Η 42χρονη εικαστικός Λουκία Αλαβάνου θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 59η Μπιενάλε Βενετίας, που θα διεξαχθεί από τις 23 Απριλίου έως τις 27 Νοεμβρίου 2022, με το έργο της «Αναζητώντας τον Κολωνό».
Η 59η Μπιενάλε αυτήν τη χρονιά έχει ως έμπνευση το «Γάλα των ονείρων» της Λεονόρα Κάρινγκτον και πραγματοποιείται σε καλλιτεχνική επιμέλεια της Σεσίλια Αλεμάνι, που δεν είναι η πρώτη γυναίκα επιμελήτρια της Μπιενάλε όπως, εκ παραδρομής, ανέφερε η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα –καθώς στο πρόσφατο παρελθόν, το 2017, η Κριστίν Μασέλ ήταν καλλιτεχνική διευθύντρια–, που παρουσίασε, μαζί με την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, και τον υφυπουργό Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη την ελληνική συμμετοχή.
«Ό,τι και να κάνει κανείς σήμερα δεν μπορεί να είναι ουδέτερος», σημείωσε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, «και αυτό τον διαφοροποιεί σε καιρούς κρίσιμους», τονίζοντας ότι στην περίπτωση των Ρομά αξίζει να σκύψουμε με ενσυναίσθηση στην κατανόηση μιας κοινωνίας που δεν έχει ακόμα και σήμερα πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά όπως η εκπαίδευση.
Σε σύνδεση με το ελληνικό περίπτερο, που αυτήν τη στιγμή στήνεται εν όψει των εγκαινίων της Βενετίας, η Λουκία Αλαβάνου μίλησε για το έργο της, που χαρακτηρίζει δύσκολο, καθόλου εύπεπτο, μια πρόκληση από τη μεριά τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης.
Η Αλαβάνου αναφέρθηκε στους τρομερούς παραλληλισμούς που της προκάλεσε η θέα των Ρομά με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή. Ο τυφλός και εξόριστος πρώην βασιλιάς της Θήβας, απ' όπoυ προέρχονται και οι Ρομά που κατοικούν στη Νέα Ζωή, φτάνει, μετά από περιπλάνηση, στον αθηναϊκό δήμο του Ίππιου Κολωνού οδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη.
«Ό,τι και να κάνει κανείς σήμερα δεν μπορεί να είναι ουδέτερος», σημείωσε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, «και αυτό τον διαφοροποιεί σε καιρούς κρίσιμους», τονίζοντας ότι στην περίπτωση των Ρομά αξίζει να σκύψουμε με ενσυναίσθηση στην κατανόηση μιας κοινωνίας που δεν έχει ακόμα και σήμερα πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά όπως η εκπαίδευση.
Η καλλιτέχνιδα αναδημιουργεί τη σκηνή ενός τυφλού γέροντα που οδηγείται από μια νεαρή γυναίκα στο χέρσο, γεμάτο σκουπίδια τοπίο της Νέας Ζωής, όπως είδαμε με γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας σε ένα δίλεπτο teaser. Σε αυτήν τη σύγχρονη φαβέλα τα όνειρα των ανθρώπων ζυμώνονται με το βρόμικο τοπίο που θυμίζει σεληνιακό, σαν ξεχασμένο, ή απόρριμμα του 21ου αιώνα.
Μια μόνη παρατήρηση για την εισήγηση της κυρίας Αλαβάνου: Ο «Οιδιπούς επί Κολωνώ» δεν υπήρξε υποδεέστερο έργο ή έργο της low art, όπως ανέφερε η καλλιτέχνιδα, που παιζόταν από μπουλούκια. Μάλιστα δεν είναι λιγότερο γνωστός από τον «Οιδίποδα Τύραννο», έργο το οποίο κορυφώνεται με την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και την αυτοκτονία της Ιοκάστης.
Η Αλαβάνου μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο επιδιώκει να δημιουργήσει ένα έργο ά-τοπο και ά-χρονο όπως ο χώρος που δημιούργησαν οι κάτοικοι της Νέας Ζωής.
«Είχα πάει σε μια αχαρτογράφητη περιοχή της δυτικής Αθήνας και κάποια στιγμή χάθηκα και βρέθηκα στο γκέτο των Ρομά, το οποίο είναι ένα από τα πιο σκληρά μέρη στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη κοινότητα Ρομά είχε μετεγκατασταθεί εκεί στη δεκαετία του 1980 από τη Θήβα – όπως και ο Οιδίποδας, που ξεκίνησε κι εκείνος από τη Θήβα. Μάλιστα εικάζεται ότι η διαδρομή που ακολούθησε ο Οιδίποδας από τη Θήβα ως τον Κολωνό περνούσε μέσα από αυτήν ακριβώς την τοποθεσία, τη Νέα Ζωή – πόσο ενδιαφέρον και το ίδιο το όνομα της συνοικίας», λέει η Λουκία Αλαβάνου.
Η Αλαβάνου, που οι προηγούμενες ταινίες της χαρακτηρίζονται από το φιλμικό κολάζ, παρουσιάζει τώρα για πρώτη φορά μια γραμμική αφήγηση, μέσω ενός τολμηρού συνδυασμού ντοκιμαντέρ, μυθοπλασίας, αερολήψεων, σλάπστικ, βίντεο κλιπ εμπνευσμένων από την ποπ κουλτούρα, σκληρής φαρσοκωμωδίας και πολύπλοκης τεχνολογίας VR 360 μοιρών.
Μέσα στο ελληνικό περίπτερο, η Αλαβάνου κατασκευάζει ένα φαντασιακό καρουζέλ που είναι χαρακτηριστικό της δουλειάς της. Κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο, διαμέσου του παρελθόντος, κατευθύνεται προς τις συγκρούσεις του σήμερα αλλά και τις φουτουριστικές τεχνολογίες, παντρεύοντας το αρχαίο δράμα του Σοφοκλή με τα ουτοπικά οράματα του Έλληνα αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου (1926-1977).
Στα φουτουριστικά του σχέδια ο Ζενέτος οραματίστηκε έναν δικτυωμένο κόσμο. Με τα αρχιτεκτονικά του καταλύματα να μοιάζουν με φωλιές –ή κάψουλες– οραματίστηκε μια πανταχού παρούσα καλωδίωση, χαλκό ή ίνες υάλου, ως ενός είδους ομφάλιο λώρο ενηλίκων. Ο Ζενέτος στόχευε στη δημιουργία μιας ζωτικής αρχιτεκτονικής που ενθάρρυνε τις συνδέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Μέσα σε αυτό τον φουτουριστικό κόσμο με τους τέσσερις ημισφαιρικούς θόλους διαφορετικών μεγεθών, βασισμένους σε σχέδιο του πρωτοποριακού αθηναϊκού αρχιτεκτονικού γραφείου AREA και του αρχιτέκτονα και μηχανικού Δημήτρη Κορρέ, υπάρχουν 15 υβριδικά καθίσματα για το κοινό, εμπνευσμένα και αυτά από τον Ζενέτο, κάτι ανάμεσα σε πολυθρόνα τηλεόρασης και σε καρέκλα γραφείου, που εξασφαλίζουν μέγιστη ελευθερία κινήσεων στους θεατές, έτσι ώστε να μπορούν όχι απλά να δουν αλλά να βιώσουν το φάσμα 360 μοιρών της ταινίας VR.
Ως εκ τούτου, η θέαση δεν είναι μόνο εικονική αλλά και σωματική, μέσα σε έναν χώρο που καθορίζεται από τη θολωτή αρχιτεκτονική.
Άλλο ένα στοιχεία είναι ο προηγμένος ηχητικός σχεδιασμός ambiso-nics, ο οποίος βασίζεται σε ένα ηχοτοπίο που έχει μαγνητοφωνηθεί στην κοινότητα των Ρομά. Επιπλέον, ο μισοσκότεινος χώρος του ελληνικού περιπτέρου είναι διάστικτος από δέσμες φωτός που υπογραμμίζουν τη δραματικότητα της ατμόσφαιρας ενώ ταυτόχρονα καθοδηγούν τους θεατές προς τις θέσεις τους.
Η έννοια της επικοινωνίας και της αμοιβαίας κατανόησης είναι κάτι που η Λουκία Αλαβάνου εισάγει ενσυνείδητα και αβίαστα σε σχέση με τον θεατρικό κόσμο του Σοφοκλή, μπορεί η θέαση να είναι ατομική αλλά η εμπειρία δεν παύει να έχει θεατρικότητα και να είναι τελικά συλλογική.
«Με ενδιαφέρει πολύ η θεατρικότητα αυτού του μέσου. Αν δεν κάνω λάθος, ο Αντονέν Αρτό ήταν που εισηγήθηκε τον όρο “εικονική πραγματικότητα” σε σχέση με το θέατρο της σκληρότητας. Και νομίζω πως υπάρχουν πολλές πτυχές αυτού του είδους της σκληρότητας στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω».
Η έκθεση διοργανώνεται με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με φορέα υλοποίησης την Εθνική Πινακοθήκη. Η πρώτη έκδοση της ταινίας «Στον Δρόμο για τον Κολωνό» πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή του Onassis Culture και ανήκει στη συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση. Επιμελητής του έργου είναι ο Heinz Peter Schwerfel.