«Έχει γίνει θεσμός! Πόσα χρόνια πάνε; Πέντε ή έξι;» μου λέει, και βέβαια του ξεφεύγουν στο μέτρημα αρκετά. «Μπορεί και δεκαπέντε, ούτε κι εγώ θυμάμαι καλά» του λέω. «Ξεκίνησε από την εποχή που μένατε στην Άνω Πόλη, κι εκτός από κάποιες φορές που έλειπα ταξίδι, πάντα μαζί κάναμε την περιφορά του Επιταφίου» συμπληρώνω.
Όντως, ο Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής είναι σαν ετήσιο ραντεβού για μένα και τον ποιητή της Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία χρόνια που μένει στις Σαράντα Εκκλησιές τον συναντάω μέσα στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πάντα στην ίδια σειρά, στα στασίδια της δεξιάς πλευράς των αντρών, ντυμένο με το καλό του σακάκι, τη γραβατούλα του, και με το βιβλιαράκι της Μεγάλης Εβδομάδας να σιγοψέλνει τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής.
Γύρω του ηλικιωμένοι κύριοι, κυρίως άνθρωποι λαϊκοί, του μόχθου, στα πρόσωπα των οποίων διακρίνεις τα βάσανα της ζωής και της βιοπάλης. Όταν σηκωνόμαστε να φύγουμε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον χαιρετούν και του πιάνουν κουβέντα. Τα τελευταία χρόνια δεν βαστάνε τα πόδια του και δεν ακολουθούμε την πομπή.
Τα βιτριολικά του σχόλια που κάποτε εξόργιζαν πολλούς ομότεχνούς του και άλλους διανοούμενους έχουν γίνει τώρα μέρος του τηλεοπτικού κορβανά.
«Φεύγετε κιόλας;» ρωτάει μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. «Ήρθε ο φίλος από Αθήνα και με εξωθεί να περπατήσουμε μέχρι το σπίτι. Δεν μπορώ να του χαλάσω το χατίρι» απαντάει κι εκείνη συνεχίζει «Θα σας φέρω να διαβάσετε κάτι που έγραψα». «Να φοβάστε την κακιά μου τη γλώσσα» της λέει και γυρίζοντας σ' εμένα προσθέτει: «Πρώην φιλόλογοι, πρώην δημόσιοι υπάλληλοι, όλοι γράφουν και θέλουν να τους πω τη γνώμη μου. Είναι κάτι το αδιανόητο!».
Κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια της μεγαλεπήβολης εκκλησίας και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Με το ένα χέρι κρατάει μπαστούνι με χειρολαβή κεφάλι σκύλου, ενώ εγώ του κρατάω το άλλο για ισορροπία. «Ο φυσιοθεραπευτής μου είναι πολύ ευχαριστημένος. Έχω τέτοια βελτίωση, που σε λίγο δεν θα έχω ανάγκη ούτε το μπαστούνι» μου λέει.
Του ανακοινώνω τον θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή. «Σοβαρά; Κρίμα, ήταν σπουδαίος. Ξέρεις, χάρη σ' αυτόν αξιώθηκα να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα στον ιδιαίτερο χώρο του Κάρολου Κουν. Ο Βογιατζής ήταν εκείνος που κανόνισε να γίνει η συνέντευξή μου με τον Λάλα μέσα στο γραφείο όπου βρισκόταν και το κρεβάτι του Κουν».
Του περιγράφω τι έγινε στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο και τα σχέδια που ανακοίνωνε μέχρι τέλους. «Τα σχέδια που γίνονται για να πιστέψεις ότι έχεις περιθώρια ζωής...» σχολιάζει. «Σήμερα είχα μια ανέλπιστη έκπληξη. Μου ήρθε από την Αθήνα ένας σάκος με δύο βιβλία με όλα τα χοροδράματα του Παπαϊωάννου. Είχε και μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο. Ξέρει να γράφει ωραία! Η Πρώτη Ύλη μου άρεσε πολύ. Όταν συνεχάρην τον Βραζιλιάνο που έπαιζε μαζί του, μου είπε με μεγάλη μετριοφροσύνη ότι το έργο ανήκε εξ ολοκλήρου στον Παπαϊωάννου κι ότι εκείνος ήταν απλώς το τσιράκι του. Έμεινα κατάπληκτος!». Χρησιμοποιεί το «τσιράκι» με την παλιά έννοια της λέξης.
Πολλά του κύριου Ντίνου ανήκουν σε ένα σύστημα αξιών που έχει πάψει να υφίσταται δεκαετίες πριν. Το γεγονός ότι ο ίδιος έγινε πολύ γνωστός τώρα δεν έχει να κάνει με τη μεγάλη του πορεία στην ποίηση, στα γράμματα και στη μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Απλώς, τα βιτριολικά του σχόλια που κάποτε εξόργιζαν πολλούς ομότεχνούς του και άλλους διανοούμενους έχουν γίνει τώρα μέρος του τηλεοπτικού κορβανά. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ αγαπητός και τυγχάνει μιας αδιανόητης, μέχρι πρότινος, δημοσιότητας. Συγχρόνως, οι αφορισμοί έχουν αντικατασταθεί από περισσότερο χιούμορ.
Ανηφορίζουμε τον δρόμο όπου κάποτε υπήρχε ο κινηματογράφος «Αίαντας», μια «γιάφκα» στην οποία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 φουρνιές φοιτητών αποδρούσαν και ονειροβατούσαν με τις ταινίες μεγάλων δημιουργών του σινεμά (θυμάμαι, έφηβος, να βλέπω το Ντόλτσε Βίτα με την Πατεράκη δίπλα μου), και σήμερα σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας, και τον ρωτάω αν ερχόταν ποτέ.
«Ποτέ. Γινόταν χαμός από κουλτουριάρηδες κι εγώ ήμουν εχθρός τους. Ήξερα από ηθοποιούς, όχι από σκηνοθέτες. Υπήρχε μια σπουδαία ηθοποιός, μικροκαμωμένη, πώς την έλεγαν, Ιταλίδα».
«Εννοείτε την Τζουλιέτα Μασίνα, τη γυναίκα του Φελίνι;» του λέω.
«Ακριβώς! Είχα δει την Καμπίρια με αυτήν. Τι ταινία, είχα ξελιγωθεί! Εκείνος από τους κουλτουριάρηδες με τον οποίο δεν χωνευόμασταν καθόλου ήταν ο Ζάννας. Ψηλομύτης και αριστοκράτης, που όμως πρέπει να παραδεχτώ ότι βοήθησε πάρα πολύ το σινεμά ως θεωρητικός.
Η γυναίκα του με αγαπούσε πολύ, αλλά εκείνος δηλητήριο! Αν και από την άλλη, ως δισέγγονος της Δέλτα, παρόλο που δεν ήταν πολιτικός, εκτός από την αντίστασή του ενάντια στη Χούντα, ήταν κατά πολύ ανώτερος από τους άλλους δύο που καυχιούνται ότι είναι δισέγγονοί της».
«Εννοείτε τον Σαμαρά και τον Γερουλάνο;» τον τσιγκλάω. «Τεράστια διαφορά με αυτούς ως ποιότητα προσωπικότητας!».
Ο «Αίαντας» βρίσκεται ακριβώς στη στάση Καβάφη του λεωφορείου νούμερο 15. Είναι η κοντινότερη στο σπίτι του Χριστιανόπουλου. Δεν αναφέρεται στον ποιητή αλλά στον έμπορο Δημήτριο Καβάφη με καταγωγή από τις Σαράντα Εκκλησιές, έξω από την Αδριανούπολη, που πλούτισε στην Αμερική.
Ο κύριος Ντίνος μου εξηγεί: «Έβγαλε λίγα λεφτά το ανθρωπάκι και τα έδωσε στον Δήμο για να εξωραϊστούν οι πέντε πλατειούλες του συνοικισμού. Πού να τα έδινε; Στους Τούρκους που τώρα έχουν την πατρίδα του;».
Βήμα-βήμα έχουμε φτάσει πια επί της οδού Σκεπαστού: «Αυτός ο αργός βηματισμός εσένα σε κουράζει» μου λέει κι εκείνη τη στιγμή ένα νεαρό ζευγάρι τον χαιρετάει. «Γεια σας, γεια σας!» ανταπαντάει και γυρνάει προς τα εμένα: «Ποιοι είναι πάλι αυτοί; Άγνωστοι. Πολλοί άγνωστοι...».
Περνάμε δίπλα από ένα πεζοδρόμιο με δύο παγκάκια κάτω από πυκνή βλάστηση. «Σου αρέσει αυτό το σκιάδειο; Έτσι λεγόντουσαν στην αρχαία Ελλάδα. Έβαζαν δύο-τρία παλούκια κι ένας θάμνος ανέβαινε μέχρι επάνω, δημιουργώντας σκιά. Μάλλον υπήρχαν πολλά τότε μες στις πόλεις». Το «σκιάδειον» μοιάζει περισσότερο με αυτοσχέδια κατασκευή που κάποιοι από τη γειτονιά ανέλαβαν.
Τον ρωτάω τη γνώμη του για τη δημαρχία Μπουτάρη. «Με κάλεσε να συμμετάσχω μαζί του σε ένα πάνελ με άλλα 16 άτομα για να μιλήσουμε για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Πήγα, ήταν και πολλοί επιζώντες από το Ολοκαύτωμα.
Πρότεινα η πλατεία μπροστά από τον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό, απ' όπου ξεκίνησε ο εκτοπισμός τους, να ονομαστεί πλατεία Άουσβιτς. Σηκώθηκε όρθιο το κοινό και καταχειροκρότησε. Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε και δεν έχει γίνει τίποτα.
Αντιθέτως, ο Παπαγεωργόπουλος, όταν τόλμησα, με δική μου πρωτοβουλία, να του ζητήσω μια πλατεία να βαφτιστεί "πλατεία Τσιτσάνη" –ξέρεις πόσο πολύ τον εκτιμώ, δεν είναι τυχαίο που έχω το πορτρέτο του δίπλα στου Καβάφη–, μέσα σε έναν μήνα το έκανε. Μετά, πήρα θάρρος και ζήτησα να μπει και μια προτομή. Μου είπε ότι θα κήρυττε πανελλήνιο διαγωνισμό. Έγινε αμέσως κι αυτό και σε έναν χρόνο η προτομή μπήκε.
Ντρέπομαι λιγάκι, αλλά ομολογώ ότι προτιμώ τον Παπαγεωργόπουλο. Τώρα, όσον αφορά αυτά για τα οποία τον κατηγορούν, τι να πω; Αληθεύουν όλα;».
Φτάσαμε στην πολυκατοικία του. Απέναντι υπάρχει μια άλλη πολυκατοικία αδιανόητης κακογουστιάς. Πέρσι ο ογδοντάρης ιδιοκτήτης της σφαγιάστηκε από έναν Μαροκινό φοιτητή, ο οποίος κατακρεούργησε το πτώμα και το πέταξε στον κάδο σκουπιδιών κάτω από το παράθυρο του κ. Ντίνου. «Με συντάραξε αυτή η ιστορία» μου λέει.
Κάνει να βγάλει τα κλειδιά και συνειδητοποιεί ότι τα έχει ξεχάσει. Ειδοποιούμε γείτονες και σε λίγη ώρα έχουν μαζευτεί τέσσερις άνθρωποι που αγωνιούν με το πρόβλημα. Ένας φέρνει έναν φίλο του κλειδαρά και καταφέρνουμε να μπούμε στο σπίτι που μας περιμένουν τα τρία του γατιά.
Στενοχωριέται που δεν έχει ετοιμάσει λεμονάδα και κουλουράκια να με τρατάρει. Τον βάζω να μου διαβάσει ένα ποίημα για την ηχητική στήλη αναγνώσεων ποιημάτων του lifo.gr. Επιλέγει το «Ο Οράτιος εν Αθήναις» του Καβάφη που θεωρεί σημαντικό.
Είναι πια αργά και νιώθω ότι τον έχω κουράσει. Ετοιμάζομαι να φύγω και τον ρωτάω αν χρειάζεται κάτι ακόμα, μια που είναι μόνος. «Σώπα, χρυσό μου. Ξέρεις τι καλή είναι η μοναξιά;» μου λέει...
ΌΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.
Info:
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου βλ. Αλέξης Ζήρας, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 2381-2.
σχόλια