Στο βιβλίο του «Περικλής Παναγόπουλος Βίος και Ναυτιλία» ο εφοπλιστής, που πέθανε σήμερα είχε περιγράψει τις δραματικές στιγμές που είχε περάσει κατά την απαγωγή του με «εγκέφαλους» τους Παναγιώτη Βλαστό και ο Γιάννη Σκαφτούρο.
Ο ισχυρός Περικλής Παναγόπουλος ήταν ένα σύμβολο της σύγχρονης ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας και η είδηση της απαγωγής του το 2009 είχε απασχολήσει εκτενώς τον ελληνικό, αλλά και τον διεθνή Τύπο.
Ο Περικλής Παναγόπουλος έπεσε θύμα απαγωγής στις 12 Ιανουαρίου το 2009 και έμεινε όμηρος στα χέρια των δραστών μέχρι και τις 20 του μήνα.
Οι απαγωγείς επικοινώνησαν με τη σύζυγο του εφοπλιστή και της ζήτησαν 30 εκατομμύρια ευρώ ως λύτρα για να τον απελευθερώσουν. Τα λύτρα τελικά δόθηκαν και μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί.
«Ξεκίνησα με τον οδηγό για το γραφείο μου στη Βούλα όταν ξαφνικά ένα βανάκι μας έκλεισε το δρόμο. Κατέβηκαν τρεις γεροδεμένοι άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα και κρατούσαν όπλα. Μας άρπαξαν και μας έβαλαν στο βαν. Μας πήγαν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια με έβαλαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος». Ο Παναγόπουλος ξαφνιάστηκε αφού όπως είπε «δεν είχα ταξιδέψει ποτέ στη ζωή μου σε πορτμπαγκάζ και τους ζήτησα να με απαλλάξουν από τη δοκιμασία. Το αίτημά μου ωστόσο αν και διατυπώθηκε με καλό τρόπο δεν έγινε τελικά αποδεκτό».
Στη συνέχεια περιγράφει πώς στο σημείο που μεταφέρθηκε τον αλυσόδεσαν με χειροπέδες, αλλά και με μία χοντρή αλυσίδα σαν αυτές που χρησιμοποιούν για τις άγκυρες των κότερων. Συνεχίζει λέγοντας πως τον υποχρέωσαν να φορέσει μαύρα ρούχα και κόκκινες χνουδωτές παντόφλες. Μόνη του συντροφιά ένας παλιός καναπές και μία τηλεόραση που έπιανε ένα κανάλι.
Η Κατερίνα Παναγοπούλου είχε διαρκείς επικοινωνία με τους απαγωγείς του συζύγου της μέχρι να αφεθεί ελεύθερος το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 2009.
Ο Παναγόπουλος περιγράφει τη μέρα που οι απαγωγείς τον άφησαν ελεύθερο. «Ο αρχηγεύων της παρέας μου είπε ''Κύριε Παναγόπουλε η γυναίκα σας παλικάρι. Όλα πήγαν καλά. Αν και της είπαμε ότι θα σας ελευθερώσουμε μέσα σε 24 ώρες θα το κάνουμε μέσα στη νύχτα».
Στις 13 Ιανουαρίου και στις 17 Ιανουαρίου 2009 η Κατερίνα Παναγοπούλου ταξίδευσε μέχρι το Ξυλόκαστρο, συγκεκριμένα στο 125ο χιλιόμετρο της Εθνικής Αθηνών-Πατρών, όπου οι απαγωγείς είχαν αφήσει μία βιντεοκασέτα και μία κασέτα ήχου με υλικό σχετικά με την απαγωγή.
Στο μεταξύ, όπως περιέγραψε η ίδια στους αστυνομικούς, η αντίστροφη μέτρηση για την παράδοση των 30 εκατομμυρίων ευρώ και την απελευθέρωση του συζύγου της ξεκίνησε το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου.
Εκείνη την ημέρα, μαζί με ένα ακόμη άτομο επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο και καθ' υπόδειξη των απαγωγέων έφθασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Όμως τότε η παράδοση των λύτρων δεν έγινε ποτέ.
Το επόμενο πρωί, ύστερα από τηλεφώνημα των απαγωγέων και από συνεχείς αλλαγές στα ραντεβού, που διήρκεσαν πάνω από 24 ώρες, η σύζυγος του εφοπλιστή και ο οδηγός του άφησαν τα λύτρα σε ερημική τοποθεσία στη Βοιωτία, κοντά στο Ακραίφνιο.
Από το βράδυ της Κυριακής είχαν ζητήσει από την Κατερίνα Παναγοπούλου να απομακρύνει την Αστυνομία από το σπίτι της. Αργότερα της ζήτησαν να κινηθεί στην εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης και να αλλάξει αρκετές φορές το δρομολόγιο που της είχαν προγραμματίσει.
Αρκετές ώρες αργότερα ο Περικλής Παναγόπουλος εντοπίστηκε από πλήρωμα περιπολικού να κάθεται σε παγκάκι σε πάρκινγκ επί της Εθνικής Οδού Αθηνών- Κορίνθου μεταξύ Σκαραμαγκά και Δαφνίου. Ο εφοπλιστής φορούσε φόρμα και μπουφάν που του είχαν δώσει οι απαγωγείς. Αμέσως οι αστυνομικοί τον μετέφεραν στο τμήμα Χαϊδαρίου και αφού διαβεβαίωσε τις αρχές ότι είναι καλά ζήτησε να επικοινωνήσει με την οικογένειά του. Στην συνέχεια με περιπολικό μεταφέρθηκε σε σημείο συνάντησης στο δρόμο όπου τον περίμενε η σύζυγός του.
Απόσπασμα από το βιβλίο που περιγράφει τη μέρα της απελευθέρωσης:
«Ο αρχηγεύων της παρέας μού είπε: "Κύριε Παναγόπουλε, η γυναίκα σας παλικάρι. Όλα πήγαν καλά. Αν και της είπαμε ότι θα σας απελευθερώσουμε μέσα σε 24 ώρες, θα το κάνουμε μέσα στη νύχτα απόψε». Κάποια στιγμή, μέσα στη νύχτα, μου φόρεσαν κουκούλα και με κατέβασαν υποβασταζόμενο από τα σκαλοπάτια που είχα ανέβει πριν από επτάμισι μέρες... Σε μια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε κι ένιωσα ότι οι επιβάτες βγήκαν. Τότε ο ένας από αυτούς, μάλλον ο νεότερος, μου είπε: «Κύριε Παναγόπουλε, εδώ θα σας αφήσουμε. Θα σας βγάλουμε την κουκούλα, αλλά δεν θα γυρίσετε το κεφάλι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πίσω. Θα μετρήσετε μέχρι το πενήντα και μετά είστε ελεύθερος».
Πρέπει να αναφέρω επίσης πως όταν μου έβγαλε ο φρουρός την κουκούλα, μου παρέδωσε δύο πράγματα: ένα ήταν το φυλαχτό μου, που είναι και το μόνο ενθύμιο από τον πατέρα μου, το οποίο μου το πήραν στην απαγωγή. Το δεύτερο ήταν το πιστόλι άνευ γεμιστήρος που είχαν αφαιρέσει από τον Γιώργο Σαρδέλη. Το πιστόλι του Γιώργου ήταν λιγάκι πρόβλημα, διότι η καινούργια φόρμα που μου έδωσαν να φορέσω προτού με βάλουν στο πορτμπαγκάζ είχε στενές τσέπες στο μπουφάν, όπου δεν χώραγε το πιστόλι. Γι' αυτό επιχείρησα να το βάλω στην τσέπη του παντελονιού.
Βάζοντάς το όμως στην τσέπη του παντελονιού το βάρος του ήταν τέτοιο, που το λάστιχο στη μέση μου δεν ήταν ικανό να συγκρατήσει το παντελόνι. Τι να κάνω, πήρα το πιστόλι υπό μάλης και άρχισα να κατεβαίνω το πετρώδες μονοπάτι...»
Αμέσως μετά την απελευθέρωσή του ο Περικλής Παναγόπουλος λέει: «Από την επόμενη κιόλας ημέρα της απελευθέρωσής μου θεώρησα χρέος μου να ξαναβρώ τους κανονικούς ρυθμούς της ζωής μου. Έτσι λοιπόν, όπως συνηθίζω πάντα το πρωί, ντύθηκα, ευπρεπίστηκα και ξεκίνησα για το γραφείο μου» σημείωσε χαρακτηριστικά
Οι απαγωγείς του Περικλή Παναγόπουλου συνελήφθησαν έπειτα από λίγο καιρό ενώ στον Παναγιώτη Βλαστό επιβλήθηκε ισόβια ποινή κάθειρξης και 36 έτη. Ωστόσο, τα λύτρα που έδωσε η οικογένεια για την απελευθέρωση Παναγόπουλου δεν βρέθηκαν ποτέ.
σχόλια