Κάτω από τον ήλιο του Φλεβάρη, κάποιοι σκυφτοί και απορροφημένοι στα χαρτιά τους, καθισμένοι στα έξω τραπεζάκια. Άλλοι σε πηγαδάκια για να μοιραστούν εντυπώσεις κι αγωνίες. Κάποιοι άλλοι όρθιοι, έχοντας στην αγκαλιά τους πολύχρωμους φακέλους τους, περιμένουν σε ουρές.
Αυτά έξω.
Μέσα στο Σεράφειο άνθρωποι πολλοί. Ρούχα, χαρακτηριστικά, γλώσσες μαρτυρούν την πολυπολιτισμικότητα στην πολύβουη αίθουσα. Άγνωστοι, αλλά όχι ξένοι. Διαφορετικής φυλής, αλλά κοινής ελπίδας. Πίσω από κάθε τραπεζάκι ένας καθήμενος υποψήφιος και, κατά περίπτωση, λίγοι ή πολλοί όρθιοι, σε αναμονή για τη σειρά τους. Για μια θέση στην ελληνική αγορά εργασίας.
Και φέτος, πάνω από 300 ήταν οι άνθρωποι που αυτοσυστήθηκαν σε εργοδότες και επιχειρήσεις στην εβδομάδα καριέρας που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής Ανάπτυξης Δεξιοτήτων και Ενδυνάμωσης μέσω της Εργασίας - Livelihoods του Κέντρου Συντονισμού του Δήμου Αθηνών για θέματα Μεταναστών και Προσφύγων (ACCMR), με την υποστήριξη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στο πλαίσιο του προγράμματος Helios και τη συμμετοχή της International Rescue Committee (IRC Hellas).
Δεν θα πρέπει να τους βλέπουμε μια ομάδα ίδιους μεταξύ τους. Γιατί δεν είναι. Είναι ξεχωριστοί άνθρωποι με πολύ διαφορετικές ιστορίες. Προέρχονται από χώρες με πολύ διαφορετικό πολιτισμό. Αυτό που είναι ίδιο είναι ο πόνος, το τραύμα, η αγωνία και η ανάγκη να φύγουν για να επιβιώσουν.
Οι θέσεις σε ζήτηση αφορούν κυρίως τον τουρισμό –κουζίνα, λάντζα, σέρβις, φροντίδα δωματίων, σιδερωτήρια– αλλά και οικοδομή ή κοπτοραπτική, αν και πρόκειται για χώρους που απαιτούν κάποιες δεξιότητες.
Προσλαμβάνονται βάσει δυνατοτήτων ή εργασιακών αναγκών; «Αν το πω πολύ γενικά, θα σου πω όχι, δεν προσλαμβάνονται βάσει δυνατοτήτων, όμως είναι όλα πολύ σχετικά. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τις ονομάζουμε ως entry level, δηλαδή δουλειές που δεν χρειάζονται πολλές δεξιότητες, προϋπηρεσία και κυρίως γλώσσα. Οπότε, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, οι δουλειές που κάνουν είναι τέτοιου τύπου, χειρωνακτικές, σκληρές, σε βάρδιες, κι αυτό δεν είναι συνήθως η επιλογή κάποιου, γίνεται από ανάγκη» εξηγεί η Σίσσυ Καραβία, σύμβουλος σταδιοδρομίας και επαγγελματικού προσανατολισμού στην IRC Hellas, οργάνωση που από το 2017 και στο πλαίσιο τού προγράμματος Resilient Futures, που υλοποιείται με τη συνεργασία και τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Citi, έχει υποστηρίξει περισσότερους από 900 πρόσφυγες, μετανάστες και ευάλωτους Έλληνες νεαρής ηλικίας, με υπηρεσίες απασχόλησης και εκπαιδευτικά προγράμματα επιχειρηματικότητας.
«Για τις γυναίκες, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα γιατί πολύ πιο συχνά είναι αναλφάβητες, χωρίς εμπειρία, με πολύ λιγότερα προσόντα, και συχνά με παιδιά, οπότε είναι πολύ πιο λίγες οι επιλογές που έχουν» προσθέτει η ίδια, σημειώνοντας επίσης πως «υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων με πτυχίο, όχι το μεγαλύτερο, αλλά υπάρχει. Μιλάμε για γιατρούς, πολιτικούς μηχανικούς, λογιστές κ.λπ.
Όμως, εξαρτάται από ποια χώρα έρχεσαι και το αν θα μπορέσεις να αποδείξεις πως έχεις αυτό το πτυχίο. Αν είσαι από το Ιράν, έχεις μια ελπίδα πως θα αναγνωριστεί το πτυχίο σου, δύσκολη διαδικασία, αλλά έχεις. Αν είσαι από το Αφγανιστάν, από το Καμερούν κ.λπ., δεν έχεις. Οπότε, αυτό που ξεχωρίζει αυτούς που έχουν ένα πτυχίο είναι το καλύτερο επίπεδο γλώσσας και το ότι είναι πιο έτοιμοι να μπουν στην αγορά εργασίας επειδή έχουν ψηφιακές δεξιότητες, γιατί ξέρουν τι είναι βιογραφικό, γιατί ξέρουν πώς να σταθούν σε μια συνέντευξη».
Η Ζουλί
Η Ζουλί, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον πορτοκαλί φάκελο με την επαγγελματική της εμπειρία που ίσως της εξασφαλίσει μια θέση στην ερχόμενη τουριστική σεζόν, περιμένει καρτερικά τη σειρά της.
Είναι εξωστρεφής, χειμαρρώδης και κατάγεται από το Καμερούν. Στα 34 της χρόνια έχει ζήσει κι εκείνη μια τραγική ιστορία που δεν της άφησε άλλη επιλογή παρά τη βίαιη φυγή από την πατρίδα της. Καιρό τώρα προσπαθεί με όποιο μέσο διαθέτει να φέρει την κόρη της στην Ελλάδα. Μάταια…
«Οι οργανισμοί που θα έπρεπε να βοηθήσουν σε αυτό είναι υπερκορεσμένοι και επικαλούνται πολλή δουλειά. Όμως, κι εγώ είμαι ένα κομμάτι από αυτή τη δουλειά» εξηγεί η ίδια, λίγο γαλλικά, λίγο αγγλικά και με την πολύτιμη βοήθεια του Ανδρέα Μπλουμ, εργασιακού συμβούλου στην IRC Hellas, στα ελληνικά.
Το περασμένο καλοκαίρι δούλεψε δύο μήνες σε ξενοδοχείο τής Σύρου. Έπειτα βρήκε δουλειά στη Βουλιαγμένη, όχι όμως φουλ τάιμ. Και αυτό είναι ένα από τα δύο μεγάλα προβλήματά της: Το ότι δεν έχει μόνιμη δουλειά για να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό της εδώ και να στέλνει χρήματα στην κόρη της, η απουσία της οποίας από τη ζωή της εδώ αποτελεί, ασφαλώς, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημά της.
«Δεν έχω μόνιμη δουλειά, μία έχω δουλειά, μία δεν έχω, το να πληρώνεις όμως έτσι ένα σπίτι είναι δύσκολο» λέει, παραδεχόμενη πως η Ελλάδα είναι μια καλή χώρα, με δύσκολο σύστημα καθώς οι άνθρωποι δεν σέβονται τους νόμους.
Για το αν υπάρχει ρατσισμός απέναντι στους μαύρους, η ίδια λέει πως το ζήτημα «είναι σύνθετο και πάντα εξαρτάται». Έχει συμβεί να γίνει στόχος διακρίσεων, να πληρωθεί με 3,5 και 4 ευρώ την ώρα ή να απευθυνθεί σε γραφείο ευρέσεως εργασίας και να χάσει τα λεφτά της, αλλά πάντα υπάρχουν κι αυτοί που σέβονται και τηρούν τις εργασιακές τους υποχρεώσεις.
«Υπάρχουν επιχειρήσεις που είναι πολύ εντάξει και υπάρχει και το αντίθετο – κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει μόνο με πρόσφυγες. Η δυσκολία των προσφύγων είναι να αμυνθούν και να διεκδικήσουν όταν έχουν χίλιους λόγους να φοβούνται, να δυσκολεύονται, να μη γνωρίζουν» επιβεβαιώνει η κ. Καραβία.
Και προσθέτει: «Πέρα από το αν προστατεύονται ή όχι τα δικαιώματά τους, έχουν περισσότερες δυσκολίες στην πρόσληψή τους λόγω των διατυπώσεων που χρειάζονται και των εγγράφων. Οπότε και καλή πρόθεση να έχουν οι επιχειρήσεις, κάποιες φορές δυσκολεύονται να προσλάβουν γιατί συναντούν δυσκολίες σε ΕΦΚΑ, τράπεζες κ.ο.κ.».
«Παγκοσμιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού»
«Όταν μιλάμε για παγκοσμιοποίηση, μιλάμε και για παγκοσμιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού. Είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τις αλλαγές. Όποιος θέλει να μείνει οπισθοδρομικά στην άποψη που είχε, δεν θα μπορέσει να εξελιχθεί κι άρα δεν θα έχει προσωπικό» λέει από την πλευρά της η Μάρα Μέρμηγκα, διευθύντρια HR στα ξενοδοχεία Canaves Oia της Σαντορίνης.
Όπως λέει η ίδια, την περασμένη χρονιά, από την αντίστοιχη εκδήλωση που είχε γίνει, η εταιρεία απασχόλησε πάνω από 20 άτομα, εκ των οποίων τα μισά παραμένουν και φέτος, σε μια τουριστική σεζόν μεγάλων απαιτήσεων και διάρκειας, αφού ξεκινά από την 1η Απριλίου και τελειώνει τέλη Νοεμβρίου.
Είναι η τέταρτη χρονιά που η εταιρεία συμμετέχει στην εκδήλωση, αντλώντας από τη «δεξαμενή» της εργαζομένους, με τις βασικές θέσεις που αναζητά να είναι στα πεδία τού καθαρισμού, της καμαριέρας, της συντήρησης, του σέρβις και του εστιατορίου, «χωρίς να είναι απαγορευτικό για κάποιον που ξέρει άλλες γλώσσες και το έχει ξανακάνει στο παρελθόν, ένα άλλο κομμάτι όπως της ρεσεψιόν», λέει, προσθέτοντας πως η εταιρεία εκτιμά ιδιαίτερα τα λεγόμενα soft skills των υποψηφίων της (τα στοιχεία χαρακτήρα, οργανωτικότητα, δημιουργικότητα, διάθεση συνεργασίας, θέληση για ανέλιξη κ.ο.κ.) και πως ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος μπορεί να εξελιχθεί από την αρχική του θέση στη θέση ενδιαφέροντός του.
«Είμαστε equal opportunity employer, δεν έχουμε διακρίσεις, όσον αφορά το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία. Για εμάς αυτοί οι άνθρωποι είναι υποψήφιοι εργαζόμενοι, όπως θα ήταν και κάθε άλλος στην Ελλάδα» σημειώνει.
«Δεν θα πρέπει να τους βλέπουμε μια ομάδα ίδιους μεταξύ τους. Γιατί δεν είναι. Είναι ξεχωριστοί άνθρωποι με πολύ διαφορετικές ιστορίες. Προέρχονται από χώρες με πολύ διαφορετικό πολιτισμό. Αυτό που είναι ίδιο είναι ο πόνος, το τραύμα, η αγωνία και η ανάγκη να φύγουν για να επιβιώσουν» προσθέτει η κ. Καραβία.
Ευάλωτες και δυνατές
Αυτό που με εντυπωσιάζει στη Ζουλί είναι το πόσο διεκδικητική φαίνεται να είναι. Κόντρα στις δυσκολίες της πριν και της τωρινής ζωής της, μοιάζει να μην το βάζει κάτω. «Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Αν με σπρώξει κάποιος στο λεωφορείο, θα τον σπρώξω κι εγώ. Οι πιο πολλοί κλαίνε» λέει η ίδια.
Σε αυτήν τη δύναμη εστιάζει κλείνοντας και η κ. Καραβία, παρά την απείρως μεγαλύτερη ευαλωτότητα των γυναικών που έχουν και τις περισσότερες δυσκολίες στην αγορά εργασίας, όπως λέει.
«Είναι απροετοίμαστες σε σχέση με τους άνδρες. Πάρα πολλές δεν έχουν πάει σχολείο ποτέ, κάποιες δεν έχουν εργαστεί ποτέ, έχουν παιδιά συχνά, συχνά είναι και μόνες τους γιατί έχασαν τον σύντροφό τους στη διαδρομή, μπορεί να έχουν χάσει κάποιο παιδί. Όμως, οι γυναίκες αυτές είναι πάρα πολύ δυνατές. Έχω ωφελούμενη που μου είπε: "Δεν έχω πάει σχολείο, δεν έχω κάνει τίποτα και εδώ θέλω να μάθω, θέλω να κάνω τα πάντα". Κι αυτές που έρχονται σε εμάς έχουν τέτοια θέληση και τέτοιο δυναμισμό που αξίζουν μια ευκαιρία».