Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 94 χρόνων άφησε ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, έχοντας προσβληθεί από την Covid-19.
Ο Χένρι Κίτσκα ήταν ένας από τους τελευταίους Βέλγους επιζώντες του Άουσβιτς.
«Ένας μικροσκοπικός κορωνοϊός πέτυχε σε αυτό όπου ένας ολόκληρος στρατός ναζί απέτυχε. Ο πατέρας μου επέζησε της Πορείας θανάτου, όμως σήμερα τελείωσε και η Πορεία της ζωής του» έγραψε σε ανάρτηση στο Facebook ο γιος του, Μισέλ.
Μιλώντας τον Ιανουάριο στο BBC για το βίωμά του και ερωτηθείς πώς επέζησε, απάντησε: «Δεν ζούσες στο Άουσβιτς. Το μέρος το ίδιο είναι θάνατος».
«Το όνομά μου; Δεν είχα όνομα. Ούτε διεύθυνση. Ούτε σχολείο, ούτε οικογένεια, όλη μου η οικογένεια πέθανε εκεί» λέει ο Κίτσκα διαβάζοντας τον αριθμό 177789 ακόμα χαραγμένο στο αριστερό του χέρι.
Ο Κίτσκα γεννήθηκε το 1926 στις Βρυξέλλες σε μία εβραϊκή οικογένεια με πολωνικές ρίζες. Οι γονείς του, θέλοντας να αποδράσουν από τα αντισημιτικά πογκρόμ στην ανατολική Ευρώπη, κατέφυγαν στο Βέλγιο για μια νέα ζωή.
Ο Χένρι και ο πατέρας του δούλευαν σαν εργάτες ενώ οι γυναίκες της οικογένειας, η μητέρα, η δερφή και η θεία του, εστάλησαν στο Άουσβιτς όπου εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων με την άφιξή τους.
Το 1945, ο Κίτσκα ήταν μεταξύ των εξαθλιωμένων κρατουμένων που εστάλησαν σε γερμανικά στρατόπεδα με τις περιβόητες Πορείες Θανάτου, καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις πλησίαζαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Για χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, ο Κίτσκα δεν μίλησε ποτέ για τα όσα έζησε.
Παντρεύτηκε, άνοιξε ένα κατάστημα με τη σύζυγό του κι έκανε οικογένεια: Τέσσερα παιδιά, εννέα εγγόνια, 14 δισέγγονα.
Αργότερα, ωστόσο, ξεκίνησε να δίνει διαλέξεις σε σχολεία, νιώθοντας πως άξιζε η οδύνη της μνήμης, προκειμένου να μην ξεχαστεί η φρικωδία του ολοκαυτώματος.
Εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Β'ΠΠ, ο Κίτσκα δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να εξασφαλίσει πως η φωνή του θα ακουγόταν και μετά θάνατον.
Με πληροφορίες από BBC
σχόλια