Παρασκευήαπόγευμα, οδός Ευριπίδου
Κατηφορίζουμε για άλλη μια φορά τη μαγική Ευριπίδου - τα περισσότεραμαγαζιά έχουν κατεβάσει πια τα ρολά. Προσπερνάμε τη βιτρίνα με τις νυφούλες τουΟίκου Τσακανίκα (τα νυφικά έχουν πάντα βάτες) κλοτσώντας σκουπίδια. Είναι η πρώτηφορά που έρχομαι για μπριζολάκια στον Τέλη... Βλέπουμε δυο οργανοπαίχτες πάνω απόένα τραπέζι στο βάθος. Έξω κάνει ακόμα ζέστη - ο ήλιος ντάλα και τα τραπέζιαγεμάτα. «Θα 'ναι τίποτα πλανόδιοι. Ας κάτσουμε μέσα» λέω όλο σιγουριά στονΤάσο. Κούνια που με κούναγε. Για την υπόλοιπη ώρα, λουφαγμένοι στο μαρμάρινόμας τραπεζάκι κάτω από ένα θηριώδες σύμπλεγμα από τέσσερα κλειστά air condition,ακούμε τον κλαριτζή που βαράει τις παραγγελιές τη μία μετά την άλλη για τοντύπο που κάθεται ακριβώς από πίσω μας: Μαλλί με περμανάντ, τσιγκελωτό μουστάκι,κολλητή μπλούζα με χρυσό κεντημένο στέμμα, μαύρα γυαλιά Prada και άπειρα χρυσάδαxτυλίδια-γροθιά. (Την τελευταίαφορά που είδα τόσα χρυσά δαxτυλίδιασε άντρα ήταν στα κοσμικά μπουζούκια «Αριζόνα» του Λονδίνου. Ένας Κύπριος γλεντούσεανεμίζοντας τα χέρια του πάνω κάτω. Τα δαχτυλίδια του σχεδόν έκοβαν το πυκνόστρώμα καπνού που πλανιότανε πάνω από το τραπέζι, ενώ η τραγουδίστρια, ντυμένημε ένα τριγωνάκι μπικίνι και μια κοντή φουστίτσα ασημί χρώματος αφιέρωνε τα τραγούδιατης «στον Τζούλη».) Τρώμε τα μπριζολάκια μας μουγκοί κι ιδρωμένοι με θέα έναερειπωμένο νεοκλασικό - κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε έχει πάει κατά διαόλου. Οιφωνές μας πνίγονται κάτω από τα κλαρίνα και τους λαρυγγισμούς της συντροφιάςτου βαρόνου-τσιγγάνου που τραγουδά όλο πάθος «Ιτιάααααααα, ιτιάαααα,λουλουδιασμέεεεενη, αααχχχχχχχαχ, πώς μοσχοβολάαααααααααααααααααααααας καημέεεεεεεεενη».
Κυριακή 19:45,περιμένοντας για ταξί στην οδό Ευτυχίδου στο Παγκράτι
Έχω αργήσει για τα καλά - υποτίθεται πως θα πάω να δω την τελετή λήξηςστις Νύχτες Πρεμιέρας. Μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρίσκω. Ανοίγω την πόρτα κι αντιλαμβάνομαιπως ο οδηγός έχει και την οικογένειά του μαζί· τη γυναίκα του και τα δυο του παιδάκια,ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι -που δεν είναι πάνω από έξι- καθισμένα στο πίσωκάθισμα. Από το ραδιόφωνο ακούγονται δυνατά νταούλια. Καθώς κοιτάω έξω απ' τοπαράθυρο την οδό Ευτυχίδου, τα παιδάκια τραγουδούν για μια τύπισσα που θα κόψειτις φλέβες της, ενώ ο έρωτας που είναι σαν φωτιά θα την καταπιεί σαν κομήτης καιθα την κάνει ένα με το χώμα (ή κάπως έτσι...). Στην Αμαλίας το τραγούδι αλλάζει: τώραένας τύπος τραγουδάει «Θέλλλωωωω ουιιίσσσκκιιιιιιιιιι» και τα παιδάκια κάνουνδεύτερη φωνή. Ζω ένα παιδικό καψουροπάρτι των τεσσάρων τροχών. Είμαι έτοιμη ν'αρχίσω να βαράω παλαμάκια και να λέω«ντιριντάχτα» με συγκαταβατικό χαμόγελο σαν καθωσπρέπει κορίτσι σε ελληνικό μιούζικαλτου '60. Σκέφτομαι πως δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στον έντονο λαϊκό χαρακτήρα πουέχει αποκτήσει η ζωή μου τις τελευταίες μέρες - ίσως θα πρέπει ν' αρχίσω νακουβαλάω ένα ντέφι πάνω μου για παν ενδεχόμενο.
σχόλια