«Αυτός ο πρώην αξιωματικός των Κοζάκων του Τσάρου έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι. Τώρα, είναι επικεφαλής ενός από τα πιο αξιόλογα βιβλιοπωλεία στον κόσμο. Ο Κάουφμαν διαθέτει ένα απόθεμα εκπληκτικών κλασικών έργων, καθώς και όλες τις σημαντικές νέες κυκλοφορίες. Μπορείτε να τον βρείτε στον 1ο όροφο του καταστήματός του, στο 28 της οδού Σταδίου, και είναι πάντα ενθουσιασμένος όταν υποδέχεται ένα Γάλλο επισκέπτη. Το άλλο κατάστημά του, στο 11 της οδού Βουκουρεστίου, ειδικεύεται σε βιβλία τέχνης, παλαιά βιβλία και χαρακτικά».
ΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ παρουσιάζει ο τουριστικός οδηγός «Julliard» το 1969 το διάσημο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν, πολιτιστικό σημείο αναφοράς για την Αθήνα του 20ού αιώνα.
Ο Φιλίπ Μινιόν, πρώην υπάλληλος του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν, ο οποίος βίωσε το τέλος της χρυσής εποχής αυτού του χώρου, ο Δημήτρης Παντελοδήμος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνεργάτης του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν και συγγραφέας, μαζί με την Colette Lust, του Μεγάλου Δίγλωσσου Γαλλοελληνικού και Ελληνογαλλικού Λεξικού, και ο Μαρσέλ Ντιράν, πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Πειραιά και των εκδόσεων Kauffmann, δημιουργός της σειράς «Confluences», υπογράφουν τα κείμενα σε ένα βιβλίο-φόρο τιμής στο θρυλικό βιβλιοπωλείο που ένωσε δυο πολιτισμούς.
Με 368 σελίδες πλούσιες σε φωτογραφικό υλικό, αρχεία, προσωπικές μαρτυρίες και διαφημιστικό υλικό, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν. Από την ταπεινή του αρχή στην Ομόνοια, όπου τα πρώτα του προϊόντα πωλούνταν σε μια αναποδογυρισμένη ομπρέλα, μέχρι την ακμή του στη Σταδίου, το έργο φωτίζει τον ρόλο του Χέρμαν Κάουφμαν και της οικογένειάς του στην πνευματική ζωή της Ελλάδας.
Με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Άννας Αγγελιδάκη και φωτογραφίες του Θεόδωρου Χουρμουζιάδη, το βιβλίο αποτυπώνει όχι μόνο τις εκδοτικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες του Κάουφμαν, αλλά και την αύρα μιας εποχής που καθόρισε τη σχέση Ελλάδας και Γαλλίας.
Αναδεικνύει τις συνεργασίες με σπουδαίους δημιουργούς της εποχής, όπως οι Σεφέρης, Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Βενέζης και Εμπειρίκος, ενώ παρουσιάζει άγνωστες πτυχές της ιστορίας του, από τη συμμετοχή του στις Δελφικές Εορτές έως την ίδρυση της περίφημης σειράς «Confluences» από τις εκδόσεις Kauffmann.
Το «La Librairie Kauffmann - Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν» δεν είναι απλώς ένα βιβλίο. Είναι μια ωδή σε έναν θρύλο του ελληνικού βιβλιοπωλείου, μια απόδειξη του τι μπορεί να πετύχει η πολιτιστική συνεργασία και ένας θησαυρός για όποιον αναζητά να κατανοήσει καλύτερα και να εμβαθύνει στην πνευματική ιστορία της Αθήνας.
Με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Άννας Αγγελιδάκη και φωτογραφίες του Θεόδωρου Χουρμουζιάδη, το βιβλίο αποτυπώνει όχι μόνο τις εκδοτικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες του Κάουφμαν, αλλά και την αύρα μιας εποχής που καθόρισε τη σχέση Ελλάδας και Γαλλίας. Στα κείμενα του βιβλίου, με σεβασμό, αγάπη και νοσταλγία, οι άνθρωποι που συνδέθηκαν μαζί του, συγγραφείς, καλλιτέχνες και πρόσωπα της πνευματικής ζωής, θυμούνται το ιστορικό βιβλιοπωλείο με πολύ ζωντανές αφηγήσεις.
Ένα πικρό τέλος
«Σπουδαίο και ανεκτίμητο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν σκαρφαλωμένο στην απόληξη μιας αρκετά απότομης σκάλας. Πόσα βιβλία ξετρύπωσα εκεί από την αυγή της δεκαετίας του ’70! Παλιά, εξαντλημένα βιβλία. Άλλα, πιο πρόσφατα, γραμμένα στα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αγγλικά. Ενίοτε ακόμα και εισαγόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες – απόδειξη το "The death rituals of rural Greece", που εκδόθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ. Άλλα πάλι αποτελούσαν το λόχο των "νέων γαλλικών κυκλοφοριών", ανάμεσά τους έργα Ελλήνων συγγραφέων μεταφρασμένα στη Γαλλία. Και εκεί, ανάμεσα σε μια μικρή ίλη βιβλιοπωλών: η φίλη Ευανθία Καφετζέλη, ακούραστη όταν επρόκειτο να δώσει πληροφορίες ή να βοηθήσει.
Μετά ήρθε η κρίση. Οι πελάτες λιγόστεψαν. Τα αποθέματα έμειναν στάσιμα. Οι πληροφορίες στέρεψαν. Τα τιμολόγια, από την πλευρά τους, αρνούνταν να εξαϋλωθούν. Η υπάρχουσα ομάδα έπρεπε να μειωθεί, προσδοκώντας καλύτερες μέρες. Τελικά όμως το 2012 η περιπέτεια που ξεκίνησε το 1919, όταν κάποιος Χέρμαν Κάουφμαν ασχολήθηκε με την πώληση μεταχειρισμένων γαλλικών βιβλίων από έναν πάγκο, έφτασε στο τέλος της. Ένα στοίχημα που θα οδηγούσε τον ίδιο και την οικογένειά του σε μια μακρά πορεία. Ως τον πρώτο όροφο του 28 της κομψής οδού Σταδίου. Μια διεύθυνση από την οποία τα τελευταία οκτώ χρόνια δεν μπορώ να περάσω χωρίς να νιώσω την καρδιά μου να σφίγγεται – εγώ που άλλοτε χοροπηδούσα στην προοπτική και μόνο να ξαναβρώ αυτό το αγαπημένο καταφύγιο…», γράφει ο συγγραφέας Jil Silberstein.
Χέρμαν Κάουφμαν, ο νονός μου
Την Ξένια Καλογεροπούλου τη βάφτισε ο Χέρμαν Κάουφμαν. Η ίδια λέει ότι αυτό συνέβη γιατί ο πατέρας της ήταν τακτικός πελάτης του βιβλιοπωλείου και η μητέρα της από τη Ρωσία. Γράφει:
«…Τόσα ξέρω. Πήγαινα να βρω τον νονό μου στο γραφείο του. Λέγαμε δυο κουβέντες, όχι πολλές, μόνο δυο και μετά πήγαινα και διάλεγα βιβλία. Μου έλεγε ο νονός μου "Πάρε ό,τι θες". Ερχόμουν με μια σακούλα και έπαιρνα πάρα πολλά βιβλία. Ούτε έβλεπα τι παίρνω και τι δεν παίρνω. Αυτός ο κόσμος που ήταν όλο το κεντρικό κομμάτι της αίθουσας ήταν δικός μου και πήγαινα και έπαιρνα τα τσαλακωμένα, σκισμένα βιβλία. Καμιά φορά δανειζόμουν. Αυτά μικρή, αμέσως μετά τον πόλεμο άρχισε αυτή η σχέση. Το βιβλιοπωλείο του Κάουφμαν ήταν για μένα ένα κομμάτι της ζωής μου.
Ο ίδιος ο Κάουφμαν ήταν πάντα μουρτζούφλης. Δε μου έλεγε πολλά. Ήταν ένα μυστήριο για μένα. Ήταν βαρύς, χοντρός και βλοσυρός, ποτέ δε χαμογελούσε. Ενίοτε άνοιγε την τσέπη του και μου έδινε μια χρυσή λίρα, σαν νονός που ήταν. Στα γενέθλιά μου όταν έγινα 4 ετών, μου χάρισε την πρώτη μου κούκλα, η οποία ήταν υπέροχη, από αυτές που ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους. Τη λάτρευα αυτή την κούκλα, αλλά την έβγαλα περίπατο εκεί που μέναμε στο Ψυχικό και ξαφνικά έπεσε με το κεφάλι και έσπασε. Έκτοτε δε μου ξαναπήραν κούκλα γιατί αυτά τα γενέθλιά μου ήταν τον Σεπτέμβρη του 1940 και μετά από λίγες ημέρες άρχισε ο πόλεμος κι έτσι δεν απέκτησα άλλη κούκλα από την κούκλα του νονού μου...»
Για τη βιτρίνα του Κάουφμαν
«Μια βιτρίνα. Ναι, στις αναμνήσεις μου ο Κάουφμαν ήταν πρωτίστως μια βιτρίνα. Αν και δεν έμπαινα στο βιβλιοπωλείο κάθε φορά που περνούσα από την οδό Σταδίου, ωστόσο δεν παρέλειπα ποτέ να σταματήσω μπροστά από τις προθήκες του. Όταν διερωτώμαι ποια περιέργεια με ανάγκαζε να κάνω αυτή την υποχρεωτική στάση, συνειδητοποιώ ότι δεν έχει καμία σχέση με την ελαφρώς αφηρημένη ματιά που μπορεί να ρίξει κανείς για να δει τι καινούργιο προτείνεται στον πελάτη.
Σήμερα όμως μου είναι σαφές ότι κοντοστεκόμουν λιγότερο για τα βιβλία και περισσότερο για την ίδια τη βιτρίνα, η οποία ήταν ωσάν την εμβληματική εικόνα αυτού του βιβλιοπωλείου. Ψηλή και στενή, με λιγοστά βιβλία και κατακόρυφα κατανεμημένα, ήταν ο αντίποδας της αφθονίας που προσφέρουν πίσω από τις μεγάλες τζαμαρίες, σε έναν αγοραστή παρά σε έναν αναγνώστη, τα σούπερ μάρκετ βιβλίων στα οποία έχουν εξελιχθεί τα βιβλιοπωλεία των μεγάλων μας πόλεων», γράφει ο René Bouchet, μεταφραστής και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Νίκαιας.
Η σημασία του Κάουφμαν
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Κ. Αλιβιζάτος γράφει, αναφέροντας ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 αγόρασε με τον πατέρα του τους πρώτους τόμους του «Τεν-Τεν» και χάρη στη σειρά έμαθε γαλλικά:
«Για να καταλάβει ο σημερινός αναγνώστης τη σημασία που είχε ο Κάουφμαν για κάποιους "ανήσυχους" φοιτητές και την αθηναϊκή πνευματική ελίτ εκείνα τα χρόνια –για τους ανθρώπους δηλαδή που διάβαζαν "Επιθεώρηση Τέχνης" και "Εποχές" προδικτατορικά και που δεν έχαναν παράσταση του Κουν–, θα πρέπει να πάρει μια στοιχειώδη απόσταση από τα γεγονότα: ήταν η περίοδος που, δέκα και κάτι χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, η χώρα προσπαθούσε να ξεπεράσει τον επαρχιωτισμό, να ανοιχτεί και να πλησιάσει την Ευρώπη, όχι μόνο πολιτικά και οικονομικά αλλά και πολιτιστικά. Σε αυτό το κλίμα εντασσόταν και η άνθηση του Κάουφμαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, την οποία η επιβολή της δικτατορίας, το 1967, δεν κατάφερε τελικά να ανακόψει, τουλάχιστον εντελώς».
«Από τότε που άνοιξε ο Κάουφμαν», γράφει σε ένα εξαιρετικό κείμενο, ποτισμένο με αναμνήσεις κάθε περιόδου του βιβλιοπωλείου, ο Φιλίπ Μινιόν, «υπήρξε κυρίως γαλλόφωνο βιβλιοπωλείο. Εκείνη την εποχή τα γαλλικά ήταν ακόμα η γλώσσα της "καλής κοινωνίας", των διανοουμένων και των διπλωματών, αλλά και των εξόριστων και των προσφύγων. Οι περισσότεροι από αυτούς τους Ρώσους εμιγκρέδες, που είχαν γίνει οδηγοί ταξί στο Παρίσι, βεντέτες του καμπαρέ στο Βερολίνο ή στοιχηματίες κατσαριδοδρομιών στην Κωνσταντινούπολη, κατείχαν τα γαλλικά, τα οποία είχαν αντίστοιχο κύρος με ένα διαβατήριο Νάνσεν.
Ωστόσο το άνοιγμα ενός γαλλικού βιβλιοπωλείου στην Αθήνα αποτελούσε ταυτόχρονα μια ριψοκίνδυνη κίνηση και μια ευφυή επιχειρηματική ιδέα. Προσλαμβάνει τους υπαλλήλους και τους βιβλιοπώλες του ανάμεσα σε εξόριστους όπως η πριγκίπισσα Μίρσκι, αλλά και στους Έλληνες της διασποράς που είναι κυρίως γαλλόφωνοι. Προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τον Πόντο και τον Λίβανο. Αργότερα, τα παιδιά των οικονομικών ή πολιτικών προσφύγων, που επέστρεφαν από το Παρίσι ή το Βουκουρέστι, το Βέλγιο ή την υποσαχάρια Αφρική, βρήκαν επίσης δουλειά στο βιβλιοπωλείο».
Για την απόφαση να στεγαστεί το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν στη Σταδίου γράφει ο Μαρσέλ Ντιράν: «Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι στα πρώτα του βήματα το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν πρέπει να εμπνεύστηκε από τη "Maison des amis des livres" της Adrienne Monnier». Ο κ. Ντιράν αναφέρει την ασυνήθιστη εγκατάσταση του βιβλιοπωλείου στην Αθήνα, όπως και εκείνη στο Παρίσι της Monnier, σε ένα αρχοντικό κτίριο του Μεσοπολέμου, πρώην έδρα της Γαλλικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Ελλάδα, και πιστεύει ότι το μυθιστόρημα του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν δεν έχει γραφτεί ακόμη. «Η αρχή του ποιήματος του Ζακ Πρεβέρ, φόρος τιμής στην Adrienne Monnier, θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει στο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν: ένα μικρό κατάστημα, ένα μαγαζάκι, μια παράγκα πανηγυριού, ένας ναός ιγκλού, τα παρασκήνια ενός θεάτρου, ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων και ονείρων, ένα αναγνωστήριο και ενίοτε βιβλία προς πώληση ή ενοικίαση και επιστροφή, και πελάτες, οι φίλοι των βιβλίων, που έρχονται να ξεφυλλίσουν, να τα αγοράσουν, να τα πάρουν μαζί τους. Και να τα διαβάσουν».
Η έκδοση «Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν» είναι αποκλειστικά διαθέσιμη στο Λεξικοπωλείο και στο βιβλιοπωλείο Fata Libelli.