Ο μουσακάς είναι η απόδειξη του πώς μπορούν να εξελιχθούν οι εθνικές κουζίνες, επισημαίνει ο Economist, σε ένα «αποθεωτικό» άρθρο για το ελληνικό πιάτο που είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο.
Ο Economist εξηγεί πως ο μουσακάς είναι το πιάτο που δείχνει πώς οι εθνικές κουζίνες εξελίσσονται χάρη σε διάφορες επιρροές που ενδεχομένως δέχονται από πολλαπλούς παράγοντες. Ταυτόχρονα, αποθεώνει το ελληνικό αυτό πιάτο με την εξής περιγραφή: «Ατημέλητα κομμένα τετράγωνα με κιμά με πλούσια γεύση, πατάτες, μελιτζάνες και απολαυστική μπεσαμέλ».
Το άρθρο του Economist, μάλιστα, ξεκινά επισημαίνοντας μια αντίφαση πως αν και ο μουσακάς θεωρείται σήμερα το εθνικό φαγητό της Ελλάδας, «η είσοδός του στο πάνθεον της ελληνικής γαστρονομίας ήρθε περίπου έναν αιώνα μετά την ελληνική ανεξαρτησία». Το πώς η Ελλάδα έχει αγκαλιάσει το συγκεκριμένο πιάτο είναι ένα «μάθημα για το πώς σφυρηλατούνται οι παραδόσεις και πώς εξελίσσεται η κουζίνα ενός έθνους», επισημαίνει το άρθρο.
«Το 1821 οι Έλληνες επαναστάτες ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών, πυροδοτώντας χρόνια αιματοχυσίας που κορυφώθηκε με τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους το 1829. Στις 25 Μαρτίου κάθε χρόνο οι Έλληνες γιορτάζουν την Ημέρα της Ανεξαρτησίας με παρελάσεις και άφθονα γλέντια όπου σερβίρεται μπακαλιάρος σκορδαλιά, κομμάτια μπακαλιάρου με πουρέ σκόρδου», εξηγεί το βρετανικό περιοδικό στους αναγνώστες του παγκοσμίως, επισημαίνοντας την αντίφαση: «Κι όμως είναι ο μουσακάς – ατημέλητα κομμένα τετράγωνα με κιμά με πλούσια γεύση, πατάτες, μελιτζάνες και απολαυστική μπεσαμέλ — που πολλοί θεωρούν ως το εθνικό πιάτο της Ελλάδας. Η είσοδός του στο πάνθεον της ελληνικής γαστρονομίας ήρθε περίπου έναν αιώνα μετά την ελληνική ανεξαρτησία. Το πώς αγκαλιάστηκε το συγκεκριμένο πιάτο στην Ελλάδα είναι ένα μάθημα για το πώς σφυρηλατούνται οι παραδόσεις και πώς εξελίσσεται η κουζίνα ενός έθνους».
Economist για τον μουσακά: Ο πατριωτισμός έφερε επανάσταση σε ένα κλασικό πιάτο
Αυτό που επισημαίνει όμως ο Economist είναι το γεγονός πως ο μουσακάς χρειάστηκε έναν αιώνα περίπου για να μπει στο πάνθεον της ελληνικής γαστρονομίας – κάτι που επιτεύχθηκε χάρη στο ταλέντο, την ευφυία και την επιδραστικότητα του Νικόλαου Τσελεμεντέ, που θεωρείται «νονός» του. Τη δεκαετία του 1920 εξέδωσε το πρώτο πλήρες ελληνικό βιβλίο μαγειρικής, τον «Οδηγό Μαγειρικής», που περιελάμβανε έξι συνταγές για μουσακά και κανένα μπαχαρικό από αυτά που χρησιμοποιούσαν τότε οι Έλληνες μάγειρες, όπως η δάφνη και η κανέλα, καθώς, όπως έγραφε, αυτά ήταν «μόλυνση» μετά από τα 450 χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο «Οδηγός Μαγειρικής» του Τσελεμεντέ έγινε αναπόσπαστο κομμάτι των πλούσιων αστικών κουζινών και η λέξη «Τσελεμεντές» είναι έως σήμερα συνώνυμη με τα πιο ποιοτικά βιβλία συνταγών, επισημαίνει ο Economist, που στέκεται ιδιαίτερα στο πώς ο Τσελεμεντές έφερε την επανάσταση στην ελληνική κουζίνα, απαρνούμενος τις καθιερωμένες, έως τότε, τουρκικές επιρροές. «Ο Νικόλαος Τσελεμεντές, όπως πολλοί σύγχρονοί του μάγειρες, ήταν ‘εμποτισμένος’ με τη γαλλική γαστρονομία. Αυτό ίσως ήταν που τον ενέπνευσε να ‘ντύσει’ τον μουσακά του με βελούδινη μπεσαμέλ. Οι γαλλοελληνικές δημιουργίες του περιείχαν συχνά, άλλωστε, μελιτζάνα, τηγανητό κολοκυθάκι και, τον χειμώνα, αγκινάρα».
Αναλύοντας τις σύγχρονες επιρροές στις κουζίνες, οι σεφ σήμερα επιδιώκουν να αναστήσουν χαμένες γαστρονομικές παραδόσεις, επισημαίνει το άρθρο αναδεικνύοντας πώς ο μουσακάς αποδεικνύει ότι η αυθεντικότητα είναι μια άπιαστη έννοια στο φαγητό. Ο μουσακάς του Τσελεμεντέ σερβίρεται ακόμα και σήμερα σε ταβέρνες σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα όμως, δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος παρασκευής: Ένα εστιατόριο στην Κέρκυρα προσθέτει ανάμεσα στις στρώσεις του μουσακά ψητές καραβίδες, ενώ στη Βρετανία σερβίρεται με ψητή χήνα, σε ένα πιάτο που οι Άγγλοι ονομάζουν «γκουσάκα» (από το αγγλικό goose που σημαίνει χήνα και τον μουσακά). «Όπως όμως κι αν παρασκευαστεί, ο μουσακάς θα αποτελεί πάντα ένα πιάτο αντιπροσωπευτικό της ελληνικής γαστρονομίας», κλείνει το άρθρο ο Economist.