Η συγκλονιστική φωτογραφία από το Μάτι την ώρα της πυρκαγιάς, που έχει κάνει τον γύρο του κόσμου μέσα από τα social media, έχει πίσω της μια ακόμα πιο συγκλονιστική ιστορία.
Μια ιστορία θάρρους και γρήγορων αντανακλαστικών ενός 14χρονου αγοριού, του μικρού Βασίλη που έσωσε την οικογένεια του και βοήθησε να σωθούν κι άλλοι.
Μακάρι να είχε και η Πολιτεία τα ίδια γρήγορα αντανακλαστικά. Όντας στενή οικογενειακή τους φίλη και νονά της αδελφής του, σας αφηγούμαι την ιστορία όπως την άκουσα, με την ελπίδα ότι θα την ακούσουν και τα αυτιά των αρμοδίων.
«Έπαιζα στο σπίτι των γειτόνων μου και παιδικών μου φίλων όταν είδαμε μακριά στο βουνό (στο Νέο Βουτσά) τον καπνό. Καταλάβαμε πως είχε αρπάξει κάπου φωτιά κι εγώ είπα: 'Δεν θα καταφέρει να μας φτάσει'. Πόσο λάθος έκανα. Σε λιγότερο από 10 λεπτά μας είχε φτάσει.
Έγινε μπλακ-ουτ και μαζί κόπηκε και το νερό. Η γιαγιά των γειτόνων μας ζήτησε να πάμε κοντά της να είμαστε όλοι μαζί. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου (στη δουλειά του) αλλά δεν είχε σήμα.
Αμέσως μετά, με κάλεσε πίσω και του είπα: 'Μπαμπά, έχει φωτιά'. Εκείνος μου απάντησε: 'Δεν φαντάζομαι να μου κάνεις πλάκα;' 'Όχι μπαμπά' πρόλαβα μόνο να πω' και πάλι έπεσε το σήμα.
Έτρεξα σπίτι παρακινώντας τους γείτονες να πάμε όλοι στη θάλασσα.
Το δικό μας εξοχικό είναι πάνω στο παραλιακό μονοπάτι.
Μπήκα στο σπίτι, έκλεισα τα παράθυρα και τις πόρτες (ευτυχώς γιατί έτσι τη γλύτωσε το παπαγαλάκι μας ο Λάκι από τους καπνούς) και τότε άκουσα έναν γείτονα να ουρλιάζει 'φωτιά'. Τότε ανατρίχιασα. Ήταν η στιγμή που φοβήθηκα.
Είδα από το παράθυρο τα αγριόχορτα δίπλα στο πορτάκι του κήπου να αρπάζουν φωτιά και κατάλαβα πως έπρεπε να τρέξουμε για τη θάλασσα. Ήταν ή τότε ή ποτέ. Άρπαξα από το χέρι την αδελφή μου την Κάτια και τη γιαγιά μου τη Δήμητρα, που είχαν παγώσει από το φόβο τους και τρέξαμε μαζί στον κήπο.
Κατεβήκαμε την πέτρινη σκάλα, όπως ήμασταν.
Τελευταία στιγμή πήρα μαζί μου την τσάντα που είχαμε μέσα κομπιούτερ, κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ.
Κάτω στη στενή παραλία μας έπνιγαν οι καπνοί. Δεν μπορούσε ο ένας να δει τον άλλο.
Με πήραν οι φίλοι μου που είχαν βάλει τα καναρίνια τους μέσα σε πορτοφόλια και τα είχαν μαζί τους στη θάλασσα. Κάθονταν δίπλα μου, αλλά δεν τους έβλεπα.
Ξαφνικά το πεύκο που υπήρχε στο φρύδι του βράχου πήρε φωτιά. Τα κλαδιά του ήταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κατάλαβα ότι αν δεν το σβήναμε, κι έπεφτε στο νερό θα μας προκαλούσε ασφυξία ο καπνός.
Πήραμε την πρωτοβουλία, με τους φίλους μου και σβήσαμε τις φλόγες. Με ό,τι είχαμε. Σακούλες, μπλούζες. Από τις 7.00 μμ μέχρι τις 10.30 μμ. ήμασταν μέσα στη θάλασσα, πάνω στα βραχάκια, 60 άνθρωποι σε μια παραλία που δεν χωρά ούτε δέκα.
Ήρθε μια ψαρόβαρκα με άνδρες του λιμενικού. Μας είπαν 'πέστε στη θάλασσα να κολυμπήσετε' αλλά δεν μπορούσαν όλοι. Είχαμε ηλικιωμένους, έγκυες.
Ευτυχώς είχαν ένα κανό κι έπαιρναν τον κόσμο από τα βράχια. Βοήθησα κι εγώ τους ηλικιωμένους και τις εγκύους να μπουν μέσα και βούτηξα.
Ήμουν ο μόνος που πήγα στην ψαρόβαρκα κολυμπώντας.
Μας έβγαλαν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήταν εκεί ο πατέρας μου και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τότε για πρώτη φορά, μίλησε η γιαγιά. Κοίταξε τον μπαμπά (τον γιο της) και του είπε: 'Ο αέρας ήταν δαιμονικός'. Έπειτα μας έσφιξε στην αγκαλιά της, δυνατά για να διώξει τους δαίμονες».
Από την Αλεξία Σβόλου για το LiFO.gr
σχόλια