Επιτρέπεται να ασχοληθείς στα ΜΜΕ με το θάνατο κάποιου που δεν ήταν διάσημος; Μπορεί να μη γνωρίζεις καθόλου κάποιον και παρόλα αυτά η ιστορία του να σε καθηλώσει; Αυτό ακριβώς μου συνέβη με τον Χρήστο Κάτση από το Βαρικό Φλώρινας, που πέθανε στα 83 του, έχοντας πρώτα αφηγηθεί τη ζωή του με χίλιες λέξεις, στον Κωνσταντίνο Παπαπρίλη Πανάτσα...
«Ρε, πως γίνεται να χωρέσεις σε χίλιες λέξεις, χίλιους μήνες;
Δεν ξυπνάω πια στις έξι.
Το κρεβάτι γίνεται πιο βολικό με τα χρόνια.
Η νευραλγία μου κλέβει μέρες, τώρα που τις έχω ανάγκη. Δεν ξέρουν τίποτα οι γιατροί, τίποτα, κι η Βασιλική, που με ξεμάτιαζε κι έδιωχνε τις αρρώστιες, δεν είναι καιρό τώρα μαζί μας.
Ας είναι. Όταν θα τελειώνουν οι ανάσες μου, θα το αγκαλιάζω το στρώμα, να με φτιάνει καινούριο.
Να ξεκινήσω όμως, να ξετυλίγω, να προλάβω.
Η πρώτη μου ανάμνηση;
Να φορτώνω το μουλάρι. Να ξυλεύουμε τα πεύκα και τις καστανιές στις πλαγιές γύρω από το χωριό και να κατηφορίζουμε μαζί με τον χειμώνα. Έχεις μυρίσει μαγκάλι; Ξέρεις το άρωμα της φωτιάς; Έχεις δει τον καπνό να χορεύει πάνω από κόκκινες σκεπές;
Κι ήρθαν οι στολές με τα τουφέκια. Εδώ στα μέρη μας, έκαμναν κουμάντο οι δημοκρατικοί. Τα βουνά είχαν γεμίσει πιτσιρικάδες που στήνανε φωλιές. Σαν παιχνίδι το ‘βλεπαν.
Ξέρεις τι κράτησα όμως; Το άλογο που μου ‘μεινε στα χέρια, κείνο που ‘πεσε νεκρό δίπλα μου. Από βόλι του στρατού. Δεν έμαθα ποτέ αν πάνω είχε τ’ όνομά μου ή το δικό του.
Γεννήθηκα δίγλωσσος. Με το φεγγάρι, μιστσίνα, με τον ήλιο σλόντσε, με τ' αστέρια, τζβέζντα, με τοσύννεφο, όμπλακ. Όλα τα ίδια μένουν, όπως και να τα πεις. Ο ήλιος, ήλιος, τα σύννεφα, σύννεφα. Κι όταν μαζεύονται παραπανίσια, κοίτα να 'χεις κομμένα ξύλα στον τοίχο σου.
Κρυμμένοι, στους δρόμους που διαλέγεις, δίχως φώτα. Στα μονοπάτια των παππούδων μας. Τα ξεχασμένα. Μάθαινες να διαλέγεις το σκοτάδι. Μάθαινες πώς κρύβονται οι αντάρτες. Πώς τους βρίσκεις, πώς σου αφήνουν οδηγίες.
Θυμάμαι τα πόδια μου αναμμένα. Πόσος ποδαρόδρομος για το τίποτα… Να βρισκόμαστε σε κίνηση μόνο. Κυνηγητό, μην δείξεις πόσο χαμένος βγήκες. Χούφτες ανθρώπων, να λεν πως δεν τελείωσε από τώρα.
Ο εμφύλιος πονάει ακόμα.Είναι εκείνος που άφησε «Μακεδόνες» μέσα στους Έλληνες.
Ύστερα, ιδρώτας. Στο μέτωπο ψηλά, να ντύνει τη γκλάβα σε μικρά καλοκαίρια. Στα καπνά. Θυμάμαι να μαζεύω καπνά. Να τα βελονιάζω, να τα περνάω σε αρμάθες, να τα κρύβω να στεγνώσουν. Τάισαν κόσμο τα καπνά. Και μετά, σταμάτησαν να δίνουν άδειες. Έτσι δεν γίνεται πάντα;
Γεννήθηκα δίγλωσσος. Με το φεγγάρι, μιστσίνα, με τον ήλιο σλόντσε, με τ’ αστέρια, τζβέζντα, με το σύννεφο, όμπλακ. Όλα τα ίδια μένουν, όπως και να τα πεις. Ο ήλιος, ήλιος, τα σύννεφα, σύννεφα. Κι όταν μαζεύονται παραπανίσια, κοίτα να ‘χεις κομμένα ξύλα στον τοίχο σου.
Έζησα τον πατέρα μου, πρώτα ως Μεθόδιο. Μετά Θεόδωρο. Ό,τι θύμιζε Σλάβους και κυρίλλιτσα έσβηνε από τα κατάστιχα.
Βλέπεις την κορνίζα απέναντι; Φαντάρος. Δυο χρόνια και κάτι στρατιωτικό. Τόσο κρατούσε τότες. Τι, το μουστάκι; Μ’ αυτό γεννήθηκα.
Κάπως έτσι βρέθηκα στην Κρήτη. Μοίρες, Τυμπάκι, Άγιοι Δέκα. Θάλασσα στον Δυτικομακεδόνα. Ψήθηκα μακριά απ’ το βουνό. Αρρώστησα. Στα Χανιά με πήγαν τελειωμένο, Μάη μήνα, με κόψανε χωρίς αναισθησία, δεμένο χειροπόδαρα. Σα σφαχτάρι. Δαγκώθηκα. Ψήθηκα ξανά. Κι έγιανα.
Όταν γύρισα, πήγα ευθύς να πάρω τη Θεοδότα. Ξέρεις πως διαλέγανε γυναίκες στο χωριό; Με κάλτσες. Ό,τι ακούς. Τα συμφωνούσες, εμφανιζόσουν στο σπίτι των γονιών της κι αν ήσουν ο τυχερός, σου ‘διναν ένα ζευγάρι κάλτσες. Σε σένα και στους συνοδούς σου. Έδεναν τη σχέση, τη ζέσταιναν. Μάλλινη σφραγίδα ένα πράμα.
Ξέρεις πόσοι έφευγαν δίχως κάλτσες απ’ το πατρικό της;
Η Βαγγελιώ ήρθε. Μετά η Χριστίνα.Και στερνό το παιδί, ο Κυριάκος. Κι ήταν εκείνος ο καιρός που τα τραίνα πήγαιναν σειρά στη Γερμανία. Καβάλησα κι εγώ ένα.
Έμαθα τη γλώσσα τους σε τρεις βδομάδες. Ο καλύτερος διερμηνέας σ’ Έλληνες κι Ιταλούς. Κάθε πρωί στη φάμπρικα. Μπε Εμ Βε. Σχεδόν ένα χρόνο. Τα ‘κονόμησα και γύρισα να δουλέψω φορτσάτος στην πατρίδα. Στα μπαγκάζια του γυρισμού, μια γωνιά από ολάκερο βαγόνι, στοίβαξα την ωραιότερη ραπτομηχανή, βγαλμένη απ’ τον αντίπαλο. «Μερτσέντες».
Δίπλα της, η κόκκινη Φλορέττα. Η πρώτη μηχανή στο χωριό.
Γρήγορα, γρήγορα, ήρθε κι ο αγρότης. Κόκκινος κι αυτός. Με τέσσερις ταχύτητες. Τον παροπλίσανε στην αλάνα, πλάι στα λάχανα, τα παιδιά. Όμως, ακόμα σου λέω, παίρνει με την πρώτη.
Μας προίκισε η Γερμανία. Μας προίκισε.
Τι σου ‘λεγα;
Ξεκίνησα εργολάβος λοιπόν. Σ’ όλη την Ελλάδα. Φτιάχνανε σκάρπες στο Πήλιο τότε, να συμμορφώσουν το νερό.
Όπου βλέπεις πέτρες παλιοκαιρισμένες, να ορθώνουν τοίχους, να ξέρεις, όλο και κάποια θα ‘βαλε το χέρι το δικό μου. Στην ταυτότητά μου το γράφει. «Οικοδόμος». Αν την γυρίσεις, γράφει «Βασίλειον της Ελλάδος». Σιγά μην την άλλαζα.
Άνοιξα την Ομόνοια σ’ ένα δώμα του σπιτιού. Παντοπωλείον η «Ομόνοια». Και τηλεφωνείο, μαζί. Έσπρωχνες την πόρτα και σε ζάλιζε η κανέλα, η ρίγανη κι όλα τα μπαχάρια που στέκονταν δίπλα στο ταμείο. Όταν την φέρνω πίσω, μου λείπουν τα πιτσιρίκια που βουτούσαν στον τενεκέ με τη ζάχαρη. Κι οι καραμέλες υγείας που ‘βαζα τη γυναίκα να τα κεράσει.
Τα χωράφια δεν σταματούσαν ποτέ. Μην βλέπεις τώρα, που οι καφετερίες δεν έχουν θέση άδεια. Φασόλι, πιπεριά, ντομάτα, καλαμπόκι. Και καμιά βέργα, να πλέκει τα καλάθια που γεμίζει η γη η βλογημένη.
Και λεύκες φύτεψα. Οι λεύκες είναι το πιο πολύτιμο απ’ τα δέντρα. Γιατί όταν έχει φεγγάρι, γίνονται ασημένιες. Και τ’ ασήμι, το κάνεις σκουλαρίκια.
...
Ως την τετάρτη πρόλαβα να πάω. Λίγους μήνες πριν, μ’ έγραψαν στο σχολείο, να μην το κλείσει το κράτος. Από την πέμπτη με συνεχίζουν οι κερατάδες τώρα. Αλλά άκου να σου πω. Στα μαθηματικά τους έβαζα όλους τους καθηγητάδες κάτω. Κοτζάμ παντοπωλείο, δεν μ’ έκλεψε κανείς. Ποτέ.
Αν θ’ άλλαζα το χωριό;
Και να ‘βαζα τα χάπια μου σε πλαστική σακούλα; Μόνο εδώ μπαίνουν σε μάλλινο τορβά. Τον αδειάζω δυο φορές το χρόνο, στις φωτιές του χειμώνα. Να βάλουν κάστανα και μανταρίνια τ’ αγγόνια, γυρνώντας τα φωτισμένα σπίτια.
Όταν σκοτεινιάζει, γυρίζω απ’ την πλατεία. Κουμπώνω το μάλλινο πανωφόρι. Είμαι γέρος πια, λένε και θέλουν να φυλάγομαι.
Είναι φορές όμως που τους την κοπανάω. Κάθομαι με τ’ αστέρια απέναντί μου. Ίσως ν’ ανοίγω λίγο και το πουκάμισο.
Για Σεπτέμβρη μήνα, είν’ ηδονή απαγορευμένη να σε βρει ο αέρας στο στήθος. Στο στήθος με την καρδιά που όλο και ξεχνάει πως να δουλεύει.
Κι ύστερα, χτυπάω το κεχριμπάρι στα δάχτυλα. Στα δάχτυλα, που έπαψαν να λυγίζουν. Το χτυπάω, να θυμάμαι πως οι μέρες κάθονται στην καμπούρα της μνήμης όταν αυτή αποδυναμώνει.
Πριν γυρίσω στο κρεβάτι, το φέρνω ακόμα το Λιβυκό στα μάτια μου. Και ξέρεις γιατί επιστρέφει;
Για να μου μαθαίνει απ’ την αρχή, σαν ξεχνάω, πως τα λιμάνια, τα ταξίδια και οι δρόμοι είναι φτιαγμένα από σάρκα.
Με ρόζους.»