Η τραγωδία της 5ης Μαΐου 2010 στο υποκατάστημα της Marfin επί της οδού Σταδίου, στο κέντρο της Αθήνας, επανέρχεται στην επικαιρότητα μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να ακυρώσει την απόφαση του Εφετείου και να παραπέμψει την υπόθεση σε νέα δίκη, καταλογίζοντας ευθύνες στην εκμισθώτρια τράπεζα για μη λήψη μέτρων ασφαλείας.
Την 5η Μαΐου 2010, η 32χρονη έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η 35χρονη Παρασκευή Ζούλια και ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης έχασαν τη ζωή τους στο υποκατάστημα της Marfin, από τη φωτιά που προκλήθηκε μετά τη ρίψη μολότοφ από αγνώστους με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους, οι οποίοι προηγουμένως είχαν σπάσει τη τζαμαρία της τράπεζας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μία ημέρα πριν, η διευθύντρια του καταστήματος πρότεινε στους προϊσταμένους της να μην λειτουργήσει το κατάστημα ενόψει της προγραμματισμένης γενικής απεργίας για την ψήφιση του πρώτου μνημονίου, αίτημα που δεν έγινε δεκτό.
Μεταξύ άλλων, το υποκατάστημα της Marfin στεγαζόταν σε διατηρητέο κτήριο και η τοποθέτηση ρολών ασφαλείας απαιτούσε την έγκριση του συμβουλίου αρχιτεκτονικής της αρμόδιας Περιφέρειας, που δεν ζητήθηκε ποτέ. Ωστόσο επιτρεπόταν η αντικατάσταση της απλής τζαμαρίας με άθραυστη τζαμαρία, όπως άλλωστε είχε τοποθετήσει η Marfin σε καταστήματά της σε Νέα Σμύρνη, Λάρισα και Θεσσαλονίκη - όχι όμως στο κατάστημα επί της οδού Σταδίου.
Το κατάστημα συνολικού εμβαδού 230 τετραγωνικών μέτρων, για το οποίο δεν είχε ποτέ ζητηθεί -ούτε αντίστοιχα είχε χορηγηθεί- πιστοποιητικό πυροπροστασίας, είχε δεχτεί ξανά επίθεση με μολότοφ τον Νοέμβριο του 2007 και τότε προκλήθηκε επίσης φωτιά, ενώ διέθετε μία έξοδος κινδύνου, την κεντρική είσοδο.
Σημειώνεται ότι οι μόνες καταδικαστικές αποφάσεις για την υπόθεση ήταν για έλλειψη μέσων πυρασφάλειας στο κατάστημα της τράπεζας, όταν καταδικάστηκαν ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας των τριών υπαλλήλων, σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων, για παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Όμως, οι συγγενείς των θυμάτων κινήθηκαν νομικά κατά της Marfin μέσω των Διοικητικών Δικαστηρίων της Αθήνας και τους επιδικάστηκαν αποζημιώσεις.
Αναφορικά με τους φυσικούς αυτουργούς, τον Απρίλιο του 2011, υπήρξε -σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ.- μια ανώνυμη επιστολή που κατονόμαζε τρεις άνδρες ως τους εμπρηστές της Marfin. Οι δύο από τους τρεις κλήθηκαν σε απολογία, παραπέμφθηκαν σε δίκη και αθωώθηκαν ομόφωνα τον Οκτώβριο του 2016.
Η κρίση του Αρείου Πάγου για τη Marfin, 14 χρόνια μετά
«Δεχόμενη σχετική αναίρεση ανήρεσε την με αριθμό 5541/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίζουσα την ευθύνη της τότε μισθώτριας Τράπεζας MARFIN και των κατ’ ιδίαν εξ αδικοπραξίας μελών του Δ.Σ. της, για την μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος της MARFIN στο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σταδίου αριθ. 23, συνεπεία πυρκαϊάς κατά τη διάρκεια πορείας – συλλαλητηρίου την 5η Μαΐου 2010» αναφέρεται στην απόφαση που δημοσιεύθηκε επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη που εκπροσώπησε την ιδιοκτήτρια του ακινήτου.
Μεταξύ άλλων στην απόφαση του Αρείου Πάγου σημειώνεται πως «το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου για τη Marfin
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την απόφαση του το Εφετείο:
- δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας,
- διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου, [α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας,
- διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και 4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας».
Όπως τονίζεται «στην ένδικη περίπτωση, στην οποία επρόκειτο για χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την 1-1-1995, υπήρχε υποχρέωση “να μην κλειδώνονται” οι έξοδοι κινδύνου, “ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή”. Η υποχρέωση αυτή είχε ενσωματωθεί και στο άρθρο 10 παρ.6 του “εγχειρίδιου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας” της Τράπεζας, που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του συμβάντος. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 -παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981, πρέπει να τοποθετείται υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Β’ και Γ (χωρητικότητας 201 ατόμων και άνω, δηλαδή όχι της κατηγορίας Α’, όπως εν προκειμένω) και, επί πλέον, α) σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον βρίσκονται σε όροφο κτιρίου που υπερβαίνει σε ύψος τα 20 μέτρα και β) σε αίθουσες οιουδήποτε ορόφου, των οποίων η προσέγγιση με εύκαμπτους σωλήνες, τροφοδοτούμενους με νερό από το εξωτερικό του κτιρίου, είναι δυσχερής. Και πάλι, όμως, από την υποχρέωση αυτή (όπως και από την εναλλακτική υποχρέωση τοποθέτησης εύκαμπτου σωλήνα μήκους 15 μέτρων,1 με ακροφύσιο, του οποίου η άλλη άκρη πρέπει να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό της εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς το σκοπό αυτό, άρθρο 12 παρ.3 της ΠυρΔ 3/1981) απαλλάσσονται όσοι εκμεταλλεύονται αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, στις οποίες θεωρείται αρκετή η πρόβλεψη τουλάχιστον 2 φορητών πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως (άρθρο 12 παρ.1 περ. δ’ της ΠυρΔ 3/1981). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, κατά την έννοια της ΠυρΔ, υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, συνεχώς, σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών, εκκένωσης των χώρων κ.λπ.»
Για τους λόγους αυτούς «αναιρεί την υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση».