Επιμέλεια: Μελίνα Σπαθάρη
Για πέντε μήνες, κάθε πρωί, η Σαρλότ μάζευε το κουράγιο της για να ξεκινήσει τη μέρα. Για πέντε μήνες, κάθε μέρα ήταν γι’ αυτήν κι ένα στοίχημα. Ως κλινική ψυχολόγος στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα όλο αυτό το διάστημα περιέθαλπε πρόσφυγες από την πληγωμένη Συρία σε έναν καταυλισμό στο κουρδικό τμήμα του Ιράκ. Οι ιστορίες και οι προσωπικές αφηγήσεις που έφερε μαζί της όταν γύρισε από την αποστολή συγκλονίζουν, αν μη τι άλλο, γιατί αποτυπώνουν με έναν βαθιά ανθρώπινο τρόπο τη βιαιότητα και το ψυχικό χάος που γεννά ο πόλεμος κυρίως στα παιδιά.
Αυτή είναι η εξομολόγησή της όπως μας την απέστειλαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα:
Ο χειμώνας είναι σκληρός σ’ αυτή την περιοχή του Ιράκ, την κουρδική. Τα ρίγη δεν με εγκαταλείπουν πλέον ποτέ. Αλλά οι άνθρωποι εκπέμπουν ζεστασιά, αντισταθμίζοντας τον παγωμένο αέρα που μαστιγώνει όλον τον καταυλισμό. Δεν αφήνω τη φαντασία μου να περιπλανηθεί στο εσωτερικό αυτών των σκηνών, να δει τι χρειάζεται να υπομένουν αυτοί οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, πέρα από το ίδιο γεγονός της εξορίας που αντιμετωπίζουν. Όλοι τους είναι πρόσφυγες του πολέμου στη γειτονική χώρα, Συρία. Πρώτα διέφυγαν από την πρωτεύουσα, Δαμασκό, έπειτα από το πολύπαθο Χαλέπι για να αναζητήσουν καταφύγιο στην κουρδική περιοχή εντός της Συρίας, απ’ όπου άλλωστε κατάγονται. Κι όταν οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν κι εκεί, έφυγαν ξανά, για το Ιράκ αυτή τη φορά. Έχασαν όλο το βιος τους, εις διπλούν. Έχασαν αγαπημένους, είδαν τις οικογένειές τους να σκορπίζουν, και τώρα είναι αναγκασμένοι να ζουν σε αδιανόητες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας ένα αβέβαιο μέλλον. Σκληρός ο αγώνας τους. Τα «αδέρφια» τους, οι Κούρδοι, δεν τους καλωσόρισαν, δεν μιλούν καν την ίδια γλώσσα, δεν έχουν δουλειά, ούτε εισόδημα. Η απογοήτευσή τους είναι λογική, οι απαιτήσεις τους δίκαιες, αλλά όλο κι όλο που τους νοιάζει τώρα είναι η επιβίωση και η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα. Δεν είναι εύκολο να ζεις σε αντίσκηνο κάτω από τη βροχή, το χιόνι, στις λάσπες. Κι όταν οι λέξεις στερεύουν, είναι το ίδιο το σώμα που αναλαμβάνει να εκφράσει τη βαθιά δυστυχία τους.
Τα χαμόγελα των ασθενών μου όταν με βλέπουν μου ζεσταίνουν την καρδιά. Τα ήσυχα, ακτινοβόλα πρόσωπά τους στο τέλος κάθε συνεδρίας, που γι’ αυτούς είναι πάντα έντονη και απελευθερωτική- είναι η μεγαλύτερη ενθάρρυνση για να συνεχίζω τη δουλειά μου. Οι άντρες μού σφίγγουν το χέρι ντροπαλά. Το παίρνουν και το εναποθέτουν στο σημείο της καρδιάς ή στο μέτωπό τους, ή και στα δύο, σε γρήγορη διαδοχή, ψιθυρίζοντας “saatchava saatroch”, μια ευχή που σημαίνει «θα σ’ έχω πάντα υπό το άυπνο βλέμμα μου» . Οι γυναίκες με κλείνουν στην αγκαλιά τους και με σφίγγουν σαν να θέλουν να με ζυμώσουν. Με φιλούν στο αριστερό μάγουλο, δίνοντας έπειτα τρία γρήγορα φιλιά στο δεξί μάγουλο, ενώ ένα μπράτσο με αρπάζει γύρω από το λαιμό και ένα άλλο από το κεφάλι. Η σκληρότητά τους είναι τρυφερή. Η τρυφερότητά τους, σκληρή. Τις παίρνω στην αγκαλιά μου όταν κλαίνε. Τους απευθύνομαι με τα σπαστά γαλλο-κουρδο-αραβικά μου: «halas, ça va aller, bash?». Και με καταλαβαίνουν γιατί η γλώσσα της καρδιάς είναι πιο δυνατή από τις λέξεις. Και βάζουμε τα γέλια. Γελάμε συνένοχα, γελάμε με εμπιστοσύνη, όταν ακόμη και τα πιο σοβαρά, καταφέρνουμε να τα προσεγγίσουμε με κάποια ελαφράδα.
Την ονόμασα «Μαμά-δρομέα» γιατί κάθε εβδομάδα έρχεται τρέχοντας να με δει, και ξεκαρδίζεται όταν ακούει το παρατσούκλι της. Είναι 47 ετών και δείχνει 60, εκτός όταν χαμογελά: Τότε μοιάζει με μαθητριούλα. Μιλά γρήγορα, ανυπόμονα και αναλυτικά. Μιλά για τα παιδιά της, εκ των οποίων το 27χρονο πάσχει από σοβαρή αναπηρία και δεν μπορεί –ούτε θα μπορέσει ποτέ- να αυτοεξυπηρετηθεί. Μιλά για τα δύο εγγόνια της που τα προσέχει η ίδια, μιλά και για τον αναλφαβητισμό της που την εμποδίζει να καταλάβει ποιον πρέπει να προσεγγίσει για να ζητήσει επισιτιστική βοήθεια. Ο σύζυγός της έμεινε στη Συρία. Τον καταριέται γιατί είναι κατατρομοκρατημένος, ακινητοποιημένος, μακριά από την καθημερινότητά της. Δεν έχει καμία όρεξη να του λέει τι συμβαίνει εδώ στον καταυλισμό. Πιο πολύ της δίνει βάρος, παρά στήριξη.
Φεύγει να βρει την οικογένειά της έπειτα από τη συνάντησή μας, όχι τρέχοντας αυτή τη φορά, αλλά με πιο ελαφρύ βάδισμα, ξελαφρωμένη από τα βάσανα που την έχουν πρόωρα γεράσει. Μεταξύ μας έχει αναπτυχθεί μια δυνατή σχέση. Πώς να βρω το κουράγιο να της πω ότι σε λίγο τελειώνει η αποστολή μου, φεύγω; Για εκείνη, αυτό θα σήμαινε άλλη μιαν απώλεια, άλλη μιαν υπενθύμιση όσων έζησε και υπέφερε τα τελευταία τρία χρόνια. Χοντρά, συμπαγή, σιωπηλά δάκρυα κυλούν πάνω στα ρυτιδωμένα μάγουλά της καθώς στρέφεται στο διερμηνέα μας και ρωτάει «Τι θα απογίνω; Η μόνη χαρά που έχω από τότε που ήρθα στο Ιράκ, είναι αυτές οι συναντήσεις μαζί της».
Την καθησυχάζω ότι θα έχει τον αντικαταστάτη μου. Θα μπορεί να συνεχίσει αυτό που κάνουμε μαζί και αν όλα πάνε καλά θα σπάσει ο κύκλος της δυστυχίας που έχει σημαδέψει τη ζωή της.
Η Σέλμα* είναι 10 ετών. Κατάφερε να επιβιώσει από το βομβαρδισμό στο χωριό της, αλλά ο ξάδερφός της όχι. Είδε το παιδί να αποκεφαλίζεται και το κεφάλι του να κυλά και να φτάνει ως τα πόδια της. Το γεγονός αυτό τη σημάδεψε και φυσικά, αφήνοντας ένα φαλακρό σημάδι στην κορυφή του κεφαλιού της, στο μέγεθος της τούφας μαλλιών που τράβηξε από το κρανίο του ξαδέλφου της προσπαθώντας να κρατήσει κάτι από αυτόν. Στην αρχή, έφτιαχνε καταπληκτικές ζωγραφιές χρησιμοποιώντας μόνο τη μαύρη απ’ όλες τις χρωματιστές μπογιές που είχε στη διάθεσή της. Σιγά σιγά άρχισε να βάζει κι άλλα χρώματα, και η τελευταία της ζωγραφιά είναι σαν ουράνιο τόξο. Ζωγραφίζει τον Άλι, έναν ήρωα-ρακούν από το βιβλίο ασκήσεων για παιδιά με ψυχικά τραύματα. Δείχνει τον Άλι λυτρωμένο πια από τα προβλήματα του, να επιστρέφει στους φίλους του να παίξει.
Τα μαλλιά της Σέλμα άρχισαν να φυτρώνουν ξανά. Μου εξήγησε ότι δεν χρειάζεται πλέον να έρχεται και να με βλέπει αν και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα όταν μου το ‘λεγε. Της απάντησα ότι ακόμη και να μην βλεπόμαστε, θα την έχω πάντα στην καρδιά μου, η οποία καρδιά βέβαια εκείνη την ώρα είχε σφιχτεί πολύ, ομολογουμένως. Ο πατέρας της, που ήταν παρών σ’ εκείνη τη συνάντηση, της είπε γλυκά πόσο περήφανος ήταν για κείνην και για την πρόοδό της. Έκτοτε, έχουν μετακομίσει στο Ερμπίλ. Δεν ζουν πλέον σε αντίσκηνο αλλά σε κανονικό σπίτι και σύντομα η Σέλμα θα μπορέσει να ξαναπάει σχολείο, κάτι που επιθυμούσε διακαώς.
Ο Μουσταφά είναι 27. Είναι παράλυτος από τη μέση και κάτω εδώ και δύο χρόνια, από τότε που τον βασάνιζαν για βδομάδες στη φυλακή. Θυμάται τα όνειρα που έκανε για την απελευθέρωσή του, θυμάται τον πρώτο του έρωτα, την αυτοπειθαρχία του στις καθημερινές ασκήσεις έξω στους λασπωμένους δρόμους του καταυλισμού, την υπερηφάνειά του όταν τον καλούν να τραγουδήσει στους γάμους. Μου μιλά ακόμη για τις αυτοκτονικές του σκέψεις. «Ποιο το νόημα να ζεις σ’ αυτήν την κατάσταση; Τίποτα δεν θα είναι ίδιο ξανά». Το όμορφο πρόσωπό του έχει σημαδευτεί από απέραντη θλίψη. Μιλά πολύ για τα πόδια του και για την πατρίδα του, και κάποια στιγμή το λαμπερό του χαμόγελο επιστρέφει να φωτίσει τα μελιά μάτια του. Είναι η στιγμή που του λέω «λοιπόν, τα λέμε την επόμενη Τρίτη».
Σταδιακά, μέσα από τις συνεδρίες μας, ανακαλύπτει ξανά ελπίδα για το μέλλον του. Μια μέρα έρχεται καταχαρούμενος να μου πει ότι ερωτεύτηκε ξανά και θέλει να παντρευτεί ένα νεαρό κορίτσι που συνάντησε στον καταυλισμό. Σχεδόν έχει ξεχάσει το θυμό του που δεν θα περπατήσει ποτέ ξανά.
Η Σακίνα πάσχει από εμφανή διαταραχή. Κερδίζω την εμπιστοσύνη της ρωτώντας την αν ποτέ βλέπει ή ακούει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει και να ακούσει (αν έχει δηλαδή παραισθήσεις). Τα μάτια της παίρνουν φωτιά! Κανείς στην οικογένεια ή από τους φίλους της δεν θέλει να την πιστέψει όταν λέει ότι μπορεί να δει ανθρώπους να πετάνε στον ουρανό. Την ερώτησή μου δεν την περίμενε. Οι γονείς της τα έχουν χαμένα μαζί της, ανησυχούν για το μέλλον της όταν εκείνοι θα έχουν φύγει. Είναι τώρα πολύ αργά γι’ αυτήν για να βρει σύζυγο (είναι 39!) και ψήνει το ψάρι στα χείλη σε όλη της την οικογένεια. Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε συνεδρία γίνεται πόλεμος, μια λεκτική ανταλλαγή πυρών μεταξύ τους. Αλλά κι αν ακόμη η κατάσταση αυτή ήταν δεδομένη για την οικογένεια στο παρελθόν, τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ περισσότερο εδώ στο Κουρδιστάν. Η Σακίνα έχει χάσει τη ρουτίνα της και δεν παίρνει πλέον καθόλου τα φάρμακά της. Είναι πολύ δυστυχισμένη. Τελικά, αποφασίζουν να τη στείλουν πίσω στη Συρία. «Με την τρέλα που επικρατεί εκεί, η κόρη μας θα είναι στο φυσικό της περιβάλλον», λένε.
Ο Τζεβάν, 22 ετών, έχει χάσει τον ύπνο του. Αναβιώνει διαρκώς τα βασανιστήρια που υπέστη κατά την αιχμαλωσία του. Νιώθει πως πλέον δεν ανήκει στον κόσμο των ανθρώπων εφόσον ζει σε τόσο μεγάλη εγγύτητα με το θάνατο. Έχει αποξενωθεί από τον εαυτό του κι από τους άλλους. Έξω από το θεραπευτικό περιβάλλον των συνεδριών μας δεν μπορεί να μοιραστεί με τους φίλους του και την οικογένειά του όσα έζησε, όσα υπέστη. Ο μόνος τρόπος γι’ αυτόν να πολεμήσει αυτό το ισοπεδωτικό αίσθημα άγχους που τον κυριεύει είναι προκαλώντας καβγάδες με τους πάντες χωρίς εμφανή αιτία.
Ονειρεύεται να επιστρέψει στη Συρία, αλλά γνωρίζει ότι αυτό ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Η σχέση μου μαζί του είναι μητρική, προστατευτική. Μετά τις συναντήσεις μας νιώθει ανακουφισμένος και μπορεί να κοιμηθεί λιγάκι, για να ξυπνήσει το πρωί και να ξαναρχίσει την έρευνα για την αδελφή του και τα αγαπημένα του ανίψια που εκτοπίστηκαν όπως κι αυτός. Για λίγο, ξεχνά τις σκέψεις θανάτου. Η σχέση μας είναι εύθραυστη. Δεν αντέχει σε αλλαγές, ούτε σε εκπλήξεις. Είναι εξαρτημένος από αυτή τη σχέση, όπως ένα μωρό από τη μητέρα του.
Είναι όλα τους μεταξύ εννιά και 12 ετών. Σπεύδουν καταχαρούμενα στις ομαδικές συναντήσεις που οργανώνω κάθε εβδομάδα μετά το σχολείο τους. Μας συστήνει η δασκάλα τους. Εκείνη είναι που συνήθως εντοπίζει στην τάξη τα παιδιά που υποφέρουν ψυχολογικά. Είναι παιδιά που είδαν τον πόλεμο με τα μάτια τους. Έχασαν μέλη της οικογένειάς τους, έφυγαν βιαστικά από τα συντρίμμια του σπιτιού τους. Το βράδυ βλέπουν εφιάλτες. Επιστρατεύουν ασυνείδητα όποιο τρόπο διαθέτει ο ψυχισμός τους για να καταπολεμήσουν τη βαθιά τους θλίψη και τα αμέτρητα ερωτηματικά για την κατάσταση που βιώνουν. Με εκπλήσσει πάντα η ακρίβεια με την οποία αυτά τα παιδιά του πολέμου ζωγραφίζουν ένα Καλάσνικοφ, ένα τανκ και πτώματα που κείτονται μέσα σε λίμνες αίματος.
Στη διάρκεια των συναντήσεών μας, μοιράζονται τις εμπειρίες τους, βρίσκουν συμμάχους, φίλους και μαθαίνουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Μέσα από τις ζωγραφικές ασκήσεις ανακαλύπτουν ότι είναι πολύ δυσκολότερο να αφηγηθούν βιώματά τους από τον καιρό ειρήνης παρά εκείνα από τον πόλεμο! Καταλαβαίνουν κοιτάζοντας το ένα τις ζωγραφιές του άλλου, ότι έχουν ζήσει τα ίδια πράγματα, κουβαλάνε τα ίδια τραύματα και δεν βρίσκονται χωρίς λόγο εκεί. Γνωρίζουν πως για να γίνουν καλά έχουν ανάγκη το ένα το άλλο.
Έχω την πεποίθηση ότι αυτά τα παιδιά, είναι οι αυριανοί ενήλικες της Συρίας. Αλλά ο δρόμος που έχουν να τραβήξουν μπροστά τους θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Πρόσφυγες: Η ζωή τους βρίσκεται και στα δικά σου χέρια.
Βοήθησε τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα να συνεχίσουν να περιθάλπουν ευάλωτους πληθυσμούς σε κίνηση, θύματα συγκρούσεων και φυσικών καταστροφών. Για κατάθεση χρημάτων: ALPHA BANK: 104-00-2786014420 Για περισσότερη πληροφορία: support.msf.gr
*Τα ονόματα σ’ αυτό το άρθρο έχουν αλλαχθεί
σχόλια