Έχουν ένα δίκαιο οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ζήτησαν τη διενέργεια εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο τη διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στο μνημόνιο. Μόνο που ζητούν να γίνει εξεταστική για λάθος πράγματα, έχοντας ήδη έτοιμες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που σκοπεύουν να θέσουν. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Σύριζα στόχος της διενέργειας εξεταστικής επιτροπής είναι να «καθίσουν (σ.σ. οι υπεύθυνοι) στο εδώλιο της δικαιοσύνης» ειδάλλως «θα τους κρίνει η Ιστορία». «Σας στέλνουμε στο σκαμνί του κατηγορουμένου» υπερθεμάτισε ο κ. Πάνος Καμένος.
Όμως η εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοιες επιτροπές, με τον τρόπο που διεξάγονται, δεν μας κάνουν σχεδόν ποτέ σοφότερους. Στην ουσία πρόκειται για μια ακόμα μορφή ευτελισμού της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αποκλειστικά και μόνο για το «θεαθήναι». Εξυπηρετούν (μικρο)πολιτικές σκοπιμότητες, παράγουν υλικό ικανό να γεμίσει τις στήλες των παραπολιτικών, αποτελούν εν τέλει θρίαμβο της παραπολιτικής έναντι της πολιτικής. Επί της ουσίας μηδέν.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που (θα έπρεπε να) απασχολούν την κοινή γνώμη και μια πιθανή εξεταστική επιτροπή είναι αυτό που έθεσε, σωστά, ο κ. Τσίπρας: «Γιατί ενώ η ελληνική οικονομία σημείωνε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 1994 ως το 2007, το χρέος μας αντί να μειώνεται πολλαπλασιάστηκε;». Το λάθος του είναι ότι υπαινισσόμενος ποινικές ευθύνες προκαταλαμβάνει την απάντηση, ενώ ο σκοπός της εξεταστικής είναι ακριβώς αυτός: η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από καταθέσεις των άμεσα εμπλεκομένων, εμπειρογνωμόνων κοκ.
Όμως πέρα από τις συνωμοσίες, τα περί «τοκογλυφίας» και την εκ των υστέρων «επιφοίτηση» του πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ κ. Παν. Ρουμελιώτη την οποία επικαλείται ο Σύριζα, υπάρχει η ίδια πραγματικότητα, αμείλικτη σε όποιον δεν θέλει να κλείσει τα μάτια.
Αναρωτηθήκαμε, άραγε, γιατί δεν επιχειρήσαμε ποτέ σοβαρά να εκσυγχρονίσουμε την δημόσια διοίκηση της χώρας, να μειώσουμε τις εστίες διαφθοράς και την φοροδιαφυγή, να εξαλείψουμε το πελατειακό κράτος; Μήπως τελικά όλοι «βολευόμασταν» από την αναξιοπιστία του κράτους, το οποίο βλέπαμε πάντα ως «εχθρό» και ψάχναμε αφορμές για να του τη «φέρουμε»;
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί όσοι σήμερα εμφανίζονται ως κατήγοροι, όχι μόνο δεν προσπάθησαν ποτέ να βελτιώσουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, αλλά μπλόκαραν ή χλεύαζαν κάθε σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης; Ακούσαμε π.χ. ποτέ να κριτικάρει η αριστερά τα παράλογα επιδόματα τύπου «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» αντί να πλειοδοτεί σε παροχές;
Αν λοιπόν στο ερώτημα του πώς φτάσαμε ως εδώ η απάντηση είναι «ο δικομματισμός και ο ΓΑΠ», τότε –παρότι δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τον πρώην πρωθυπουργό– όχι, διαφωνώ. Φυσικά και οι ευθύνες που βαραίνουν όσους κυβέρνησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι καταφανώς μεγαλύτερες απ' όλους τους άλλους, αλλά σάμπως και εμείς με την ψήφο και την καθημερινή μας πρακτική δεν επιδοκιμάσαμε αυτό το παρασιτικό μοντέλο (υπ)ανάπτυξης «αλά ελληνικά»; Το κυρίαρχο αίτημα της κοινωνίας ήταν «περισσότερη διαφάνεια» ή μήπως «περισσότεροι διορισμοί»; Εννοείται το ότι οι πολιτικοί ταγοί έκαναν τα χατίρια τις κοινωνίας επ' ουδενί δεν τους αθωώνει.
Αυτό που μας οδήγησε, λοιπόν, στο μνημόνιο, ήταν ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα που στην ουσία αποτελούσε αντανάκλαση των «θέλω» της ίδιας της κοινωνίας. Τα χρόνια της ευμάρειας τα πράγματα ήταν απλά: Ακόμα και η καταφανής έλλειψη στρατηγικού σχεδίου (αυτό το βαθυστόχαστο που ακούμε εσχάτως περί «εθνικής αφήγησης»), φτιασιδώνονταν με παχιά λόγια, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί και θρέφοντας το. Με δανεικά.
σχόλια