ΕΙΧΑΜΕ ΑΦΗΣΕΙ ΠΙΣΩ την Κόστα, οδεύοντας με δρομολόγιο του ΚΤΕΛ Αργολίδας προς Αθήνα. Επιστροφή από Σπέτσες μετά από καλοκαιρινές διακοπές σε σπίτι φίλου. Σε λίγες μέρες θα ανέβαινα Θεσσαλονίκη για την ετήσια επίσκεψη σε οικογένεια και φίλους.
Εκείνο το απόγευμα στο λεωφορείο επέβαιναν λίγοι επιβάτες, όλοι με προστατευτική μάσκα και σε απόσταση ο ένας από τον άλλον, χάρη στη διάθεση κενών θέσεων. Δεν βρισκόμασταν κοντά σε θάλασσα, αντιθέτως σε κάποιο υψόμετρο, όταν άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του κοινού chat της συντακτικής ομάδας της LiFO. Άνοιξα το κινητό μου από περιέργεια. Το μήνυμα έλεγε ότι ο Θωμάς Κοροβίνης είχε μόλις αναρτήσει στον τοίχο του στο Fb ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε πεθάνει.
Ο κύριος Ντίνος, λοιπόν, ήταν νεκρός. Ο κύριος Ντίνος, που πάντα συμπεριλάμβανα στις επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη, Αύγουστο, Φεστιβάλ, Πάσχα, όποτε... Ο κύριος Ντίνος, που πάντα με καλωσόριζε με ένα γλυκό χαμόγελο, με ένα γλυκό του κουταλιού και με μια γλυκιά κουβέντα, αν ήταν σε μεγάλα κέφια. Ο κύριος Ντίνος, με τον οποίο για 30 ολάκερα χρόνια διατηρούσαμε μια πολύ προσωπική παράδοση για την περιφορά του Επιταφίου κάθε Μεγάλη Παρασκευή, φόρο τιμής σε μια μακρόχρονη φιλία, μια σχεδόν πατρική-πνευματική κατήχηση από πλευράς του, μια ανασκόπηση των τρεχόντων γεγονότων από τη δική μου.
Τα συναισθήματά μου για τον θάνατο του ποιητή ανάμεικτα, το περιμέναμε καιρό. Ίσως και ανακούφιση. Βαθιά μέσα μου ήταν σαν πάντα να ήξερα ότι θα έπεφτε εποχή που θα βρισκόμουν επάνω.
Εκτός από τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, που συνειδητά είχα πάψει τις επισκέψεις, αποδεσμεύοντας τον εαυτό μου από την αποκαρδιωτική εικόνα της τελευταίας φοράς, όταν αντίκρισα έναν άνθρωπο πάνω στον οποίο δεν είχε απομείνει τίποτα που να θυμίζει το σπινθηροβόλο πνεύμα, το περιπαικτικό μουτράκι, τον ποιητή-θρύλο, έναν άνθρωπο που ήταν το σάρκινο απομεινάρι ενός αειθαλούς και αεικίνητου μια εποχή ανθρώπου, χαρακτηριστική φιγούρα μιας ολόκληρης εποχής και πόλης.
Τότε ήταν που με την επιστροφή μου στην Αθήνα είχαμε συμφωνήσει ότι όφειλα να του ετοιμάσω ένα αποχαιρετιστήριο κείμενο, εκτενή καταγραφή της πολυκύμαντης ζωής ενός πνευματικού ανθρώπου που είχε ζήσει όλες τις εκφάνσεις της Θεσσαλονίκης και των εκλεκτών προσώπων της, σε σκοτεινές αλλά και σε φωτεινές εποχές.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να ειδοποιήσω τον αρχισυντάκτη του site ότι υπήρχε έτοιμο αφιέρωμα στο αρχείο μας. Έλα όμως που μέσα Αυγούστου δεν ήταν κανείς στο γραφείο, το οποίο ήταν κλειστό για τις καλοκαιρινές διακοπές έτσι κι αλλιώς.
Τι κρίμα... πώς θα γίνει τώρα; Άρχισαν να με καλούν. «Μπορείς να μας το ξαναστείλεις; Το έχεις έτοιμο;» Ναι, θα μπορούσα να το ξαναστείλω, αλλά όχι σε λιγότερο από τρεις ώρες, που θα βρισκόμουν σπίτι μου. Επιτάχυνα τη σκέψη μου. Έπρεπε να δημοσιευτεί άμεσα, ήταν ένα κείμενο που είχα επεξεργαστεί με ιδιαίτερη φροντίδα για μεγάλο διάστημα.
Μα, φυσικά! Δεν μπορεί παρά να ήταν καταχωρισμένο στα απεσταλμένα του mail μου. Το βρήκα και διασχίζοντας τα βουνά της Αργολίδας το έστειλα. Η επαναπροώθηση είναι καταγραμμένη 11 Αυγούστου 5.47 μ.μ. Πριν ακόμη φτάσουμε στο τέρμα, είχε κάνει την εμφάνισή του στο lifo.gr.
Τα συναισθήματά μου για τον θάνατο του ποιητή ανάμεικτα, το περιμέναμε καιρό. Ίσως και ανακούφιση. Βαθιά μέσα μου ήταν σαν πάντα να ήξερα ότι θα έπεφτε εποχή που θα βρισκόμουν επάνω. Την αμέσως επόμενη μέρα ταξίδευα για Θεσσαλονίκη. Στην κηδεία του, όσοι δεν ένιωθαν ιδιαίτερα προσβεβλημένοι από τα βιτριολικά σχόλια ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε ερήμην του, ήμασταν εκεί...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.