Cristóbal Olivares
A- mor
Οι γυναικοκτονίες και η απουσία της αγάπης στο έργο του Χιλιανού φωτογράφου Cristóbal Olivares
Paulo Carreras
La Juguera Magazine, 17.10.2016
Η προέλευση της λέξης αγάπη ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μάλλον αβέβαιη και συγκεχυμένη. Υπήρχαν διάφορες υποθέσεις, ορισμένες από τις οποίες έχουν πλέον καταρριφθεί και άλλες έχουν γίνει ευρύτερα αποδεκτές από τους γλωσσολόγους, σχετικά με τη γένεση της έννοιας και την προσπάθειά τους να διαφωτίσουν το ζήτημα. Μια από τις πρώτες λαθεμένες θεωρίες, αλλά ευρέως διαδεδομένη, ήταν να ταυτιστεί ο όρος με την "αθανασία" ή να συσχετιστεί ειδικά με τους ρομαντικούς του 17ου και 18ου αιώνα που στόχευαν στην αιωνιότητα. Αυτό έγινε με την ένωση του ελληνικού προθέματος A (χωρίς) με το mor, mortem (θάνατος): A- mor.
Με την πάροδο του χρόνου έγινε σαφές ότι η λέξη είναι λατινική, οπότε το ελληνικό πρόθεμα δεν έχει καμία σχέση με την κατασκευή της λέξης. Βασικά προέρχεται από το λατινικό amor, -ōris όπου ο όρος γράφεται με τον ίδιο τρόπο και στο οποίο η RAE (Real Academia Española) δίνει διάφορες σημασίες μεταξύ των οποίων σημειώνω την εξής: "Αίσθημα προς ένα άλλο άτομο που μας ελκύει φυσικά και που αναζητώντας αμοιβαιότητα στην επιθυμία για ένωση, μας συμπληρώνει, μας κάνει ευτυχισμένους και μας δίνει ενέργεια να ζήσουμε μαζί, να επικοινωνήσουμε και να δημιουργήσουμε".
Γι' αυτό το λόγο βρίσκω μόνο ανόητους και προσβλητικούς τίτλους στην εφημερίδα La Cuarta, όπως "Η αγάπη και η ζήλια τη σκότωσαν" ή "Η αγάπη τον τύφλωσε και την διαμέλισε", οι οποίοι έχουν αποδοκιμαστεί δημοσίως για την κακή χρήση της έννοιας και, κυρίως, για το macho προφίλ που τακτικά αντικειμενοποιεί και υποτιμά τις γυναίκες σε αυτά τα μέσα ενημέρωσης. Δυστυχώς, η έμφυλη βία σε όλες τις παραλλαγές της, και η γυναικοκτονία ειδικότερα, ξεπερνά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνεχίζει να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως στατιστική παρά ως πραγματική προσέγγιση του πόνου των θυμάτων και του άμεσου περιβάλλοντός τους. Τι υπάρχει το τόσο τρυφερό σε πράξεις όπως ο ξυλοδαρμός, ο διασυρμός, ο εξευτελισμός και η δολοφονία; Τίποτα.
Des-Amor (απουσία αγάπης) και Φωτογραφία
Το έργο A-MOR του Χιλιανού φωτογράφου Cristóbal Olivares βγάζει την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες από τις ψυχρές στατιστικές και πηγαίνει πιο πέρα, στα βαθύτερα ίχνη πριν από το έγκλημα, σκάβει και κάνει ορατή τη δοκιμασία των γυναικών, το αντικείμενο της αόρατης κακομεταχείρισης μέσα στο σπίτι, στο "νοικοκυριό", στον περίβολο των τοίχων που για μήνες ή χρόνια ήταν βουβοί μάρτυρες των πιο παράλογων πράξεων που μπορούν να διαπραχθούν εναντίον ενός άλλου ανθρώπου. Προσοχή όμως, η έλλειψη ορατότητας της κακομεταχείρισης των γυναικών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο σπίτι και την ιδιωτική σφαίρα, αλλά εξωτερικεύεται καθημερινά στα γραφεία, στους δρόμους, στα μέσα μεταφοράς και στους δημόσιους χώρους, προϊόν μιας λανθάνουσας ματσο-πατριαρχικής κουλτούρας, η οποία, παρά τις προσπάθειες να αλλάξει αυτή η κατάσταση, συγκρούεται με αιώνες παγιωμένης καταπιεστικής συμπεριφοράς.
Ο Olivares - που πέρυσι κέρδισε το βραβείο Rodrigo Rojas de Negr i- ερεύνησε και φωτογράφισε μεταξύ 2012 και 2015 δεκαεπτά περιπτώσεις γυναικοκτονιών σε όλη τη χώρα, και είναι ένα μέρος αυτής της δουλειάς που επισκέφθηκα πριν από λίγες εβδομάδες στο Centex του Consejo Nacional de la Cultura y las Artes στο Valparaíso. Το ερευνητικό και φωτογραφικό έργο του καλλιτέχνη συνοδεύεται στην αίθουσα με εικόνες από οικογενειακά αρχεία και αποκόμματα από τον Τύπο, αντικείμενα και μαρτυρίες που παραπέμπουν και πλαισιώνουν κάθε ιστορία, τραγωδία, γυναικοκτονία. Το έργο στο σύνολό του κάνει και πάλι ορατές αυτές τις γυναίκες, όχι πια ως αριθμούς, αλλά μέσα από την ιστορία τους: τον αρχικό έρωτα, τα πρώτα προβλήματα, τις αλλαγές στις διαθέσεις του ζευγαριού, τα αιτήματά τους για βοήθεια μέσα από ένα ημερολόγιο, ένα γράμμα, την προσπάθεια να σωθεί η σχέση, τη θλίψη, την αγωνία, τον πόνο από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, το τέλος.
Καθώς κοιτάζω τις εγκαταστάσεις και τη διάταξη των οκτώ φωτογραφιών σε γυάλινα πλαίσια που απαρτίζουν την έκθεση, μια νεαρή γυναίκα κοιτάζει με προσοχή ένα μεγάλο κόκκινο πλαίσιο, μια τεχνική κολάζ στην οποία παρελαύνουν αμέτρητα αποκόμματα του Τύπου, τίτλοι εφημερίδων, φωτογραφίες του τόπου του εγκλήματος, του ζευγαριού θύμα/θύτης, ευτυχισμένων στιγμών. Ίσως διαβάζει το ημερολόγιο της Νταίζυ, η οποία κάηκε ζωντανή μαζί με τα δύο από τα τρία παιδιά της στην Antofagasta, όπου η μόνη επιζούσα ήταν η τετράχρονη κόρη της, ή το γράμμα που έγραψε η Κάρμεν Γκλόρια, η οποία μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου στη μέση του δρόμου στο Puente Alto.
Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι, δεκαεπτά γυναίκες η καθεμία με μια ιστορία που η φωτογραφία βοηθά να μην ξεχαστεί, να αποκατασταθεί, δίνοντας μέσα στην ατυχία και το έγκλημα μία ορισμένη αύρα σαν αποτέλεσμα, γιατί ναι, ακόμη και αν είναι δύσκολο να συνδυάσει κανείς την επίδραση του πόνου με μια καλλιτεχνική έκθεση, το έργο του Olivares είναι πολύτιμο. Όπως έλεγε και ο Walter Benjamin στο δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγής του, όταν θεωρούσε ότι "η φωτογραφία έχει εκθετική και κοινοτική αξία και αποτελεί λατρεία της ανάμνησης των απόντων ή νεκρών αγαπημένων προσώπων". Για τον Γερμανό φιλόσοφο αποτελεί την "εκδήλωση μιας απομάκρυνσης, αλλά και το ίχνος στο παρόν αυτού που έχει ήδη περάσει, το απομεινάρι της εμπειρίας του πένθους, αυτού που κοιτάμε και που έχει χαθεί".
Καθεμία από τις ψηφιακές φωτογραφίες που είναι προσεκτικά τοποθετημένες στους λευκούς τοίχους του δωματίου και φέρουν τα ονόματα των νεκρών γυναικών, εκπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο αυτό που είπε ο Μπένγιαμιν, αποκαλύπτοντας τα απομεινάρια και αναδεικνύοντας τα ίχνη του αστικού, ερημικού ή αγροτικού γεωγραφικού χώρου όπου έπαψαν να υπάρχουν, αλλά που αρνούνται να εξαφανιστούν από τη μνήμη. Δεν βλέπω στην έκθεση νοσηρότητα ή εκμετάλλευση του πόνου, βλέπω την δυνατότητα για άλλη μια φορά, παρά τις προσπάθειες πολλών γυναικών - όπως το Χιλιανό Δίκτυο κατά της Βίας κατά των Γυναικών, μεταξύ πολλών άλλων συλλογικοτήτων που ήδη μας ενημερώνουν για το ανατριχιαστικό άθροισμα των τριάντα πέντε γυναικοκτονιών φέτος - να συνειδητοποιήσουμε μια παγκόσμια μάστιγα.
Οι φωτογραφίες των τοπίων όπου δολοφονήθηκαν η Όλγα, η Ελισάβετ, η Βανέσα ή η Μιρέλλα είναι ακόμα εκεί και όχι μόνο αναρτημένες στους τοίχους της έκθεσης, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν μέρα με τη μέρα. Ίσως περπατάμε γύρω απ\ αυτές, περιπλανιόμαστε μέσα από αυτές και το χειρότερο, πολλές φορές χωρίς να το ξέρουμε, έχουμε συναντήσει ένα ή περισσότερα θύματα μιας κοινωνίας που χρειάζεται πολύ περισσότερα από μια έκθεση για να γίνει ανεκτική, ειρηνική, μη σοβινιστική, ανθρώπινη. Και μερικές φορές, με αγάπη.