Φέτος το καλοκαίρι η Αττική γνώρισε μερικές από τις χειρότερες πυρκαγιές στην ιστορία της, που αφάνισαν πάνω από 250.000 χιλιάδες στρέμματα δασικών εκτάσεων. Σε συνδυασμό με τις άλλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής –άνοδος θερμοκρασίας, αύξηση συχνότητας καυσώνων και άλλων ακραίων καιρικών φαινομένων– το μικροκλίμα της Αττικής και βέβαια του Λεκανοπεδίου αναμένεται να επιβαρυνθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, είναι άρα επιτακτική η ανάγκη συντήρησης και αύξησης του αστικού και περιαστικού πρασίνου.
Υπάρχουν ήδη κάποιοι σχεδιασμοί από τον δήμο Αθηναίων που είθε να πάνε καλύτερα από τον Μεγάλο Περίπατο, ένας ανασταλτικός παράγοντας όμως είναι η επέκταση του μετρό και η εξαιτίας των έργων και των εργοταξίων (αλλά και της αυξημένης οικοδομικής δραστηριότητας γύρω από τους νέους σταθμούς) απώλεια πολλών δέντρων, φυτών και χώρων πρασίνου. Μια απώλεια υποτίθεται προσωρινή, που κι αυτό σχετικό είναι, γιατί τα έξι, δέκα ή και περισσότερα χρόνια που μπορεί να κρατήσει η κατασκευή ενός σταθμού δεν το λες αμελητέο διάστημα, επειδή χρειάζονται τουλάχιστον δύο-τρεις δεκαετίες για να ξαναγίνει ένα πάρκο με ψηλά δέντρα αλλά και επειδή οι αποκαταστάσεις που έγιναν σε παλιότερες επεκτάσεις προς δυτική Αθήνα και νότια προάστια γύρω από σταθμούς του μετρό έδωσαν πίσω πολύ τσιμέντο και λίγο, «αναιμικό», χαμηλό κυρίως πράσινο. Καμία σχέση δηλαδή με την κυριολεκτική έννοια του πάρκου, του αλσυλλίου ή μιας δεντροφυτεμένης πλατείας.
Όλα αυτά σε μια πυκνοκατοικημένη τσιμεντούπολη 4 εκατ. ανθρώπων, όπως είναι η ευρύτερη περιοχή Αθήνας - Πειραιά, όπου σε 412 τ.μ. υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν κατά μέσο όρο και ανάλογα με την περιοχή από 0,96 έως 7 τ.μ. χώρου πρασίνου ανά κάτοικο, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Μια πόλη που χάνει διαρκώς σε ανάσες καθαρού αέρα, σε δροσιά τους θερινούς μήνες, σε φυσικό περιβάλλον, σε δημόσιους χώρους αναψυχής.
«Το Αττικό Μετρό υπολογίζει ότι θα κοπούν 1.200 δέντρα, στην πραγματικότητα όμως είναι γύρω στις 2.500. Δεν αναφέρεται κάτι για μεταφύτευση. Δεν έχει μετρηθεί καν ο αριθμός τους ακόμα, συνεπώς ο σχεδιασμός των έργων έγινε χωρίς να υπολογιστεί η παράμετρος της μείωσης του πρασίνου. Τα περισσότερα δέντρα κόβονται ουσιαστικά λόγω του κόστους, το έργο μπορεί να γίνει διαφορετικά, αλλά επιλέγεται η οικονομική λύση.
Εντούτοις, κάποιοι σταθμοί έχουν επιφανειακές αναπλάσεις 1.300 τ.μ. και άλλοι 10.000+τ.μ., κάτι που σημαίνει πως οι σταθμοί γίνονται αφορμή για κοστοβόρες αναπλάσεις, αλλά το κόστος για το σώσιμο των δένδρων δεν θεωρείται αξιόλογη επένδυση», εξανέστη το Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου, που έχει σηκώσει και κρατά ψηλά το θέμα.
Σε όποια περιοχή κατασκευάστηκε σταθμός του μετρό, αυξήθηκε κατακόρυφα η οικοδομική δραστηριότητα. Οι σταθμοί φαίνεται πως δεν καταλαμβάνουν τον απολύτως απαραίτητο χώρο, αλλά όσο χώρο είναι ελεύθερα διαθέσιμος, και γίνονται αφορμή για αχρείαστες, κοστοβόρες και πολλές φορές κακόγουστες αναπλάσεις.
«Για να ολοκληρωθεί το έργο, θα πρέπει σε όλους τους σταθμούς να κατασκευαστούν εργοτάξια, χώροι οι οποίοι θα καταληφθούν από μηχανήματα, σιλό, γερανούς, κι αυτό απαιτεί προφανώς ένα ανοιχτό πεδίο, άρα θα κοπούν δέντρα. Σε όλη τη φάση της κατασκευής αυτό το πράσινο δεν μπορεί να αποκατασταθεί, θα επανατοποθετηθεί μεν, αλλά για ένα διάστημα οκτώ ετών και πιθανότατα παραπάνω αυτά τα δέντρα θα λείπουν. Δεν ξέρουμε πόσα ακριβώς, ο ανάδοχος της εργολαβίας τώρα τα μετράει…
Αν σε δέκα χρόνια οι δήμοι απαιτήσουν κάτι παραπάνω, η διοίκηση της Αττικό Μετρό θα το αντιμετωπίσει. Το είδος του δέντρου και η αποκατάσταση γίνεται σε συνεργασία με τους δήμους, είναι δική τους υπόθεση. Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε μελέτες εφαρμογής, έχουμε προμελέτες, προκαταρκτικές κιόλας», απάντησε ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό Νίκος Ταχιάος, συμπληρώνοντας πως «θα είχε ενδιαφέρον αν το Παρατηρητήριο δημοσίευε την εναλλακτική λύση που θεωρεί πως οι μελετητές της Αττικό Μετρό δεν εξέτασαν ή απέρριψαν λόγω κόστους». Σε δεύτερο χρόνο τόνισε ότι θα κοπούν μόνο τα «απολύτως απαραίτητα δέντρα».
«Ακόμα και εάν τα επιστημονικά δεδομένα για την πόλη έχουν αλλάξει την τελευταία δεκαετία τόσο ώστε λόγω της ακραίας ζέστης η Αθήνα να αποκτήσει Επικεφαλής Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης, αυτοί που σήμερα αντιδρούν, θα κριτικάρονται γιατί δεν το έπραξαν χρόνια πριν, και μάλιστα με δική τους μελέτη… Πώς είναι δυνατόν να μην έχει συνταχθεί μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αντισταθμιστικών μέτρων αναφορικά με τους χώρους πρασίνου που θα αποψιλωθούν, να μη γνωρίζουν ούτε η Αττικό Μετρό ούτε οι δήμοι τον ακριβή αριθμό των δέντρων που θα κοπούν, το είδος και το μέγεθος τους;», επανήλθε το Παρατηρητήριο.
Μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν αλλιώς εξαρχής; Υπάρχουν εναλλακτικές που δεν διερευνήθηκαν; Προτίμησε η Αττικό Μετρό τις «εύκολες λύσεις» και ποιες μακροπρόθεσμες συνέπειες θα έχουν αυτές; Έχουν δίκιο όσοι αντιδρούν, όσοι λένε «ώπα»; Τι γίνεται σε άλλες χώρες, τι γίνεται εδώ, στη δική μας, σε έργα όπως η επέκταση του προαστιακού προς Πάτρα; Διότι ναι μεν το μετρό είναι ένα σημαντικό δημόσιο έργο που και την κυκλοφορία θα βελτιώσει και την κίνηση τροχοφόρων θα περιορίσει και λιγότερο από άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς ρυπαίνει, όμως η άκριτη θυσία τόσου πρασίνου, χωρίς εχέγγυα πλήρους αποκατάστασής του σε εύθετο χρόνο, είναι σίγουρα πρόβλημα.
«Η Αθήνα, ειδικά το κέντρο της, είναι μια υπερβολικά πυκνοδομημένη πόλη, χωρίς ουσιαστικό πολεοδομικό σχεδιασμό, μια τσιμεντένια “φαβέλα”… Ο δήμος Ζωγράφου, μάλιστα, φέρεται να είναι η πέμπτη πιο πυκνοδομημένη γειτονιά της Ευρώπης. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν δημοσιευτεί, το ποσοστό πρασίνου στο Λεκανοπέδιο κυμαίνεται από 0,96 τ.μ./κάτοικο έως περίπου 7 τ.μ./κάτοικο (ο ΠΟΥ θεωρεί κατώτατο όρια τα 9 τ.μ.).
Το φετινό καλοκαίρι ήταν από τα πιο θερμά στην ιστορία της πόλης, με θερμοκρασίες-ρεκόρ, και η κατάσταση προβλέπεται να γίνει ακόμα πιο δύσκολη μελλοντικά. Τα δένδρα ρίχνουν τη θερμοκρασία περιβάλλοντος, είναι φυσικά κλιματιστικά. Συστηματικά, όμως, μειώνονται σε ποσότητα και ποιότητα.
Επιπλέον η Αθήνα βρίσκεται σε μια νέα φάση οικοδομικού οργασμού. Μονοκατοικίες με κήπους, άτυπα “πάρκα τσέπης” με πλούσια βλάστηση δίνουν τη θέση τους σε πολυώροφα κτίρια. Παρατηρούμε ήδη σε όλες τις περιοχές της πόλης συνεχή αύξηση της δόμησης και μείωση πρασίνου που οδηγεί, φυσικά, σε αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του όγκου του μπετόν, της μη κυκλοφορίας του αέρα, των περισσότερων κλιματιστικών συσκευών κ.λπ.
Το πράσινο είναι όμως εξαιρετικά απαραίτητο όχι μόνο για περιβαλλοντικούς/κλιματικούς λόγους αλλά και για αισθητικούς/ψυχολογικούς», μας λένε από το Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου και, εστιάζοντας στο ζήτημα της επέκτασης του μετρό, συνεχίζουν:
«Το έργο ξεκινά χωρίς τις απαραίτητες ολοκληρωμένες περιβαλλοντικές μελέτες, ενώ έπρεπε ήδη: α) να έχουν καταμετρηθεί τα δέντρα αριθμητικά και ποιοτικά, β) να έχει οριστεί ποια δέντρα και πού μπορούν να μεταφυτευτούν, γ) να έχει οριστεί ο αριθμός των δέντρων/δενδρυλλίων που θα πρέπει να φυτευτεί μετά τις εργασίες για την αποκατάσταση των χώρων των εργοταξίων, όχι αριθμητικά αλλά με περιβαλλοντικά κριτήρια (ένα δέντρο δέκα μέτρων δεν ισοδυναμεί με ένα δενδρύλλιο ενός μέτρου), δ) να έχει οριστεί πόσα δέντρα χρειάζεται να φυτευτούν στους γύρω δρόμους και χώρους ώστε να αναπληρωθούν η έλλειψη πρασίνου όσο διαρκούν οι εργασίες σε κάθε σταθμό και η επιπλέον περιβαλλοντική επιβάρυνση των πολυετών οικοδομικών εργασιών.
Χωρίς αυτές τις μελέτες δεν μπορούν να σχεδιάζονται οι σταθμοί και να λέμε πως υπάρχει θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Η μείωση των εκπομπών σωματιδίων και των αερίων που σχετίζονται με τις μετακινήσεις είναι πολύ σημαντικοί δείκτες, όμως δεν καλύπτουν πλήρως τα περιβαλλοντικά, αισθητικά και κοινωνικά οφέλη όλων αυτών των δέντρων που προβλέπεται να κοπούν, αν δεν εφαρμοστεί η παραπάνω στρατηγική.
Μην ξεχνάμε, επίσης, πως σε όποια περιοχή κατασκευάστηκε σταθμός του μετρό, αυξήθηκε κατακόρυφα η οικοδομική δραστηριότητα. Οι σταθμοί φαίνεται πως δεν καταλαμβάνουν τον απολύτως απαραίτητο χώρο, αλλά όσο χώρο είναι ελεύθερα διαθέσιμος, και γίνονται αφορμή για αχρείαστες, κοστοβόρες και πολλές φορές κακόγουστες αναπλάσεις.
Υπάρχουν μικροί λειτουργικοί σταθμοί όπου έγιναν έτσι, επειδή στην επιφάνεια υπήρχαν κτίρια (Ακρόπολη, Σεπόλια). Για παράδειγμα, ο σταθμός που σχεδιάζεται στο Γαλάτσι έχει δέκα φορές μικρότερη επιφανειακή παρέμβαση από αυτόν της Πανεπιστημιούπολης. Εκεί, 12.000 τ.μ. δάσους θα αποψιλωθούν για το μετρό, μια και υπάρχει η έκταση διαθέσιμη. Η πλατεία Κολωνακίου έχει μόλις δεκαπέντε χρόνια από την προηγούμενη ανάπλασή της και είναι μια πλατεία-όαση για το κέντρο της πόλης, όπου το πράσινο μόλις κατάφερε να επανακάμψει.
Όλα τα σημεία στα οποία έχουν επιλεγεί να γίνουν οι σταθμοί είναι καταπράσινα, εκτός της πλατείας Γαρδένια / Αλεξανδρή στου Ζωγράφου, όπου τα λιγοστά δέντρα είναι έτσι κι αλλιώς σε κακή κατάσταση. Συγκεκριμένα, στο πάρκο Ριζάρη και Ναϊάδων, όπου προγραμματίζεται να ισοπεδωθούν 11.000 τ.μ. πάρκου, υπάρχουν μερικά από τα πιο μεγάλα και εμβληματικά δέντρα του κέντρου. Η ίδια περιοχή μάλιστα γνώρισε δραστική περιβαλλοντική και αισθητική υποβάθμιση μετά την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης που ξεκίνησε το 2013, οπότε κόπηκαν 80-100 δέντρα, αλλιώς χάθηκαν περίπου 6.000 τ.μ. πρασίνου…
Ας γίνει, λοιπόν, η επέκταση του μετρό αφορμή για μια σοβαρή συζήτηση σχετικά με το σε ποια κατεύθυνση θέλουμε να κινηθεί η Αθήνα, της οποίας κάποιες περιοχές θυμίζουν ήδη δυστοπία», καταλήγουν, λέγοντας πως σύντομα θα δημοσιεύσουν στην ιστοσελίδα τους στο F/B συγκεκριμένα παραδείγματα κατασκευής σταθμών μετρό σε άλλες χώρες, όπου κατάφεραν να κρατήσουν ακέραιο σημαντικό τμήμα του προϋπάρχοντος πρασίνου, ακόμα και να το επεκτείνουν.
Ιδού όμως τι λέει για όλα αυτά η Επικεφαλής Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης του δήμου Αθηναίων ή, αλλιώς, «η φωνή των μεγάλων δέντρων», όπως δηλώνει. Η Ελένη Μυριβήλη έχει δραστηριοποιηθεί εξαρχής στο ζήτημα, πρόσφατα μάλιστα την είδαμε και σε τηλεοπτικό «ντιμπέιτ» με τον πρόεδρο της Αττικό Μετρό:
«Το πράσινο της πόλης είναι αδιαπραγμάτευτο, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, είτε της ρύθμισης της θερμοκρασίας –είναι το μόνο σοβαρό “όπλο” μας για τη θωράκιση της πόλης απέναντι στην κλιματική αλλαγή–, είτε του περιορισμού των αστικών ρύπων και του θορύβου, είτε της προστασίας της βιοποικιλότητας, είτε της ψυχικής ευεξίας στην οποία συντελεί», μας λέει.
«Ναι, είναι ζήτημα το πώς το μετρό διαχειρίζεται το πράσινο στις επεκτάσεις του. Επισκεφτήκαμε τις προάλλες με τον διευθυντή Πρασίνου και Αστικής Πανίδας του δήμου Δημήτρη Κυριακάκη το εργοτάξιο στο πάρκο Ριζάρη. Τα ευρισκόμενα εκεί πλατάνια μπορούν προσεκτικά να μεταφυτευτούν, αφού κλαδευτούν και φτιαχτεί μια μεγάλη τάφρος γύρω από τη βάση που να συγκρατήσει το χώμα και τις ρίζες, να μπει σε πανιά, να δεθεί καλά κ.λπ.
Οι μέχρι τώρα μεταφυτεύσεις δέντρων γίνονται τσάτρα-πάτρα, πολύ λίγα επιβιώνουν. Η διαδικασία αυτή οφείλει να γίνει με επίβλεψη και προδιαγραφές δικές μας, ενδεχομένως και από μια άλλη εξειδικευμένη εταιρεία, αν το Αττικό Μετρό ή ο συγκεκριμένος ανάδοχος δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά. Το να χρησιμοποιούνται π.χ. μπουλντόζες για να μετακινηθούν τέτοια δέντρα είναι αδιανόητο.
Υπόψη ότι ο κανονισμός του δήμου προβλέπει ότι για οποιαδήποτε κοπή δέντρου από ιδιώτη χωρίς άδεια καταβάλλονται πρόστιμα ανάλογα με το μέγεθός του, όμως στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με ένα δημόσιο έργο, ενώ αναφορικά με το πάρκο Ριζάρη-Ναϊάδων η παραχώρηση του χώρου δεν έχει εγκριθεί ακόμα από το δημοτικό συμβούλιο. Είναι, όμως, κονδύλια που η Αττικό Μετρό θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ακριβώς για τις μεταφυτεύσεις των μεγάλων, υπέροχων δέντρων που υπάρχουν τόσο εκεί όσο και σε άλλα ανάλογα σημεία όπου υπάρχουν ή θα γίνουν εργοτάξια.
Θα πρέπει, επίσης, να γίνουν οπωσδήποτε από την εταιρεία αντισταθμιστικές φυτεύσεις δέντρων σε άλλους χώρους μέσα στην πόλη. Επαναλαμβάνω ότι πλέον δεν είναι δυνατό να γίνονται αστικοί σχεδιασμοί που να μη λαμβάνουν υπόψη την κλιματική αλλαγή. Φανταστείτε ότι στο πεζοδρόμιο έξω από την Εθνική Πινακοθήκη, όπου δεν υπάρχει κανένα δέντρο, τα καλοκαίρια η θερμοκρασία είναι 2-2,5 βαθμούς ψηλότερη απ’ ό,τι στο απέναντι, που είναι μπροστά στο πάρκο Ριζάρη.
Αναφορικά με το μετρό, δυστυχώς δεν έχουμε δει να διαμορφώνεται σε κανέναν σταθμό μια πλατεία με μεγάλα και σκιερά δέντρα, ένα “πράσινο” καταφύγιο που θα μπορούσε να έχει επίσης σιντριβάνια. Όσο ψηλότερα είναι η πλάκα από μπετόν που τοποθετείται στο πάνω μέρος των υπόγειων σταθμών, τόσο λιγότερο ζωτικό έδαφος απομένει για τα φυτά και τα δέντρα. Για να έχουμε ψηλά δέντρα, η πλάκα αυτή θα πρέπει να είναι κάτω από δύο μέτρα.
Αυτό ισχύει και για τις μεταφυτεύσεις σε άλλους χώρους. Θετικά παραδείγματα έχουμε ήδη από αλλού. Θυμάμαι, όταν είχα πάει στη Βαρκελώνη, σε μια περιοχή όπου θα υπογειοποιούσαν κάτι μεγάλες λεωφόρους και τον σιδηροδρομικό σταθμό με την προοπτική να φτιαχτεί ένα μεγάλο πάρκο, μεταφύτευσαν μια μεγάλη συστάδα κάπου εκατό δέντρων ώσπου να ολοκληρωθεί το έργο, ώστε να μη λείψει στο μεταξύ το πράσινο. Τα είχαν αφαιρέσει, λοιπόν, ένα-ένα προσεκτικά και είχαν φτιάξει ένα αλσύλλιο με δέντρα εκτός εδάφους μεν, πολύ προσεγμένα δε.
Έπειτα, έχει διαφορά το πώς φυτεύει ένα δήμος δέντρα, τι χώρο τούς αφήνει να αναπτυχθούν –στην Αθήνα τα περισσότερα ασφυκτιούν–, τι κονδύλια προβλέπει σχετικά, γιατί άλλη δουλειά κάνεις με δέκα ευρώ, άλλη με εκατό –εδώ, φυσικά, συνυπολογίζεις το μακροπρόθεσμο όφελος–, πόσο έχεις φροντίσει για την υδροδότηση, την οξυγόνωση του εδάφους κ.λπ.».
Πράγματι, σε χώρες όπως η Ισπανία (Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Μπιλμπάο), η Ιταλία (Ρώμη, Μιλάνο και αλλού), η Γαλλία (Παρίσι), η Ιαπωνία, η οποία έχει κάνει «σχολή» στις δεντροφυτεύσεις και τις αποκαταστάσεις περιβάλλοντος με τη μέθοδο Miyawaki, η Ινδία ακόμα, όπου η κατασκευή είτε η επέκταση του μετρό σε μεγάλες πόλεις, όπως το Νέο Δελχί (όπου πολλοί σταθμοί είναι υπέργειοι και για περιβαλλοντικούς λόγους), η Βομβάη και η Μπάγκαλορ και η εξ αυτού προγραμματισμένη κοπή πλήθους δέντρων ξεσηκώνουν αντιδράσεις, ήδη γίνεται συστηματική προσπάθεια είτε να μεταφυτεύεται είτε να αποκαθίσταται πλήρως και σε σύντομο διάστημα όσο πράσινο χάνεται στη διάρκεια τέτοιων μεγάλων έργων. Το κόστος μπορεί να είναι μεγαλύτερο, όμως το όφελος σε βάθος χρόνου είναι ανεκτίμητο, απ’ όπου κι αν το πιάσεις.
«Για να έρθουμε στα δικά μας, στον δήμο Αθηναίων έχει υπογραφεί ήδη η διπλή ανάπλαση στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, απ’ όπου θα προκύψει ένα εκτεταμένο πάρκο, άλλα δύο έχουν προγραμματιστεί στον Ελαιώνα, καθώς επίσης τρεις καταρχάς μεγάλοι “πράσινοι” διάδρομοι σε γειτονιές της πόλης, χρειαζόμαστε όμως πολύ περισσότερους τέτοιους πνεύμονες και αυτή η “δεντροκτονία” λόγω μετρό σίγουρα είναι ένα πισωγύρισμα, όσο χρήσιμο κι αν είναι το έργο.
Το θετικό είναι ότι ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό εμφανίζεται ανοιχτός σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις, κάτι που ελπίζουμε να φανεί και έμπρακτα. Ένα από τα επόμενα βήματα, τώρα, οφείλει να είναι μια σωστή κυκλοφορική ρύθμιση σε μια πόλη που έχει αναπτυχθεί με γνώμονα τις ανάγκες των τροχοφόρων και όχι των κατοίκων της. Να τολμήσουμε κάποια στιγμή να αγγίξουμε και τους δρόμους, όχι μόνο τους χώρους πρασίνου», ολοκληρώνει η κ. Μυριβήλη.
Και να πει κανείς ότι δεν έχουμε τέτοια τεχνογνωσία στην Ελλάδα; Ούτε αυτό ισχύει, μπορεί μάλιστα να εφαρμοστεί όχι μόνο στην περίπτωση του αθηναϊκού μετρό αλλά και εκείνου που κατασκευάζεται στη Θεσσαλονίκη.
«Εκεί όπου ανοίγονται οι νέες σιδηροδρομικές γραμμές προς Πάτρα έχουμε μεταφυτεύσει, σε συνεργασία με την ΕΡΓΟΣΕ και τους όμορους δήμους, πάνω από 300 ελαιόδεντρα –τα περισσότερα υπεραιωνόβια–, το δε κόστος έχει ανέλθει μέχρι τώρα στα 180.000 ευρώ», λέει η Άρτεμις Βιδάλη, μηχανολόγος-μηχανικός ειδικευμένη στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων, υπεύθυνη προγράμματος για τη διάσωση των ελαιόδεντρων στα έργα της ΕΡΓΟΣΕ στο Πράσινο Ταμείο:
«Προβήκαμε και σε άλλες τέτοιες μεταφυτεύσεις δέντρων, υπάρχει δηλαδή η τεχνογνωσία για τις βέλτιστες πρακτικές, δεν είναι κάτι άγνωστο, και όντες οι μόνοι στην Ελλάδα που έχουμε δουλέψει συστηματικά σε αυτόν τον τομέα ευχαρίστως θα συνδράμαμε το Αττικό Μετρό, εφόσον εκδηλωθεί επίσημα ενδιαφέρον από την εταιρεία – μέχρι στιγμής έχουν γίνει μόνο κάποιες άτυπες συζητήσεις. Κάνουν βεβαίως κι αυτοί, απ’ όσο γνωρίζω, τις δικές τους περιβαλλοντικές μελέτες και ελπίζω ότι θα προσέξουν περισσότερο το θέμα των μεταφυτεύσεων».
Ναι, μπορεί να κοστίζει κάτι παραπάνω το να μεταφυτεύσεις ένα μεγάλο δέντρο από το να το κόψεις ή να το αντικαταστήσεις με ένα νεαρό φυντάνι που, φυσικά, δεν είναι το ίδιο, συνεχίζει, «ήδη όμως από φοιτήτρια έχω μάθει να το υπολογίζω σε συνδυασμό με τα μακροπρόθεσμα οφέλη που δεν είναι λίγα και έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία, και όχι μόνο οικονομική».