Μόνο η κραυγή απόμεινε από σένα.
Οκτάβιο Πας, «Ηλιόπετρα»
Μόλις ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του μικρού φεριμπότ και ενώ ο Ιάν, ο άντρας μου, είχε ήδη ξεφορτωθεί το βαρύ σακβουαγιάζ από τις πλάτες του, εγώ απομακρύνθηκα και βρήκα ένα ναύτη στην άλλη άκρη του πλοίου.
«Πες μου» τον ρώτησα στ' αγγλικά, «τι σημαίνει γυναίκα;». «G-i-n-e-k-a» συλλάβισα αργά και τον περίμενα.
Αυτός απόρησε με τη σοβαρότητα ή ίσως με την ελληνική προφορά μου και με ρώτησε ξανά: «Γυναίκα;».
«Ναι» επιβεβαίωσα με αγωνία τη λέξη. Σήκωσε ανέμελα τους ώμους. «Γυναίκα in Greek means woman» εξήγησε. «The female» επανέλαβε και ξαφνικά θύμωσε.
Πλησίασα τον Ιάν: «Κατεβαίνω από το πλοίο» του ανακοίνωσα. Ότι θα έμενα στη βραχονησίδα και θα επέστρεφα με το επόμενο φέρι.
Εκείνος φώναξε πως είχα τρελαθεί «εντελώς» και μου θύμισε ότι το επόμενο καράβι θα ερχόταν ξανά μετά από μία εβδομάδα.
Εγώ τότε τον έβρισα.
Προσπάθησε να με κρατήσει με το ζόρι, επιχείρησε ακόμη να με ακολουθήσει. Τον απώθησα βίαια και πρόλαβα να πηδήσω από το καράβι την ώρα που αυτό απέπλεε.
Τ' όνομά μου είναι Ίγκριντ. Είμαι Σουηδέζα.
Θα μπορούσα να 'μαι κόρη της Ίγκριντ Μπέργκμαν. Τόσο πολύ της μοιάζω.
Σήμερα είμαι σαράντα εννέα χρόνων, όταν όμως κατέβηκα στο ξερονήσι ήμουνα είκοσι εννέα.
Της μοιάζω ακόμα και στο ύφος, της Μπέργκμαν. Ο άντρας μου έλεγε πως έχω κάποια ψυχοπαθολογική ταύτιση μαζί της, γιατί επιδεικνύω διαρκώς την ίδια δραματικότητα, την οποία αυτός χαρακτηρίζει προσποιητή.
Μάλιστα, η απρόβλεπτη εκείνη πράξη μου ήταν η αφορμή που το ποτήρι της υπομονής του ξεχείλισε και χάθηκε τότε από τη ζωή μου ο Ιάν, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ξανασμίξαμε όμως και πάλι. Και είμαστε τώρα άλλα δέκα χρόνια μαζί.
Με τον Ιάν είχαμε τη μανία της πεζοπορίας. Θέλαμε να ανακαλύπτουμε μαζί τα πράγματα. Άργησα να μάθω ότι ανακαλύπτει κανείς μόνο όσα έχει ήδη μέσα του. Δεν ανακαλύπτουμε δηλαδή ποτέ ό,τι δεν ξέρουμε. Εν πάση περιπτώσει, δεν τα καταφέρνω στη φιλοσοφία και ούτε μου αρέσει να εξηγώ.
Ο Γερο-Σταύρος ζούσε στην κορυφή της βραχονησίδας, σ' ένα μικρό νησάκι κοντά στην Αμοργό. Εκεί τον είχαμε βρει ο Ιάν κι εγώ. Με συντροφιά του πολλά γίδια, κλεισμένα σε μεγάλα μαντριά. Έμενε σε μια πλινθόκτιστη στρογγυλή κατοικία. Σαν σπηλιά. «Καθικιά» τη λένε οι ντόπιοι. «Η καθικιά μου» επαναλάμβανε.
Μας είπε πως τον αποκαλούν Γερο-Σταύρο ή Οld-Stavros και γέλασε για το αγγλικό του όνομα. Ήταν γύρω στα εβδομήντα, γεροδεμένος όμως και αγέρωχος. Τόνισε ακόμα, αρκετές φορές, πως ζούσε επί είκοσι συνεχή χρόνια αφότου χήρεψε, μόνος του, πάνω στο νησάκι.
Ο Γερο-Σταύρος μας φιλοξένησε όλη τη μέρα. Έψησε κρέας σε μια περίεργη μακριά σούβλα και οι δυο μας, αυτός κι εγώ, πήγαμε και κόψαμε κόκκινες ντομάτες από τον κηπάκο του και κάναμε μια τεράστια «ελληνική σαλάτα». Με αγγούρι, ντομάτες, πιπεριές, κρεμμύδι, άφθονο λάδι και... κάρδαμο.
«Το κάρδαμο», είπε γελώντας και στρίβοντας το μεγάλο μουστάκι του, «έχει μαγικές ιδιότητες». Κι έκλεισε το μάτι του πονηρά από μακριά στον Ιάν, που δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. Πλησίασα και του εξήγησα στη γλώσσα μας. Γελάσαμε κι οι δυο υπερβολικά δυνατά. Γέλασε σαστισμένος κι εκείνος και αναψοκοκκίνισε.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε γλυκό κόκκινο κρασί σε πήλινες χειροποίητες κούπες, μας έβαλε να κοιμηθούμε στο κρεβάτι του. Έστρωσε λευκά, υφαντά σεντόνια κι επέμεινε να ξαπλώσουμε. Δεν σήκωνε αντίρρηση καμιά γι' αυτό. Ο ίδιος έφυγε μακριά, διακριτικός, με όλο μαζί το κοπάδι του. Είπε πως θα γύριζε το ίδιο βράδυ, «πολύ αργά».
Ενώ κάναμε έρωτα όλο το απόγευμα, ως το δειλινό, κι ανακαλύπταμε κατάπληκτοι τις μαγικές ιδιότητες του καρδάμου, από την άλλη άκρη του νησιού, δυο ώρες δρόμο μακριά, ίσως και περισσότερο, ακουγότανε ακατάπαυστα η φλογέρα του Γερο-Σταύρου να γεμίζει βουκολικές μελωδίες το ερωτικό μας σμίξιμο. Σαν τον αρχαίο Έλληνα θεό τον Πάνα, τον τραγόποδα, τον φαντάστηκα. Έφταναν ακόμα αχνά βελάσματα γιδιών και τα αραιά κουδουνίσματά τους.
Το βραδάκι, όταν γυρίσαμε από το μπάνιο κάτω στη θάλασσα, βρήκαμε τον άντρα εκείνο συνοφρυωμένο και δύσθυμο. Για κάποιο λόγο είχε γυρίσει πολύ νωρίτερα.
«Όλα καλά;» τον ρώτησα ανήσυχη στα αγγλικά.
«Ναι, όλα καλά» απάντησε απότομα.
Άπλωνα το λευκό μαγιό μου αργότερα πάνω στον ξύλινο φράχτη για να στεγνώσει κι αυτός με παρακολουθούσε με βλέμμα σκοτεινό. Ο Ιάν διάβαζε κάποιο βιβλίο παράμερα και δεν πρόσεχε. Σε λίγο πετάχτηκε όμως ορθός, αναστατωμένος, και φώναζε ότι μόλις που προλαβαίναμε να φτάσουμε στον μόλο, να πάρουμε το καραβάκι της επιστροφής.
«Μείνετε, φεύγετε με το επόμενο» έλεγε ο Γερο-Σταύρος έντρομος. Δεν ήθελε να φύγουμε επ' ουδενί. Σχεδόν σαν να μας το απαιτούσε.
«Όχι, όχι, αύριο αναχωρούμε από την Αμοργό, μεθαύριο πετάμε για τη Στοκχόλμη» εξήγησε αυστηρός ο Ιάν.
Μαζέψαμε τα πράγματα βιαστικά και φύγαμε, συγκινημένοι για τη φιλοξενία. Εγώ, αυθόρμητα, αγκάλιασα και φίλησα τον Γερο-Σταύρο. Αφού περπατήσαμε είκοσι περίπου λεπτά, διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει το μαγιό μου πάνω στον φράχτη. Είπα στον Ιάν να προχωρήσει, πως εγώ θα τον έφτανα, και γύρισα πίσω στην «καθικιά» όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να μη χάσουμε το φέρι.
Ο Γερο-Σταύρος δεν με πήρε είδηση καθώς πλησίαζα στο έρημο σπιτάκι του. Τα σκυλιά του δεν με γάβγισαν. Κούνησαν μόνο τις ουρές τους και με κοίταζαν πολύ προσεκτικά.
Αυτός βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, που έβλεπε στο απέραντο πέλαγο. Στις δυο του χούφτες κρατούσε σφιχτά το μαγιό μου. Σαν πουλί ζωντανό που φοβότανε να μην πετάξει και του ξεφύγει μέσα απ' τα χέρια. Είχε γονατίσει στο ένα πόδι σε στάση προσευχής και κοιτούσε απελπισμένος ψηλά. Βογκούσε και αναστέναζε κι επαναλάμβανε δυνατά μια λέξη.
Αντιλαλούσε η λέξη του μέσα στον έρημο τόπο, σαν ικετευτικός λυγμός.
Είδα ακόμα μερικά σύννεφα στον ουρανό που έφευγαν όλα μαζί μακριά, μ' απίθανη ταχύτητα. Γίδια, σκύλος ή ήχος άλλος από κουδούνι ζώου δεν ακουγόταν κανένας, παρεκτός από εκείνη τη λέξη. Γύρισα πίσω τρέχοντας. Βρήκα τον Ιάν καθισμένο σ' έναν βράχο να περιμένει.
«Άργησες» είπε αποδοκιμαστικά, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στο λαχάνιασμα και στην ταραχή μου, και προχώρησε πιο γρήγορα μπροστά, κυρτός, φορτωμένος το σακβουαγιάζ.
Λίγο πριν ανέβουμε στο καράβι, ζήτησε να μάθει για το μαγιό. «Άσ' το», του είπα κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως οι άντρες ζουν μόνο για την ελεημοσύνη των γυναικών.
Καθώς ανέβαινα τρέχοντας προς την καθικιά, συλλάβιζα δυνατά την καινούργια μου λέξη.
Γυ-ναί-κα.
Κι αγαπούσα, πρώτη φορά, το κορμί μου.
σχόλια