Ο Αντρέ Λεόν Τάλι, ένας από τους επιδραστικούς ανθρώπους στο κόσμο της μόδας, πρώην δημιουργικός διευθυντής της Vogue και σύμβολο του στιλ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών στο νοσοκομείο White Plains της Νέας Υόρκης. Η αιτία του θανάτου του σύμφωνα με το TMZ είναι ακόμα άγνωστη. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον ατζέντη του, Ντέιβιντ Βιλιάνο.
Ο Tάλι θεωρείται η κινητήρια δύναμη πίσω από την επιτυχία της Vogue, καθώς ήταν ο μακροχρόνιος πρώην δημιουργικός διευθυντής του περιοδικού και αρχισυντάκτης στις δεκαετίες του '80 και του '90.
Εργάστηκε μαζί με την Άννα Γουίντουρ για αρκετά χρόνια, αναπτύσσοντας στενή φιλία με την περιβόητη διευθύντρια μέχρι που εκείνη τον απομάκρυνε.
Ήταν ένας χαρακτήρας «bigger than life», μια πρωτοποριακή φιγούρα στον κόσμο της μόδας, γνωστός για τα δηκτικά σχόλιά του και την επιδεικτική παρουσία του, όπως τα καφτάνια, τα καπέλα και οι ρόμπες που φορούσε συχνά. Σε μια καριέρα που διήρκεσε έξι δεκαετίες, ο Tάλι χρησιμοποίησε τη θέση του για να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητα στην πασαρέλα και στα παρασκήνια στον κόσμο της μόδας.
«Αντίο αγαπητέ Αντρέ… κανείς δεν είδε τον κόσμο με πιο λαμπερό τρόπο από εσένα», έγραψε η φίλη του Diane von Furstenberg, αποχαιρετώντας τον.
Ήταν ένας χαρακτήρας «bigger than life», μια πρωτοποριακή φιγούρα στον κόσμο της μόδας, γνωστός για τα δηκτικά σχόλιά του και την επιδεικτική παρουσία του, όπως τα καφτάνια, τα καπέλα και οι ρόμπες που φορούσε συχνά. Σε μια καριέρα που διήρκεσε έξι δεκαετίες, ο Tάλι χρησιμοποίησε τη θέση του για να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητα στην πασαρέλα και στα παρασκήνια στον κόσμο της μόδας.
Γεννημένος το 1948 και μεγαλωμένος στη Βόρεια Καρολίνα, ο Tάλι ήταν υπέρμαχος της μόδας και θυμόταν στα απομνημονεύματα του 2020 «The Chiffon Trenches» ότι επισκεπτόταν την τοπική του βιβλιοθήκη για να διαβάσει αντίγραφα του περιοδικού Vogue, που ενσάρκωναν έναν κόσμο στον οποίο «τα κακά πράγματα δεν έγιναν ποτέ». Οι φοιτητές στο πανεπιστήμιό του τον πετροβολούσαν καθώς διέσχιζε την πανεπιστημιούπολη τις Κυριακές για να αγοράσει τη Vogue.
Ο Tάλι ξεκίνησε την καριέρα του στη μόδα σε ηλικία 28 ετών αφού προσελήφθη ως ρεπόρτερ για το Women’s Wear Daily. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη 0τη δεκαετία του 1970 μετά από μια θητεία στο Ρόουντ Άιλαντ όπου φοίτησε στο διάσημο Πανεπιστήμιο Μπράουν. Ο δημοσιογράφος έλαβε υποτροφία, αφού πήρε πτυχίο Bachelor of Arts στη γαλλική λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας το 1970. Έκανε μεταπτυχιακό στις γαλλικές σπουδές το 1972, με αρχικά σχέδια να γίνει καθηγητής γαλλικών.
Η καριέρα του στον χώρο της μόδας ξεκίνησε με μια πρακτική άσκηση για την πρώην διευθύντρια της Vogue Νταιάνα Βρίλαντ στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το 1974. Η Βρίλαντ, εντυπωσιασμένη με τις δεξιότητές του, μύησε τον Τάλι στο περιοδικό Interview του Άντι Γουόρχολ, όπου εργάστηκε ως ρεσεψιονίστ. Άρχισε να γράφει για περιοδικά και εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των W και των New York Times, αλλά ήταν στη Vogue, όπου δημιούργησε το όνομά του, ανεβαίνοντας τις βαθμίδες για να γίνει διευθυντής ειδήσεων του περιοδικού και στη συνέχεια δημιουργικός διευθυντής μέχρι το 1995, όταν έφυγε. Επέστρεψε στο περιοδικό τρία χρόνια αργότερα και παρέμεινε αρχισυντάκτης μέχρι το 2013.
Η μακροχρόνια σχέση εργασίας του Τάλι με την εκδότρια της Vogue, Άννα Γουίντουρ θα γινόταν το μεγάλο σημείο αναφοράς των δεύτερων απομνημονευμάτων του, «The Chiffon Trenches». Ο Tάλι υποστήριζε ότι έχασε την εύνοιά της γιατί «είχα γίνει ξαφνικά πολύ μεγάλος, υπερβολικά υπέρβαρος και πολύ αδιάφορος».
Η Γουίντουρ, έγραψε, ήταν ανίκανη για «απλή ανθρώπινη καλοσύνη» και «ποτέ δεν ήταν πραγματικά παθιασμένη με τα ρούχα. Η δύναμη ήταν το πάθος της».
Στο βιβλίο περιέγραψε επίσης τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ως παιδί, καθώς και τον ρατσισμό που συνάντησε σε όλη του τη ζωή. Το 2021 ήταν πιο ήπιος με τη Γουίντουρ λέγοντας στο Cut: «Είναι η αυτοκράτειρα. Έχει δουλέψει σκληρά. Έχει περάσει από πολλές μάχες. Της αξίζουν όλα όσα της δίνουν. Στα 72 της, το να έχει αυτή τη δουλειά είναι πολύ, πολύ, πολύ εντυπωσιακό. Της εύχομαι τα καλύτερα».
Ένιωθε «σαν στο σπίτι του» στον κόσμο της μόδας, υπήρξε κριτής στο America’s Next Top Model και το 2008 έγινε σύμβουλος μόδας της οικογένειας Ομπάμα. Πήρε συνέντευξη από τη Μισέλ Ομπάμα για τη Vogue όταν ανέλαβε τον ρόλο της πρώτης κυρίας το 2009, αποκαλώντας την αργότερα «την πιο μοδάτη γυναίκα στην Αμερική». Αλλά το 2020 επέκρινε δημοσίως τους Ομπάμα ότι έκαναν ένα πάρτι γενεθλίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, λέγοντας στους New York Times: «Νομίζω ότι οι νέοι Ομπάμα είναι σοβαρά κωφοί… οι Ομπάμα συμπεριφέρονται σαν την Μαρία Αντουανέτα. Πρέπει να θυμούνται τις ταπεινές ρίζες τους».
Ο Tάλι δεν όρισε ποτέ δημόσια τη σεξουαλικότητά του, αποκαλώντας τον εαυτό του «ρευστό». Δεν είχε κάνει ποτέ σχέση, είπε κάποτε, κάτι που απέδωσε στην κακοποίησή του ως παιδί. «Τα έδωσα όλα στην καριέρα μου», είπε στους New York Times. «Υποθέτω ότι φοβόμουν και υποθέτω ότι ήμουν καταπιεσμένος. Μεγάλωσα σε ένα πολύ αυστηρό σπίτι. Αλλά βρίσκομαι σε αυτόν τον κόσμο, κυκλοφορώ με όλους αυτούς τους απίστευτους ανθρώπους… Μου αρκούσε να έχω τη φιλία του Καρλ (Λάγκερφελντ) ή τη φιλία του Ιβ Σεν Λοράν ή τη φιλία του Αζεντίν Αλάια».
Ο Tάλι έγραψε δύο απομνημονεύματα και ήταν το θέμα του ντοκιμαντέρ του 2018 «The Gospel According to André». Στα απομνημονεύματα που δημοσιεύθηκαν το 2020 ισχυρίστηκε ότι έμεινε με «τεράστιες συναισθηματικές και ψυχολογικές ουλές» από τα χρόνια φιλίας με τη Γουίντουρ. Ωστόσο, πίστευε επίσης ότι εκείνη, μαζί με την Νταιάνα Βρίλαντ και τον Άντι Γουόρχολ, διαμόρφωσαν την καριέρα του.
Όταν ρωτήθηκε αν θα ήταν πιο ευτυχισμένος να δουλεύει εκτός μόδας, ο Τάλι είπε όχι. «Η ιστορία μου είναι ένα παραμύθι υπερβολής, και σε κάθε παραμύθι υπάρχει κακό και σκοτάδι, αλλά το ξεπερνάς με το φως», είπε κάποτε στον Guardian. «Θέλω κάθε άτομο που συναντώ –ο ξένος στο δρόμο, το μέλος της εκκλησίας στο στασίδι δίπλα μου– να νιώθει αγάπη».