Χάνοντας τη μεγάλη ευκαιρία να απολαύσουμε έναν αποκριάτικο προεκλογικό αγώνα, βαδίζουμε ολοταχώς προς τις εκλογές του φθινοπώρου. Εκτός αν η ανακοίνωση του συνεδρίου της ΝΔ για τον Ιούλιο είναι απλώς μια παγίδα για να ησυχάσει το ΠΑΣΟΚ. Διότι, συν τοις άλλοις, πολύ δύσκολα θα μαζευτεί πλέον το προεκλογικό κλίμα, ενώ επίσης έξι μήνες κυβερνητικής απραξίας και προεκλογικών «παροχών» είναι πάρα πολλοί για να τους αντέξει η επιχειρηματική ελίτ, που διψάει για αίμα μεταρρυθμίσεων.
Επομένως «βαίνομεν προς εκλογάς», που έλεγε και ο Θανασάκης ο Πολιτευόμενος του Αλέκου Σακελλάριου. Τα μεγάλα θέματα που θα «παίξουν» την περίοδο αυτή –και θα κρίνουν εν πολλοίς την έκταση της νίκης της ΝΔ, διότι πολύ δύσκολα θα τεθεί σε αμφισβήτηση η σειρά επιτυχίας των κομμάτων– είναι πρώτον οι ιδιωτικοποιήσεις στον δημόσιο τομέα, δεύτερον η παιδεία και τρίτον το ζήτημα της αστυνομικής καταστολής. Στο πρώτο οι αντιστάσεις του συνδικαλιστικού χώρου είναι ασθενικές, πράγμα που καταδεικνύει και την αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού: όλοι σχεδόν έχουμε αποδεχθεί ότι ο δημόσιος τομέας είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι πρέπει.
Στο δεύτερο ζήτημα, το οποίο τέμνεται με το πρώτο στο ζήτημα των ιδιωτικών ΑΕΙ, τη μάχη οπισθοφυλακής δίνει το σκληρό κομμάτι των κομματικών νεολαιών της αριστεράς, μία μάχη όμως που είναι χαμένη εξ αρχής διότι οι φοιτητές και οι γονείς τους και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν τα ιδιωτικά ΑΕΙ, νομίζοντας πως αυτό είναι μοντέρνο και καλό και σικ.
Τέλος, στο τρίτο ζήτημα, το οποίο και αυτό εφάπτεται με τα δύο προηγούμενα στο σημείο της καταστολής των διαδηλώσεων, τον αντιπολιτευτικό τόνο δίνουν οι πάλαι ποτέ προοδευτικές-δημοκρατικές δυνάμεις που καταγγέλλουν το κράτος της δεξιάς σε κάθε ευκαιρία, ξεχνώντας όμως μια μικρή λεπτομέρεια: ο κόσμος προσβλέπει σε μία δυναμικότερη καταστολή των κινητοποιήσεων, διότι έτσι θα πάει ταχύτερα για ψώνια και για φλερτ στο κέντρο. Είναι γεγονός ότι ο λαός έχει κάνει μια –μικρή μεν αλλά σαφή δεξιά– στροφή και στο ζήτημα αυτό. Ο Πολύδωρας προστατεύει την ησυχία και κάνει τη βρόμικη δουλειά για τον κάτοικο της Εκάλης και του Κολωνακίου. Έτσι έχει το κλίμα. Είναι ένα πολιτικό κλίμα κατάλληλο για νίκη της ΝΔ, και κατάλληλο επίσης για συρρίκνωση των μικρών κομμάτων – αφού η πόλωση μεταξύ των δύο μεγάλων θα αφήσει μικρό χώρο για ψήφους ιδεών.
Μέχρι τις εκλογές θα ζήσουμε αρκετές μικρές εντάσεις, που θα χρωματίσουν την εκλογική πορεία. Προχθές, ας πούμε, τα πράγματα άναψαν στη Θεσσαλονίκη από την πρόταση ενός απίθανου νομαρχιακού συμβούλου, του οικολόγου Μ. Τρεμόπουλου, να τιμήσει η Θεσσαλονίκη το σφαγέα των Ελλήνων Μικρασιατών, τον Κεμάλ Ατατούρκ, επειδή –λέει– είναι «παιδί της»! Ώρες είναι να ξεσηκωθεί και η Βιέννη και να κάνει τίποτα ωραία αφιερώματα στον Χίτλερ, μιμούμενη τον ιδιότυπο γραικυλισμό μερικών νεοελλήνων.
Την ίδια ώρα που ερχόταν ο Κεμάλ του Τρεμόπουλου είχαμε και το νόμο για την καύση των νεκρών. Το ζήτημα αυτό είναι μεγάλης πνευματικής σημασίας, παρότι έχει δικαίωμα φυσικό ο καθένας να διαλέγει ο ίδιος τον τρόπο που θα μας αφήσει χρόνους. Η καύση –μια προτεσταντική ιδέα, ιδιαίτερα σκληρή απέναντι στην ύλη, απέναντι στο σώμα– στηρίζεται ακριβώς στην αποθέωση της ψυχής και στην πεποίθηση ότι το σώμα είναι αμαρτωλό. Είναι η φυλακή της. Έτσι, αυτό το σώμα πρέπει να γίνει στάχτη, διότι η ψυχή μετράει. Αυτή είναι η προτεσταντική παράδοση επί του θέματος. Η δική μας, η ορθόδοξη παράδοση, είναι εντελώς αλλού, καθότι –ακολουθώντας τους έλληνες πατέρες αλλά και την αρχαιοελληνική ιδέα περί σώματος– σέβεται την ύλη, σέβεται τα πάθη της, και επίσης σέβεται το σώμα. Η ψυχή κατοικεί μέσα εκεί για να αναστηθούν και τα δύο. Επομένως η καύση για έναν ορθόδοξο είναι αδιανόητη.
Δεν γεννάται βεβαίως ζήτημα για το δικαίωμα της επιλογής, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε και τις παραδόσεις μας, ώστε να ξέρουμε τι ζητάμε. Όπως και η περίφημη Σεγκολέν, που ξέχασε τη συντηρητική στροφή των τελευταίων ετών στη Γαλλία και άρχισε να λέει διάφορα παλαβά για την Κορσική και για το Κεμπέκ, με αποτέλεσμα να έχει ήδη χάσει τις εκλογές. Εδώ, οι δικοί μας αφελείς νόμιζαν ότι ο Σαρκοζί, επειδή είναι σκληρός δεξιός και δέρνει τους νεαρούς, θα χάσει από τη νόστιμη Σεγκολέν. Πλην όμως γι’ αυτό ακριβώς θα τις κερδίσει, επειδή τάραξε στο ξύλο τα φτωχαδάκια του Παρισιού: οι Γάλλοι νιώθουν ανασφαλείς πλέον, και ζητάνε κάποιον που να προκαλεί σιγουριά. Δηλαδή τον μίζερο και σκληρό Σαρκοζί.
σχόλια