Θυμάται κανείς την πλατεία Αγίας Ειρήνης μερικά χρόνια πριν; Το Rooster και το κλειστό πλέον Μama Roux, το ετερόκλητο και ενδιαφέρον πλήθος που μάζευε; Έχει επιχειρήσει κανένας από εσάς να τη διασχίσει πρόσφατα, δίχως να φαίνεται σαν να συνοδεύει τουρίστες; Μέσα σε λίγα χρόνια το σημείο αυτό της πόλης μας μετατράπηκε από uber-cool σε απαγορευμένη ζώνη. Βουλιάζει ακόμη από κόσμο, ναι, απλώς από κόσμο διαφορετικό.
Θυμάται κανείς την Ασκληπιού, ίσως τον πιο hot δρόμο της Αθήνας αυτήν τη στιγμή, πέντε χρόνια πριν; Οι κάτοικοί της, οι οποίοι μιλάνε για έναν αναπτυσσόμενο δρόμο, όπου τα μπαρ και μαγαζιά που άνοιγαν παλιά ήταν περισσότερο εσωτερικής κατανάλωσης και τους προκαλούσαν, βασικά, χαρά και ασφάλεια. Θυμάται την Ασκληπιού κανείς δέκα χρόνια πριν; Πάλι οι κάτοικοί της. Ένας λιγάκι σκοτεινός, και τη νύχτα άδειος δρόμος, με δικό του χαρακτήρα, που παρότι βρισκόταν στο απόλυτο κέντρο της πόλης κανείς δεν πρόσεχε. Μια κοπέλα μόνη, ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης, θα φοβόταν να περπατήσει βράδυ από ένα σημείο και μετά.
Αν έχεις διασχίσει την Ασκληπιού τον τελευταίο καιρό σε μέρα και ώρα αιχμής, ξέρεις πως η εμπειρία μπορεί να οδηγήσει σε κρίση πανικού ακόμα και το πιο πράο άτομο. Κάθε αγοραφοβικός, ανασφαλής, φοβισμένος άνθρωπος κάνει κάτι σαν άσκηση θάρρους κάθε φορά που προετοιμάζεται για το «άλμα» πάνω από τις ορδές κόσμου που συνωστίζονται από Διδότου μέχρι Ερεσού. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο της Ασκληπιού αποτελεί ένα διπλό μέτωπο: από τη μια, το φτυάρισμα του κόσμου, το οποίο αναστατώνει τις ζωές των εφαπτόμενων στα μπαρ κατοίκων. Από την άλλη, το γενικότερο gentrification και η έκρηξη τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή Εξαρχείων-Νεάπολης, με το πρώτο να είναι σαφώς πιο ενοχλητικό μεσοπρόθεσμα και το δεύτερο απείρως πιο επικίνδυνο μακροπρόθεσμα, όταν ολόκληρα κτίρια έχουν μετατραπεί πλέον σε αυτές τις «γκρίζες» υπάρξεις μεταξύ Airbnb και ξενοδοχείων.
Η Ασκληπιού αποτελεί ένα case study, τόσο για την αστρονομική της δημοφιλία όσο και για το ιδιαίτερο μείγμα κόσμου που συγκεντρώνει: δεν είναι ούτε Κολωνάκι ούτε Εξάρχεια. Ή μάλλον Εξάρχεια για τους Κολωνακιώτες, Κολωνάκι για τους Εξαρχειώτες και Anarchy chic για τους τουρίστες.
Αυτοί που κατοικούν και εργάζονται στον δρόμο, και συνομιλώ μαζί τους, σημειώνουν πως η μεγάλη έκρηξη στη ροή του κόσμου της Ασκληπιού παρατηρήθηκε λίγο μετά το τέλος της πρώτης καραντίνας, με τα υπαίθρια πάρτι που διοργανώνονταν στα σκαλάκια και στον ελεύθερο χώρο γύρω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και στη Βαλτετσίου, ενώ μετά την άρση των περιορισμών στην εστίαση η κίνηση επεκτάθηκε και απλώθηκε στα γύρω μαγαζιά. Μόνο σημείο στον δρόμο-φαινόμενο στο οποίο μπορείς να σταθείς ή να αράξεις πλέον, δίχως να το πληρώσεις, παραμένει το προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, ενώ το πέρασμα από τα πεζοδρόμια κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου αποτελεί, όπως ήδη ανέφερα, άθλο. Οι θαμώνες σε ορισμένα μαγαζιά σερβίρονται και όρθιοι – σύντομα και στη μέση του δρόμου. Κλείνω το μάτι εδώ και στις φανταστικές κουρτίνες που εγκατέστησε η σχετικά πρόσφατη προσθήκη της Στέπας στις τέντες της, κάνοντας το πέρασμά μας από το «βασίλειό» της ακόμη δυσκολότερο.

Δεν έχουν βέβαια αποκλειστική ούτε απόλυτη ευθύνη γι' αυτά που παρατηρώ τα νέα μπαρ του δρόμου ούτε μπορούν να αστυνομεύουν με οποιονδήποτε τρόπο το πλήθος του κόσμου. Ορισμένοι από τους καταστηματάρχες μοιάζει μάλιστα να ενδιαφέρονται ενεργά να διατηρήσουν τις καλές σχέσεις που τόσα χρόνια είχαν με τη γειτονιά τους, σε μια συνθήκη η οποία «σπάει» τα ταμεία τους – αφού αυτοί είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της ανάπτυξης στην Ασκληπιού. Το Santarosa, λίγο παραπάνω, στη γωνία Ερεσού και Ασκληπιού, έδειξε τον δρόμο υποδεχόμενο τον κόσμο του με μια διπλή πόρτα που μονώνει απόλυτα τη φασαρία, ενώ από μια ώρα κι έπειτα τα λιγοστά τραπεζοκαθίσματα για τους όρθιους μαζεύονται, για να μην παραμένει κόσμος έξω από το μαγαζί. Στα Τανίνη, αγάπη μου και Τιγρέ, σε Ιπποκράτους και Μαυρομιχάλη αντίστοιχα, βλέπει κανείς πινακίδες που παρακαλούν τους θαμώνες να μιλούν χαμηλόφωνα τις ώρες κοινής ησυχίας.
Όμως το πλήθος και μόνο του κόσμου που καταφθάνει κάθε Σαββατοκύριακο στην Ασκληπιού είναι ικανό να αλλάξει την τοπογραφία της γειτονιάς, άσχετα με τις καλές προθέσεις και πρακτικές που έχουν πολλοί μαγαζάτορες. Παρέες συναντούν η μία την άλλη, μπερδεύονται και δημιουργούν τελικά έναν όχλο που κλείνει δρόμους και εισόδους. Οι επισκέπτες αυτοί ξεχνούν πως βρίσκονται σε μια γειτονιά με δική της ζωή και ισορροπίες και πως οφείλουν να λειτουργούν σεβόμενοι κάποιους, έστω, βασικούς κανόνες αστικής συνύπαρξης. Μια παρατήρηση που ξεκινά από τη φασαρία, που δεν προέρχεται τόσο από τη μουσική των μαγαζιών όσο από τις φωνές του κόσμου, τα απαθή βλέμματα των θαμώνων απέναντι στα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν τον δρόμο, και φτάνει ως τα σκουπίδια: ας κοιτάξει κανείς τα ρείθρα κοντά στη Στέπα έπειτα από ένα Σάββατο βράδυ· ας παρατηρήσει τον ρυθμό με τον οποίο σκάνε νέα γκράφιτι στις γύρω πολυκατοικίες· ας μιλήσει με τους κατοίκους που ζουν κυριολεκτικά στο «μάτι του κυκλώνα»…

Βρίσκω μερικούς στο τηλέφωνο και ακούω διαφορετικές ιστορίες. Μια γυναίκα έκλεισε ξενοδοχείο εκτός Αθήνας μέσα στη νύχτα για να κοιμηθεί με λίγη ησυχία, ενώ, όπως μου λέει, έχει πλέον ξεχάσει τον ύπνο με ανοιχτό το παράθυρό της. Κόσμος στα γύρω στενά συλλαμβάνει, και διώχνει συστηματικά, ανθρώπους που κατουράνε ανενόχλητοι στα παρτέρια και στις σκάλες των σπιτιών του. Άλλοι άνθρωποι όμως μου μιλάνε με χαρά για την ανάπτυξη αυτή, η οποία έδωσε νέα ζωή στη γειτονιά τους, ανέβασε τις αξίες των ακινήτων τους και τους τοποθέτησε στο κέντρο της δράσης.
Πόσο πιθανό είναι όμως η επέλαση αυτή να μην αποδειχθεί τίποτα περισσότερο από μια βραχύβια μόδα που θα αφήσει κι άλλους δρόμους στην κατάσταση που βρέθηκαν η Τσακάλωφ και η πλατεία Αγίας Ειρήνης; Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να παραλληλίσουμε αυτό που συμβαίνει εκεί με οτιδήποτε άλλο. Η Ασκληπιού αποτελεί ένα case study τόσο για την αστρονομική της δημοφιλία όσο και για το ιδιαίτερο μείγμα κόσμου που συγκεντρώνει: ούτε Κολωνάκι ούτε Εξάρχεια. Ή, μάλλον, Εξάρχεια για τους Κολωνακιώτες, Κολωνάκι για τους Εξαρχειώτες και Anarchy chic για τους τουρίστες. Μοιάζει απίθανο να μπορέσουμε να απαντήσουμε με ακρίβεια στο ερώτημα γιατί αυτός και όχι ο άλλος δρόμος κατάφερε, μέσα σε τόσο λίγο καιρό, να αναδειχθεί στο απόλυτο σημείο για να βρίσκεσαι. Ένας συνδυασμός χαμηλών ενοικίων, του diy πεζόδρομου της Βαλτετσίου, της εγγύτητας με τόπους εργασίας, των σχετικά οικονομικών ποτών αλλά και της παρουσίας των «σωστών» ανθρώπων τη σωστή στιγμή μοιάζει να εξηγεί τα πράγματα.
Η αναζήτησή του coolness μοιάζει να είναι μια κυκλική διαδικασία, το hype είναι ένα ερπετό με πόδια και οι περισσότεροι άνθρωποι που καταφθάνουν στην Ασκληπιού, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, δεν έχουν ιδέα γιατί και πώς έφτασαν εκεί. Βρέθηκαν απλώς «για τα βάιμπζ», γιατί εδώ είναι «η φάση». Παραφράζοντας τη Samantha Jones από το «Sex and the City» και κοιτώντας το τι συνέβη στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, θα μπορούσαμε να πούμε: πρώτα έρχονται οι γκέι, μετά τα κορίτσια και μετά το χάος (και οι τουρίστες). Κι αλίμονο σε όποιο μέρος περάσει από την περίοδο της εναλλακτικής δόξας του σε αυτή της παρακμής που μοιάζει πως νομοτελειακά θα ακολουθήσει. Όσον αφορά την Ασκληπιού, δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί, και πιθανώς η τόσο κεντρική τοποθεσία του μέρους να μην επιτρέψει να φτάσουμε εκεί, αλλά πλέον ξέρουμε πως όταν αρχίζουμε να αποκαλούμε κάτι cool, το έχουμε ήδη σκοτώσει. Και ο χρόνος μοιάζει να μετρά αντίστροφα για τη γειτονιά μας.


Το καλοκαίρι προβλέπεται μάλλον φασαριόζικο για όσους ζουν πάνω-κάτω-δεξιά-και-αριστερά από όλα αυτά τα μέρη. Το παρκάρισμα είναι ξεχασμένο όνειρο και η αίσθηση της γειτονιάς κινδυνεύει να μετατραπεί σε ανάμνηση, αλλά αυτά όχι ακόμη. Το σύνθημα «όχι άλλα μαγαζιά«», το οποίο φωτογραφίζω έξω από μια βιτρίνα της Ασκληπιού (ή το «Tourists go home» ή «Κολωνάκι προς τα κει»), δείχνει και απαιτεί ένα πράγμα: να μην επιτραπεί, στον βωμό της τουριστικής και νυχτερινής ανάπτυξης, να θυσιαστούν οι γειτονιές μας. Εκτός κι αν πρέπει, τελικά, να αποδεχτούμε πως η κατάσταση αυτή είναι το αντίτιμο του να ζεις πραγματικά στο κέντρο της πόλης, σε μια πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων και διπλάσιων τουριστών, οι οποίοι, παρά τις οικονομικές και κοινωνικές αντιξοότητες, μοιάζει να διαθέτουν μια αστείρευτη όρεξη για ξενύχτι.
Το σίγουρο είναι, πάντως, πως ενώ σε όλους αρέσουν τα πάρτι, σε κανέναν δεν φαίνεται να αρέσει να ζει μέσα σε αυτά και οι κάτοικοι της Ασκληπιού έχουν μείνει τα τελευταία χρόνια να παρακολουθούν περίπου αμέτοχοι και ανήμποροι τη σαρωτική επέλαση του hype από τα σπίτια και τη γειτονιά τους, δίχως να γνωρίζουν πού και σε ποιον να απευθυνθούν.