Tα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: το 2021 καταγράφηκαν 17 γυναικοκτονίες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Σε παγκόσμια κλίμακα η πιο διαδεδομένη μορφή γυναικοκτονίας είναι αυτή που διαπράττεται εντός του ενδοοικογενειακού πλαισίου.
Την ίδια στιγμή, το πρώτο δεκάμηνο της περασμένης χρονιάς οι κλήσεις στη Γραμμή SOS 15900 άγγιξαν τις 7.809. Από αυτές 5.405 αφορούσαν περιστατικά βίας, συγκεκριμένα 3.182 την ενδοοικογενειακή βία και 2.699 τη βία από νυν ή πρώην συντρόφους.
Είναι γεγονός ότι η έμφυλη βία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, αφού, αν αναζητήσουμε και τα στοιχεία εκτός της χώρας μας, θα διαπιστώσουμε ότι 50 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους κάθε εβδομάδα λόγω της ενδοοικογενειακής βίας στην Ε.Ε. Πως γίνεται, λοιπόν, στον εικοστό πρώτο αιώνα η ανδρική βία να αποτελεί παγκοσμίως την κύρια αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας 16 έως 44 ετών; Εξηγεί η καθηγήτρια Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αλεξάνδρα Κορωναίου.
Θα έλεγα πως η εκπαίδευση όλων, κοριτσιών και αγοριών, από τις μικρές ηλικίες είναι η καταλληλότερη και πιο αποτελεσματική μακροπρόθεσμα πρόληψη. Χρειαζόμαστε ακόμα επιμόρφωση και εκπαίδευση των ανθρώπων, των δημοσιογράφων, των δικαστικών συντακτών, κ.λπ. που εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Ο ρόλος τους και ο λόγος τους έχουν βαρύνουσα σημασία.
— Τι γνωρίζουμε από τις έρευνες για τις γυναικοκτονίες; Υπάρχουν αυξητικές τάσεις;
Πριν περάσουμε στις γυναικοκτονίες, θα ήθελα να επισημάνω πως αυτή την περίοδο είμαστε θεατές μιας απίστευτης βίας κατά των γυναικών, ενώ παλιά, ορατά και αόρατα, σεξιστικά στερεότυπα φαίνεται να κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ο όρος «γυναικοκτονία» εμφανίζεται πολύ πρόσφατα στην ελληνική κοινωνία και στον δημόσιο λόγο. Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι τον οφείλουμε στην Diana E. H. Russell, διακεκριμένη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και ακτιβίστρια που έφυγε από τη ζωή το 2020, μια ζωή αφιερωμένη στον αγώνα για την καταπολέμηση της εγκληματικής βίας εναντίον των γυναικών (Femicide, The Politics of woman killing, 1992).
Έκτοτε ο όρος «ταξίδεψε» σε πάνω από 120 χώρες για να χαρακτηρίσει τη δολοφονία γυναικών από άνδρες με κίνητρο το μίσος, την περιφρόνηση, τη σαδιστική ικανοποίηση από την ιδιοποίησή τους. Είχαν, άλλωστε, προηγηθεί δολοφονίες γυναικών σε πολλές ευρωπαϊκές και μη χώρες, η εξωφρενική μαζική εξόντωση νεογέννητων κοριτσιών στην Κίνα στο πλαίσιο της πολιτικής «ένα παιδί ανά οικογένεια», καθώς και το κύμα άγριων γυναικοκτονιών στη Ciudad Juárez του Μεξικό.
Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα αν έχουμε αύξηση των περιστατικών και σε ποιο ποσοστό. Είναι δεδομένο ότι πάμπολλα περιστατικά του παρελθόντος αλλά και του παρόντος δεν καταγράφονται, καθώς είτε δεν καταγγέλλονται είτε οι καταγγελίες δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας και δεν φτάνουν ποτέ στα δικαστήρια.
Το σίγουρο είναι πως τώρα πια έρχονται στο φως της δημοσιότητας περισσότερα δεδομένα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό: σεξουαλικές και ηθικές παρενοχλήσεις, βιασμοί και διαδικτυακοί εκβιασμοί, προσβολές και δολοφονίες γυναικών, κοριτσιών και νεαρών αγοριών.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Παρά τις όποιες υπερβολές, πράγμα όχι ασυνήθιστο στη χρήση αυτών των μέσων, νομίζω πως έχουν λειτουργήσει θετικά. Άλλωστε πολλές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας για τις γυναικοκτονίες οργανώθηκαν σχεδόν αυθόρμητα μέσα από τα σόσιαλ μίντια εδώ, όπως και σε άλλες χώρες.
— Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι καθημερινά βλέπουμε συνεχώς ειδήσεις που αφορούν βία εναντίον γυναικών με ξυλοδαρμούς, βιασμούς ή εγκληματικές ενέργειες;
Θέτετε ένα εξαιρετικά οδυνηρό ερώτημα. Πράγματι, αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται στον εικοστό πρώτο αιώνα η ανδρική βία να αποτελεί παγκοσμίως την κύρια αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας 16 έως 44 ετών.
Αυτό το γνωρίζουμε, το γνωρίζει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο οποίος κρούει τον κώδωνα κινδύνου για «σκόπιμες ανθρωποκτονίες γυναικών απλώς και μόνο επειδή είναι γυναίκες». Αυτό ισχύει, είτε πρόκειται για λιθοβολισμούς και εγκλήματα τιμής, είτε επειδή ο κυρίαρχος σύζυγος αποφάσισε ότι η γυναίκα του δεν έχει δικαίωμα να τον εγκαταλείψει, είτε επειδή χαμογέλασε, είτε επειδή φορούσε κοντή φούστα κ.λπ.
Ακούσαμε και ακούμε ακόμα ανατριχιαστικά επιχειρήματα από επίσημα χείλη, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης με τη Γεωργία: «Τι δουλειά είχε μια κοπέλα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου;». Αναχρονιστικά και επικίνδυνα ερωτήματα για τις ελευθερίες των γυναικών και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Από την άλλη πλευρά, οι θύτες επικαλούνται παρόμοια επιχειρήματα, επιρρίπτοντας την ευθύνη στα θύματα. Νομίζω πως μία είναι η ουσιώδης διάσταση: οι γυναίκες-θύματα δεν συμπεριφέρονται πια όπως τις «δίδαξε» η σεξιστική πατριαρχική κοινωνία στην οποία εξακολουθούμε να ζούμε. Και γι’ αυτό τιμωρούνται.
Αυτά τα στερεότυπα είναι ακόμα πολύ ισχυρά. Και όσο περισσότερο οι γυναίκες, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν, βγαίνουν δυναμικά στη δημόσια σφαίρα, τόσο περισσότερο φαίνεται ότι προκαλούν τα βίαια και θανατηφόρα αντανακλαστικά κάποιων ανδρών ‒όχι όλων ευτυχώς‒ που αρνούνται τη νέα δυναμική εξέλιξη της κοινωνίας.
— Τι πρέπει να αλλάξει κατά τη γνώμη σας στην ελληνική κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της βίας και της εγκληματικότητας;
Πολλά θα έπρεπε να αλλάξουν σε θεσμικό, νομικό, κοινωνικό και ατομικό επίπεδο. Ας πούμε ο όρος «γυναικοκτονία» να αναγνωριστεί στον ποινικό κώδικα. Όμως αυτό δεν αρκεί. Ούτε η αυστηροποίηση των ποινών αρκεί.
Θα πρέπει να υπάρξει ένα συνολικό πολυεπίπεδο σχέδιο, ένα εκπαιδευτικό σχέδιο με την ευρύτερη έννοια. Τα θύματα να πάψουν να ντρέπονται και να νιώθουν ένοχα και οι θύτες να μην έχουν καμία ανοχή ή συγκάλυψη ή νομιμοποίηση, άμεση ή έμμεση, των πράξεών τους. Οι επαναλαμβανόμενες διαδικασίες «απόδειξης» της όποιας κακοποιητικής πράξης να απλοποιηθούν, να προστατευθούν τα θύματα όχι μόνο από την κοινωνική ντροπή αλλά και από συνεχείς ψυχολογικούς τραυματισμούς της προσωπικότητάς τους.
Να γνωρίζουν, επίσης, πως δεν θα επωμιστούν τεράστια έξοδα για να δικαιωθούν μετά από πολλά χρόνια τελεσιδικίας αυτών των εγκλημάτων. Είναι μακρύς και εξαιρετικά επώδυνος αυτός ο δρόμος. Είναι αποθαρρυντικός για πολλές, κυρίως για τις μη προνομιούχες γυναίκες.
— Η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, εν καιρώ πανδημίας, κινείται σε επίπεδα 30%. Υπάρχουν τρόποι πρόληψης;
Θα έλεγα πως η εκπαίδευση όλων, κοριτσιών και αγοριών, από τις μικρές ηλικίες είναι η καταλληλότερη και πιο αποτελεσματική μακροπρόθεσμα πρόληψη. Χρειαζόμαστε ακόμα επιμόρφωση και εκπαίδευση των ανθρώπων, των δημοσιογράφων, των δικαστικών συντακτών, κ.λπ. που εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Ο ρόλος τους και ο λόγος τους έχουν βαρύνουσα σημασία.
Η Ισπανία δαπάνησε 220 εκατομμύρια ευρώ σε τέτοια εξαιρετικά πρωτότυπα προγράμματα. Απ’ όσο γνωρίζω, είδε σημαντική μείωση των γυναικοκτονιών και άλλων βίαιων κακοποιητικών συμπεριφορών απέναντι στις γυναίκες. Είναι, νομίζω, η πρώτη χώρα της Ευρώπης με πραγματικά θετικά αποτελέσματα.
— Πώς σχολιάζετε την ιστορία του βιασμού της Θεσσαλονίκης; Τι είναι αυτό που σας έχει εντυπωσιάσει;
Αυτό που κυριολεκτικά με σοκάρει δεν είναι μόνο ο αποτρόπαιος βιασμός της νεαρής Γεωργίας αλλά και η συσσώρευση «καταχρηστικών» και εγκληματικών πράξεων από τα ίδια πρόσωπα. Νομίζω πως είμαστε μπροστά σε ένα μεγάλο σκάνδαλο, ένα πολυτραυματικό ατομικό και κοινωνικό γεγονός με πολλά πλοκάμια. Κάθε πτυχή αποκαλύπτει μια νέα υπόθεση. Σαν μια αυλαία που πέφτει και ανακαλύπτεις πως υπάρχουν πολλές άλλες από πίσω.
Είναι επίσης εξοργιστικό αυτό το αίσθημα «ατιμωρησίας» που φαίνεται πως είχαν οι θύτες. Η επανάληψη, χωρίς ενοχή, χωρίς φόβο, σημαίνει πολλά. Ποιοι «προστάτευαν» τους θύτες και από πότε; Είναι πολλά τα ερωτήματα και ελπίζω να απαντηθούν.
— Το κίνημα #MeToo έχει βοηθήσει να «ανοίξουν τα στόματα»;
Αναμφισβήτητα. Στην Ελλάδα η τολμηρή φωνή της Σοφίας Μπεκατώρου (ήταν και φοιτήτριά μας στο Πάντειο) το 2021 άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, η γυναικοκτονία της Καρολάιν, η υπόθεση Λιγνάδη. Το MeToo, το οποίο ξεκίνησε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που έχουν μακρά παράδοση αυταρχικών καθεστώτων, υιοθετήθηκε από κοινωνικούς επιστήμονες, φεμινιστικές συλλογικότητες κ.ά. Έσπασε η σιωπή.
Η διεκδίκηση να ενταχθεί ο όρος «γυναικοκτονία» στο Ποινικό Δίκαιο προκαλεί επιστημονικού και νομικού τύπου συζητήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως τα γυναικεία κινήματα, οι διαμαρτυρίες και οι διεκδικήσεις γυναικών και ανδρών είναι σε εξέλιξη. Δεν μπορεί. Κάτι αλλάζει. Το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη, ούτε μία ακόμη νεκρή» της Μεξικανής ποιήτριας Susana Chávez, που βρέθηκε το 2011 νεκρή σε ένα χαντάκι με ακρωτηριασμένο το χέρι της, έγινε μήνυμα όλων των γυναικών.
Το ότι νεαροί άνδρες το υποστηρίζουν δυνατά και γενναία δίπλα σε νεαρές γυναίκες, καταγγέλλοντας την έμφυλη βία, τις πατριαρχικές δομές και τις ανισότητες, είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο φέρνει η νέα γενιά για το μέλλον στα σκοτεινά και αβέβαια χρόνια που ζούμε.