Μπορεί σήμερα να γιορτάζεται το Halloween, αλλά ο απόλυτος τρόμος ακούει στο όνομα «Nosferatu».
Η ταινία του FW Murnau έκλεισε φέτος έναν αιώνα και συνεχίζει να προκαλεί ανατριχίλα.
Λίγο έλειψε ωστόσο, η ταινία να καταστραφεί. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Nosferatu: A Symphony of Horror», το 1922, οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ της: το 1924, το στούντιο πίσω από την βωβή ταινία τρόμου συμφώνησε να καταστρέψει όλες τις κόπιες.
Ο λόγος ήταν ότι εκκρεμούσε μία υπόθεση παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων που είχε ξεκινήσει η Florence Balcombe, η χήρα του συγγραφέα του Δράκουλα, Μπραμ Στόκερ.
Ωστόσο, το Nosferatu τεχνικά δεν είναι μια προσαρμογή του Δράκουλα. Τουλάχιστον όχι με την έννοια ότι δημιουργήθηκε χωρίς την άδεια των διαχειριστών της περιουσίας του Στόκερ. Άλλαξε τα ονόματα όλων των μεγάλων χαρακτήρων, καθώς επίσης το σκηνικό και μέρος της ιστορίας.
Ήταν όμως αρκετά κοντά για να οδηγήσει σε νομικές ενέργειες.
Το Nosferatu αρμόζει στο θέμα του βαμπιρισμού. Έτσι και η ταινία λοιπόν, όχι μόνο ξαναζωντάνεψε, αλλά απέκτησε φανατικό κοινό. Επηρέασε έναν τεράστιο αριθμό νέων εκδοχών της ταινίας, που έχουν κυκλοφόρησε με την πάροδο των ετών.
Το γερμανικό εξπρεσιονιστικό ύφος και η ατμόσφαιρα της ταινίας έχουν εμπνεύσει μιμητές, αν και αυτή η εκδοχή του Δράκουλα, που εδώ ονομάζεται Κόμης Ορλόκ και τον οποίο υποδύεται μοναδικά ο Max Schreck, δεν μοιάζει αρκετά με κάποιες από τις πιο διάσημες, μεταγενέστερες κινηματογραφικές ενσαρκώσεις του.
Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο αυτού του «Nosferatu» είναι ότι ο χαρακτήρας ανοιγοκλείνει τα μάτια του μόνο μία φορά σε όλη την ταινία, προς το τέλος της πρώτης πράξης.
Αντίθετα, οι εκδόσεις που έπαιξαν οι Bela Lugosi (1931, Dracula), Christopher Lee (1958, Dracula, και πολλοί άλλοι) και Gary Oldman (1992, Bram Stoker's Dracula) έδωσαν στον χαρακτήρα του Δράκουλα, κάποια μορφή γοητείας, είτε σεξουαλική, ρομαντική είτε μια όψη μεγαλύτερης κομψότητας.
Ο Nosferatu του Schreck, όμως ήταν αυθεντικά τρομακτικός, με γαμψά νύχια, κυνόδοντες και μυτερά αυτιά.
Ήταν ένα απόκοσμο πλάσμα, κάπου ανάμεσα σε νεκρό άνθρωπο και ζωντανό τρωκτικό.
Αν και η ταινία σήμερα, έναν αιώνα μετά, είναι πιο ανατριχιαστική παρά τρομακτική, ο Κόμης Ορλόκ είναι ένας από τους θησαυρούς του κινηματογράφου. Η μοναδική ερμηνεία του Schreck δίνει συχνά την εντύπωση ότι αιωρείται εκτός κινηματογραφικής κανονικότητας.
Δεν συρρικνώνεται στις σκιές, αλλά τις διατάζει, όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Guardian.
Σε μια από τις πιο διάσημες απεικονίσεις της ταινίας (με μιμητές στον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ), αυτά τα φρικιαστικά δάχτυλα φαίνονται να εκτείνονται στη σκιά, κινούνται αυτόνομα σε έναν τοίχο.
Επιπλέον η ταινία είχε συνδεθεί με μία πανδημία της εποχής, που μοιάζει πιο επίκαιρη σήμερα από ποτέ. Αυτός ο βρικόλακας σκοτώνει τα θύματά του και η δράση του ήταν ανατριχιαστικά κατάλληλη τόσο για την τότε πανδημία του 1918 όσο και την σημερινή.
Το Nosferatu δεν ήταν η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Δράκουλα. Ένας χρόνο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει μία ουγγρική βωβή ταινία που έκτοτε έχει χαθεί.
Ούτε είναι η πιο γνωστή εκδοχή. Η εκδοχή του Tod Browning με πρωταγωνιστή τον εμβληματικό Bela Lugosi εξακολουθεί να μοιάζει ως η απόλυτη κινηματογραφική απεικόνιση της λαϊκής φαντασίας. Ένα επίτευγμα για την εποχή.
Το Nosferatu, όμως, παραμένει ξεκάθαρα απόκοσμο. Βλέποντάς το σήμερα, υπάρχουν, φυσικά, τα πιθανά εμπόδια της ταινίας, καθώς δεν υπάρχουν οι προφορικοί διάλογοι. Τα ασπρόμαυρα πλάνα ωστόσο του προσδίδουν ακόμα πιο απόκοσμη και σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ένας ωμός «ερασιτεχνισμός» της εποχής που σήμερα μοιάζει πιο καλλιτεχνικός από ποτέ.
Έναν αιώνα μετά, αυτό ακριβώς είναι που δίνει στην ταινία του Murnau τη δύναμή της, τη ζωντάνια της.
Αυτό ισχύει φυσικά για πολλές βωβές ταινίες, αλλά η γκροτέσκα φιγούρα του Nosferatu κάνει την ταινία ιδιαίτερη, μοναδική.
Και έτσι, εκατό χρόνια μετά, το Nosferatu παραμένει ένα εντυπωσιακό καλλιτεχνικό επίτευγμα, με μοναδική καλλιτεχνική ενέργεια.
Με πληροφορίες του Guardian