεκινώντας από βιομηχανικά χαλάσματα και πειραματικούς χώρους, κατεβαίνοντας στα υπόγεια, ανοίγοντας τις μεγάλες τελετές και τα στάδια, μένοντας στο αστικό περίβλημα του κέντρου (Παλλάς και Εθνικό), και τώρα επιστρέφοντας με την Πρώτη Ύλη του, και πάλι, στον απελευθερωτικά βιομηχανικό κόσμο της Πειραιώς 260. Στην πραγματικότητα, όλη η ζωή του Δημήτρη Παπαϊωάννου αλλά και οι παραστάσεις του φέρουν εντός τους την ιστορία της ίδιας μας της πόλης. Αν, λοιπόν, όλα ξεκίνησαν από μια ανάγκη απελευθέρωσης, τώρα δείχνουν να καταλήγουν και πάλι, μέσω της σπείρας, εκεί. « Ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρόνων όταν έφυγα από το σπίτι μου και κατέβηκα στα Εξάρχεια, το 1982», λέει, «σε μια προσπάθεια εξόδου μου σε δύο πολύ ουσιαστικά πράγματα: στον κόσμο της τέχνης και του έρωτα. Έτυχε τους πρώτους πειραματισμούς μου να τους ασπαστεί ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος με δέχτηκε στο περιβάλλον του ως μαθητή με την ευρεία έννοια. Τότε ακριβώς κατάλαβα πως η ζωή μέσα από την τέχνη είναι εφικτή. Η καρδιά της αμφισβήτησης χτυπούσε έντονα στο κέντρο της πόλης και δη στα Εξάρχεια, που αποτέλεσαν και τον τότε τόπο διαμονής μου. Ένιωσα να ενσωματώνομαι αμέσως, με έναν ναΐφ τρόπο, σε αυτήν τη διάπυρη ατμόσφαιρα αμφισβήτησης της αστικής τάξης. Παράλληλα, ανακάλυπτα ένα έτερο πρόσωπο της Αθήνας, μαζί με αυτό της προσωπικής μου ανεξαρτησίας, στο ανοιχτό πεδίο του έρωτα μεταξύ ανδρών. Αυτόνομος πια, αν και χωρίς χρήματα, άρχισα να ορίζω την τύχη μου. Σπούδαζα στην Καλών Τεχνών, ερωτευόμουν και αναζητούσα διακαώς μια πλατφόρμα που θα μπορούσε να στεγάσει τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, στην αρχή τα κόμικ στη Βαβέλ και το Πάρα Πέντε και κατόπιν, όταν βούτηξα στις παραστατικές τέχνες, δεν άργησε να βρεθεί η κατάληψη του “Φωτεινίου”, του πρώτου χώρου που φιλοξένησε, επί ελληνικού εδάφους, τις παραστάσεις της Ομάδας Εδάφους που είχα ιδρύσει ήδη με την Αγγελική Στελλάτου. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν, επίσης, οι συναντήσεις με καλλιτέχνες όπως ο Σταύρος Ζαλμάς και ο σπουδαίος Νίκοs Αλεξίου».
Η δεκαετία του ’80 συστήνεται με την ιδιαίτερη γλώσσα της στον Δημήτρη Παπαϊωάννου: έγχρωμες εικόνες που τρέχουν σαν τρελές μέσα από τα κόμικ και ερωτικός παροξυσμός. Τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν υπό το φως του ήλιου ή στα mainstream σαλόνια δεν είναι απόλυτα αξιόπιστο ή ειλικρινές. Τα πάντα εκρήγνυνται δημιουργικά και αναζητούν τη δική τους έκφραση σε διαφορές μορφές δημιουργίας. Μαζί με τον φίλο του Αλέξη Μπίστικα εκδίδουν το «Κοντροσόλ στο Χάος», από μια εσωτερική ανάγκη δημιουργίας που «οργάνωνε την πραγμάτωση της ημέρας». Όλα αυτά που ακόμα αγαπάει ομολογεί πως βρήκαν «τον δικό τους τρόπο να ενσωματωθούν στις ιστορίες της Αθήνας ως κόμικ ή σαν περφόρμανς. Η Πίνα Μπάους, ο Τσαρούχης, o Παζολίνι, ο Ουίλσον, τα drag shows, o Τατί, ο Ταρκόφσκι και ο Φελίνι. Τα πάντα έβρισκαν τον δικό τους τρόπο να λειτουργήσουν ως εικαστικo-χορευτικό πρόταγμα που ήδη είχε αρχίσει να επικρατεί ως τάση στην Ευρώπη, αλλά ήταν άγνωστο στην Ελλάδα, αφού οτιδήποτε δεν είχε παπουτσάκια μπαλέτου δεν θεωρούνταν καν χορός». Υπήρχε, ωστόσο, κάτι που συγκρατούσε τη «ζωτική ή ζωική ορμή» της εποχής εκείνης: ο ιός του HIV. «Μας τράνταξε πραγματικά. Έχασα τον αδελφικό μου φίλο και πολλούς γνωστούς. Όποιος την πατούσε τότε, πέθαινε. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που βγήκα ζωντανός και υγιής από αυτό τον οδοστρωτήρα, αλλά η αλήθεια είναι ότι τραυματίστηκε έκτοτε για πάντα η πρώτη αυτή, κατάματα και κατευθείαν αντιμετώπιση του σώματος του άλλου χωρίς δεύτερες σκέψεις. Τότε η σεξουαλικότητα ήταν μια εντελώς διαφορετική ήπειρος».
Ωστόσο, αυτό δεν τον ανάγκασε να δει την τέχνη ως καταραμένος: «Δεν μου άρεσε ούτε ο φόβος ούτε η ακραία ζωή. Ήθελα να ζήσω καλά και να είμαι τόσο ακραίος όσο το όριζε η επιθυμία μου. Θαρρώ, όμως, πως υπάρχουν άλλες καταστροφές πιο επικίνδυνες, όπως αυτές που προκύπτουν όταν δίνεται επιτέλους σε κάποιους το “μικρόφωνο” και η πλατφόρμα και δεν μπορούν να συγκρoτήσουν τον λόγο τους. Με ανακουφίζουν αυτοί που η επιτυχία τούς κάνει καλύτερους και δίνουν όλο και περισσότερο» εξηγεί, παραπέμποντας, μάλλον, σε όλη αυτή την ψευδή, καλλιτεχνική ευωχία που ακολούθησε στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς. Όσο για τον ίδιο, παραδέχεται πως την περίοδο των Ολυμπιακών δεν απόλαυσε την πόλη γιατί δούλευε εντατικά: «Δεν έβλεπα τίποτα, δεν υπήρχα καν, δεν κατέβηκα ποτέ στο κέντρο. Θυμάμαι του Ψυρρή ως τo μέρος απ’ όπου προμηθευόμασταν τις πρώτες μας ύλες. Τώρα, από όλο αυτό το πανηγύρι, έχουν μείνει οι μεζέδες. Αλλά τι να τους κάνουμε τους μεζέδες;».
Πώς, όμως, εισέπραξε την επιτυχία των Ολυμπιακών ο ίδιος; Ήταν έτοιμος για όλο αυτό που ακολούθησε; «Νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για ό,τι συνέβη. Έχει μεγάλη σημασία και δεν θέλω να τo υποτιμώ. Οι συμπολίτες μου εξακολουθούν να εκφράζουν την εκτίμησή προς το πρόσωπό μου ακόμα και σήμερα. Ήταν μεγάλη χαρά για μένα τo κύμα της ευγνωμοσύνης, αλλά παράλληλα και μια παγίδα, στον βαθμό που κάτι τέτοιο μεσολαβούσε ανάμεσα σ’ εμένα και το έργο μου. Από την άλλη, με βοήθησε να ξεμπερδέψω με πολλά πράγματα με τη μία». Είναι περήφανος, ωστόσο, που θέλησε να ανοίξει το κοινό σε έναν διαφορετικό τρόπο θέασης ενός έργου, όπως προσπάθησε να κάνει με το Μέσα, και μάλιστα «σε ένα αστικό θέατρο, όπως το Παλλάς – κι ας μη λειτούργησε». Απόλαυσε, ωστόσο, με την καρδιά του και την «ποπ» έκρηξη του 2, τη Μήδεια, που ακολούθησε αμέσως μετά. «Ανεβάζοντας ξανά Μήδεια, ένιωσα σαν να γκρέμισα τις γυψοσανίδες, να έβγαλα την επίπλωση, να άφησα το σπίτι άδειο για να αναμετρηθεί με τον χρόνο και όχι με τη μυθολογία των ωραίων πορτρέτων». Σήμερα χαίρεται που νιώθει ότι με την Πρώτη Ύλη βρίσκεται ακόμα πιο κοντά στη φύση του.
Μέχρι τον Μάη, που σχεδιάζει να επαναλάβει την Πρώτη Ύλη, εξελιγμένη και με νέο συμπρωταγωνιστή αυτήν τη φορά, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα εξακολουθεί να περιδιαβάζει στην πόλη, με αμέτρητες βόλτες. «Είμαι ποδηλάτης, περιπατητής και υμνητής της αστικής μοναξιάς της Αθήνας. Και της αρσενικής μελαγχολίας της πόλης. Παρότι δεν καταβροχθίζω την πόλη, όπως παλιά, επιστρέφω στις ίδιες διαδρομές – στον Εθνικό Κήπο, στο Παγκράτι και στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, στην Πειραιώς κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ, την οποία τείνω να υιοθετήσω, μαζί με την ανθρωπογεωγραφία της». Η πόλη, όπως και η ιστορία της χώρας, παραμένει ολβιόδωρα ζωντανή μέσα του και είναι γνωστό ότι ξεδιπλώνεται με τον πιο γοητευτικό τρόπο μέσα από τα έργα του. «Η ελληνική ταυτότητα παραμένει αυτούσια και ζωντανή μέσα μου με έναν εντελώς ρομαντικό τρόπο. Φαίνεται πως η διαδικασία εξακολουθεί να είναι ζωντανή, στον βαθμό που μου δονεί ακόμη ξαφνικές συγκινήσεις, διαμορφώνει εικόνες και προκαλεί αναταράξεις, κάθε φορά που τυχαίνει να ανακαλύπτω πράγματα και σημεία της ελληνικής ταυτότητας. Κι αν σιχαίνομαι την κυρίαρχη εθνική αφήγηση από μικρός, είναι ακριβώς επειδή στοιχεία της εξακολουθούν να με ορίζουν τόσο ενδόμυχα. Δύσκολα, όμως, μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς τι μου συμβαίνει, επειδή ακριβώς νιώθω πολύ συντονισμένος με αυτό, αλλά ίσως λιγότερο δύσκολα απ’ όταν καλούμαι να απολογηθώ στους φιλότεχνους, πολύτιμους φίλους μου, κάθε φορά που πρέπει να επιχειρηματολογήσω υπέρ στοιχείων του έργου μου που φλερτάρουν με την εντοπιότητα. Το αίσθημα, όμως, που μου μεταγγίστηκε από τον ίδιο τον Τσαρούχη, και αυτό που μου συνέβη όταν βρέθηκα στα 18 μου στη Νέα Υόρκη και συνειδητοποίησα ότι έχει διαφορά να περπατάς σε μια πόλη χωρίς ερείπια, είναι πρωτογενές. Aκούγεται γελοίο, αλλά το ελληνικό καλοκαίρι γεννά εντός μου πράγματα μυστηριώδη και αξεπέραστα. Αν πρόκειται για την ίδια τη φύση ή για μια προσωπική μυθολογία που φωλιάζει στην ψυχή του καθενός, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι είναι περιττό να προβάλει κανείς αντίσταση σε αυτά τα στοιχεία, καλύτερα να αντισταθεί σε μια υποτιθέμενη μοντερνιά. Αλλά είναι λυμένα αυτά τα ζητήματα προ πολλού. Ο Τσαρούχης το είχε ξεκαθαρίσει, εξηγώντας τη διαφορά ανάμεσα στον μαϊμουδισμό της Δύσης και τον κοσμοπολιτισμό που πηγάζει ακριβώς από την αποδοχή της ιδιαίτερης εντοπιότητας».
Ίσως γι’ αυτό σήμερα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου νιώθει απενοχοποιημένος που το κλέος των αγαλμάτων, τα οποία γίνονται συντρίμμια κάτω από το βάρος του έρωτα ή της ιστορίας, εξακολουθεί να επανέρχεται και να καθορίζει το δικό του έργο. Δεν τον νοιάζει αν τον κατηγοριοποιούν, όπως μικρή σημασία δίνει πια σε ποιον αθηναϊκό χώρο θα ανέβουν τα έργα του. Off the record, μου εμπιστεύεται ότι πολύ θα ήθελε να δει το παλιό πορνοσινεμά Star, πίσω ακριβώς από την Ομόνοια, «αυτό το ευλογημένο από τόσο σπέρμα ανδρών μέρος να φιλοξενεί την παράστασή του για τον Καβάφη σε μουσική της Λένας Πλάτωνος. «Αλλά, και πάλι, δεν έχουν σημασία οι χώροι. Όταν η Πίνα Μπάους φιλοξενείται στη φαραωνική ηγεμονία του Μεγάρου Μουσικής ή η Laurie Anderson στο ρωμαϊκό Ηρώδειο, η τέχνη λειτουργεί και στις δύο περιπτώσεις θριαμβευτικά. Οι τόποι στους οποίους λειτουργεί η τέχνη είναι καθαγιασμένοι ούτως ή άλλως. Τη μεγάλη τέχνη πρέπει να τη δούμε ως ευτυχές αποτέλεσμα, να απολαύσουμε την ενεργοποίηση που δεν πρέπει να περιορίζεται σε πολιτική αυταρέσκεια. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η τέχνη γειώνεται με πιο ζωικό τρόπο, γίνεται μεταμόρφωση σε άλλο επίπεδο, πέρα από στενή κοινωνική παρέμβαση, ακριβώς για να λειτουργήσει απελευθερωτικά και ως τέτοια. Αν μπορέσουν, λοιπόν, τώρα στην κρίση, οι ήδη αφυπνισμένοι δημιουργοί να δημιουργήσουν μαργαριτάρια, όσα από αυτά τύχει να περάσουν το φράγμα και να φτάσουν στο ευρύ κοινό θα γίνουν ο προάγγελος μιας νέας ταυτότητας και οδηγός για τους υπόλοιπους. Τότε τα πράγματα θα ξαναφανούν θετικά. Και αν το κύμα γυρίσει προς το καλό, τότε θα ακολουθήσει όλη η θάλασσα. Κι αυτό είναι παραπάνω από σίγουρο».
σχόλια