Ο Γιώργος Μπίζος είναι σήμερα 85 χρόνων -για τα παιδιά και τα εγγόνια του Μαντέλα είναι «ο θείος Γιώργος», για την επίσημη Νότιο Αφρική είναι ένας «πνευματικός πατέρας του έθνους»- και για μιάμιση ώρα μου αφηγήθηκε τον περασμένο Ιούλιο τηλεφωνικώς από το Γιοχάνεσμπουργκ όπου ζει, την περιπετειώδη ζωή του και την ισχυρή φιλία του με τον Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος είπε για τον Μπίζο: «Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις κάποιον περισσότερο από τη μισή σου ζωή κι όμως να μην έχεις μαλώσει ποτέ μαζί του;».
Στη Νότιο Αφρική έφτασε το 1941. Μικρό παιδί, 12-13 χρόνων, σε μια άγνωστη χώρα που μιλούσε μια άγνωστη σ’ αυτόν γλώσσα, με τους πιο πολλούς ανθρώπους της να έχουν διαφορετικό απ’ αυτόν χρώμα. Μόνος με τον πατέρα του. Έναν λεβέντη Μεσσήνιο, τον Αντώνη Μπίζο, που όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό τους, στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας, αυτός αποφάσισε να ρισκάρει τη ζωή του για να φυγαδεύσει επτά νεοζηλανδούς στρατιώτες που εγκλωβίστηκαν στα μετόπισθεν. Παίρνοντας μοναχά μαζί του τον μικρό Γιώργο που επέμενε να πάει με τον πατέρα του, αφήνει πίσω τη γυναίκα του και άλλα τρία παιδιά, βάζει τους στρατιώτες σ’ ένα ψαροκάικο με σκοπό να τους πάει στην Κρήτη. Τρεις μέρες μετά, μεσοπέλαγα, τους περισυλλέγει ένα συμμαχικό πλοίο, αγγλικό, η Κρήτη δεν μπορεί να είναι ο προορισμός τους, δέχεται ήδη επίθεση, η πορεία αλλάζει, από το Βασιλίτσι της Μεσσηνίας στην Κρήτη ξεκινήσανε να πάνε, στην Αίγυπτο βρεθήκανε τελικά. Κι όταν οι Ιταλοί κατηφόρισαν προς την Αίγυπτο, λίγους μήνες μετά, δεν είχαν άλλη επιλογή, κινήσανε για τη Νότιο Αφρική. Έτσι βρεθήκανε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Τη μάνα του την είδε ξανά 20 χρόνια μετά.
Η ζωή στη νέα πατρίδα δύσκολη. Χωρίς χρήματα, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, κατάφεραν να ορθοποδήσουν με τη βοήθεια της παροικίας και τη στήριξη των φιλανθρωπικών οργανώσεων. Η ιστορία τους, η οδύσσεια ενός Έλληνα αγρότη που έσωσε επτά νεοζηλανδούς στρατιώτες, μαζί με μια φωτογραφία με τον πατέρα του που μπήκε στις εφημερίδες, του άλλαξε τη ζωή. Δούλευε σ’ ένα κατάστημα όταν τον πλησίασε μια γυναίκα. «Εσύ είσαι το αγόρι της φωτογραφίας στην εφημερίδα;», τον ρώτησε. Απάντησε καταφατικά. «Σε ποιο σχολείο πας;», ρώτησε ξανά αυτή. «Σχολείο δεν πάω», αποκρίθηκε. Έξαλλη η γυναίκα -θυμάται το όνομά της, Cecilia Feisteen, την έλεγαν. «Είμαι δασκάλα, ντροπή είναι να έχετε ένα παιδί να δουλεύει και να μην πηγαίνει σχολείο», φώναξε. Τον πήρε, του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, τον έβαλε σε μεσαίο σχολείο, στη συνέχεια σε κανονικό γυμνάσιο, με πολλή δυσκολία στο πανεπιστήμιο. «Θα σε κάνω γιατρό», του έλεγε ο πατέρας του, αυτός όμως είχε τη δική του ατζέντα.
Το 1948, ο Μπίζος συναντιέται πρώτη φορά με τον Νέλσον Μαντέλα στο πανεπιστήμιο. Πρωτοετής φοιτητής της Νομικής αυτός, ο Μαντέλα στο τέταρτο έτος. «Ήταν λίγα χρόνια μετά το τέλος του παγκοσμίου πόλεμου, πολλοί από τους συμφοιτητές μας είχαν πολεμήσει εναντίον των Ναζί, ο ΟΗΕ προχωρούσε στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όμως στη Νότιο Αφρική το Εθνικό Κόμμα θεσμοθετούσε επίσημα τους φυλετικούς διαχωρισμούς και έτσι εμείς, ως φοιτητές διαμαρτυρόμασταν ενάντια στη ρατσιστική κυβέρνηση της χώρας, αλλά και κατά των αρχών του πανεπιστημίου, το οποίο δεν αναγνώριζε πλήρως τα δικαιώματα των ιθαγενών φοιτητών, αφού οι μαύροι μπορούσαν μεν να έρθουν στα μαθήματα, αλλά δεν μπορούσαν για παράδειγμα να φάνε στο ίδιο εστιατόριο μαζί μας, δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στις αθλητικές δραστηριότητες, δεν μπορούσαν να μείνουν στα οικοτροφεία του πανεπιστήμιου, δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες φοίτησης… Ο Νέλσον πρωτοστατούσε. Ήταν αρχηγός της νεολαίας του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, μιλούσε καθημερινά σε συγκεντρώσεις, στις αίθουσες του πανεπιστημίου και στους διαδρόμους… Εκεί γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι».
Πόσο εύκολη, όμως, ήταν η φιλία ενός λευκού και ενός μαύρου εκείνη την εποχή και μάλιστα αντικαθεστωτικών; «Για μένα δεν ήταν εύκολο να πάω σπίτι του, χρειαζόσουνα ειδική άδεια για να πας στις συνοικίες που έμεναν μαύροι. Πήγα όμως κανά δυο φορές κρυφά. Τα παιδιά του τον ρώτησαν “γιατί επιτρέπεις σε έναν λευκό άνθρωπο να μπει στο σπίτι μας” και αυτός τους απάντησε: “μερικές φορές είναι κάποια λευκά πρόσωπα που έχουν μαύρη καρδιά”. Απ’ την άλλη ήταν ασφαλώς και η μυστική αστυνομία που μας παρακολουθούσε, τον Νέλσον τον είχανε συλλάβει και παλιότερα, προσπάθησαν να τον καταδικάσουν, εμένα δεν με συλλάβανε, με παρακολουθούσαν όμως και ως φοιτητή και ως νεαρό δικηγόρο, μου αρνήθηκαν υπηκοότητα, δεν μου έδιναν διαβατήριο για 30 τόσα χρόνια, ενώ κάποια στιγμή μου στείλανε και το μήνυμα ότι το σχοινί στον λαιμό μου έχει κοντύνει! Είχα μπει στο στόχαστρο από νωρίς άλλωστε. Όσους φοιτητές εναντιώνονταν στον καθεστώς τους θεωρούσαν “αριστερούς”, οπόταν σε μια ομιλία μου στο πανεπιστήμιο είπα “αν το να επιδιώκω ισότητα για τους μαύρους συμμαθητές μας με κάνει αριστερό, τότε είμαι αριστερός και υπερήφανος”. Την επομένη, μια εφημερίδα έγραψε στον κύριο τίτλο της: “Αριστερός και υπερήφανος δήλωσε ένας Γιώργος Μπίζος χθες στο Πανεπιστήμιο”».
Οι ηγέτες της παροικίας θορυβήθηκαν. Πήραν την εφημερίδα και έτρεξαν στον πατέρα του. Μάζεψε τον γιο σου, θα φάει το κεφάλι του, εκθέτει την ελληνική παροικία, δεν θα βγάλουμε εμείς το φίδι από τη φωτιά, εμείς περαστικοί είμαστε από εδώ, να βγάλουμε λίγα χρήματα και να φύγουμε, του είπαν. Ο Μεσσήνιος, όμως, ο οποίος είχε βιώσει το φασισμό στο πετσί του -το ‘34 είχε εκλεγεί πρόεδρος του χωριού και το ‘36, όταν ανέλαβε ο Μεταξάς τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί- δεν ήταν διατεθειμένος να φιμώσει οποιονδήποτε, πόσο μάλλον το παιδί του. Ο γιος μου είναι 21 χρόνων, ενήλικας, δεν θα του υπαγορεύσω εγώ τι να λέει και τι όχι, τους απάντησε.
Το ’54 ο Μπίζος αρχίζει την καριέρα του ως δικηγόρος. Κάνει πολλές πολιτικές δίκες, υπερασπίζεται πολλούς κατατρεγμένους, δικηγορεί μαζί με τον Μαντέλα σε αρκετές υποθέσεις. «Θυμάμαι μια περίπτωση όπου ο δικαστής έβαζε συνεχώς προσκόμματα, εμποδίζοντας τον Μαντέλα να δικηγορήσει. Έκανε για παράδειγμα μια ερώτηση αυτός, παρενέβαινε ο δικαστής, δεν είναι ανάγκη να απαντήσεις έλεγε στον μάρτυρα, δεν καταλαβαίνω την ερώτηση, είμαι σίγουρος πως ούτε εσύ την καταλαβαίνεις. Τελικά, ζήτησε από τον Μαντέλα να του δείξει το πτυχίο του, πράγμα που δεν κουβαλούσαμε ασφαλώς μαζί μας, για να μην του επιτρέψει να συνεχίσει τη δίκη. Προσέφυγα στο ανώτατο δικαστήριο, ζήτησα να εξαιρεθεί από τη δίκη ο συγκεκριμένος δικαστής για ρατσιστική συμπεριφορά, πράγμα που πέτυχα. Αυτό, βεβαίως, ήταν μόνο μια μικρή νίκη καθότι δύο χρόνια αργότερα τον συνέλαβαν…». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Μαντέλα συλλαμβανόταν από το καθεστώς. Ακολούθησαν κι άλλες. Μέχρι την τελευταία σύλληψή του τον Αύγουστο του 1962, με την κατηγορία της «υποκίνησης των Αφρικανών εργαζομένων σε απεργία» και στη συνέχεια για «σαμποτάζ και επαναστατική συνωμοσία, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης», που οδήγησαν στην πολύκροτη δίκη της Ριβόνια που κράτησε μέχρι το 1964. Ο Μπίζος, μαζί με τέσσερις άλλους δικηγόρους, τον υπερασπίζονται, προσπαθώντας να πείσουν το δικαστήριο ότι δεν πρόκειται για «τρομοκράτες» και να αποτρέψουν τη θανατική καταδίκη που για πολλούς εθεωρείτο βέβαιη. «Θάνατος σε όλους» ήταν, άλλωστε, οι τίτλοι των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων. Το ενδιαφέρον του κόσμου ανά το παγκόσμιο τεράστιο. Ο κόσμος όλος, από την Ιαπωνία μέχρι την Ευρώπη παρακολουθεί με αγωνία τη δική.
Η απολογία του Μαντέλα, ένας συγκλονιστικός λόγος σαράντα σελίδων που έγραψε ο ίδιος, διήρκησε τέσσερις ώρες. «…Έχω αφιερώσει όλη μου τη ζωή στον αγώνα του αφρικανικού λαού. Έχω πολεμήσει ενάντια στη Λευκή αλλά και στη Μαύρη κυριαρχία. Έχω λατρέψει το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας, στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα συνυπάρχουν αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να το υλοποιήσω. Μα αν χρειαστεί, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου.» Η αρχική διατύπωση όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το πρωί της ημέρας που θα τη διάβαζε στο δικαστήριο, ο Μπίζος ξυπνά με τον Σωκράτη, τον αρχαίο φιλόσοφο, στο μυαλό του. «Αν είχε έναν καλό δικηγόρο και δεν προκαλούσε τους δικαστές, ίσως και να μην το θανάτωναν», λέει. «Αντιθέτως, η απολογία του διπλασίασε τις εναντίον του ψήφους». Ο Μαντέλα στη δική του απολογία ήταν ξεκάθαρος: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω για τις ιδέες μου». Ο Μπίζος τον παροτρύνει να το αλλάξει. «Γιώργο, το έχω πει τόσες πολλές φορές στις ομιλίες μου, που δεν μπορώ να μην το αναφέρω τώρα», του απαντά. «Πιστεύω πως πρέπει να το αλλάξεις», επιμένει ο Μπίζος, «δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι θέλεις να γίνεις μάρτυρας, αλλά ένας ελεύθερος άνθρωπος που θέλει να ζήσει και να δει να υλοποιούνται οι δημοκρατικές αξίες». Και τον πείθει να προσθέσει στο αρχικό κείμενο «εάν χρειαστεί» και «ελπίζω να ζήσω για να υλοποιήσω τα ιδανικά μου». Η απόφαση του δικαστηρίου, ισόβια κάθειρξη. «Η παρέμβαση μου αυτή», λέει ο Μπίζος, «έγινε γνωστή αργότερα, όταν ένας εκ των δικηγόρων που συμμετείχαν στη δίκη το ανέφερε σ’ ένα βιβλίο που έγραψε, σημειώνοντας μάλιστα ότι η στρατηγική μου βοήθησε να αποφευχθεί η θανατική καταδίκη. Εγώ πάλι, δεν ξέρω αν βοήθησε και σε ποιο βαθμό, εκείνο που σίγουρα βοήθησε ήταν το διεθνές ενδιαφέρον του κόσμου, η κατακραυγή της νεολαίας που απαιτούσε την απελευθέρωσή του και οι πιέσεις των κυβερνήσεων των κρατών, μεταξύ αυτών και της Κύπρου που συμμετείχε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων».
Ο Μαντέλα μένει στη φυλακή 27 ολόκληρα χρόνια. Είκοσι χρόνια στις φυλακές του RobbenIsland, επτά χρόνια στις φυλακές Pollsmoor. Ο Μπίζος τον επισκέπτεται μια φορά κάθε τρεις μήνες - ο Μαντέλα δεν έχει δικαίωμα να μιλά για οτιδήποτε άλλο παρά μόνο για οικογενειακά ζητήματα και μιας και τα μέλη της οικογένειας του δεν επιτρεπόταν να τον επισκεφτούν, επέλεξε τον Γιώργο Μπίζο ως τον άνθρωπο που θα συζητούσε μαζί του αυτά τα θέματα. «Έπρεπε να υποβάλω αίτηση, να αναφέρω το λόγο, τον οικογενειακό, για τον οποίο ζητούσα να τον δω και κατόπιν να περιμένω να εγκρίνουν το αίτημα. Η Γουίνι, η γυναίκα του, ήταν πράγματι πολύ εφευρετική σ’ αυτό τον τομέα. Σκαρφιζόταν συνέχεια λόγους όπως σε ποιο σχολείο πρέπει να πάρω τα παιδιά, τι μαθήματα πρέπει να παρακολουθήσουν, τι αλλαγές πρέπει να κάνω στο σπίτι και διάφορα άλλα και έτσι υπέβαλλα αίτηση και έπαιρνα άδεια να τον επισκεφτώ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν η κόρη του η Zenani θα παντρευόταν τον πρίγκιπα της Σουαζιλάνδης, μου είπε: “Γιώργο θέλω να τον καλέσεις στο γραφείο σου, να τον ρωτήσεις όλα εκείνα που ένας πεθερός θέλει να μάθει, να τον δεις και να μου πεις αν τον εγκρίνεις». Κι όταν πήγα να τον δω ξανά μου έλεγε, ρώτησες εκείνο, ρώτησες το άλλο, τι νομίζεις, είναι καλός; “Νέλσον, πρίγκιπας είναι”, του λέω, “δεν είναι κανένας τυχόντας” και έσκασε στα γέλια».
«Είχε πολύ χιούμορ και μάλιστα ιδιαίτερο χιούμορ, ο Νέλσον», μου λέει ο Γιώργος Μπίζος, ο οποίος, παρόλο που μιλάμε ήδη μία ώρα στο τηλέφωνο δείχνει να έχει διάθεση εξομολογητική και όρεξη να μιλήσει για τον φίλο του. «Θα σας πω δυο ιστορίες χαρακτηριστικές του χιούμορ του αλλά και της απλότητας του χαρακτήρα αυτού του άντρα. Ή πρώτη ήταν το 1993, όταν ταξίδεψε στο Όσλο για να του απονεμηθεί το Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο μοιράστηκε με τον Φρεντερίκ Ντε Κλερκ “για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής”. Με είχε πάει μαζί του τότε και μετά την τελετή, οι δύο βραβευθέντες μαζί με τη συνοδεία τους -είχαν τρεις ακόλουθους ο καθένας- πήγαν να χαιρετήσουν τον βασιλιά της Νορβηγίας. Συστήνει ο Ντε Κλερκ τους δικούς του, μεταξύ αυτών και τον Μπότα ως τον… μακροβιότερο υπουργό εξωτερικών δημοκρατικού κράτους -αναφορά που έκανε εμένα και τον Νέλσον να χαμογελάσουμε- και έρχεται η σειρά του Μαντέλα. Λέει στον βασιλιά: “Μεγαλειότατε, αυτός είναι ο Γιώργος Μπίζος. Είναι ο δικηγόρος μου. Ούτε εγώ ξέρω γιατί τον έφερα εδώ μαζί μου. Με έστειλε στη φυλακή για 27 χρόνια”. Γελάσαμε εννοείται, αλλά εγώ λέω στο βασιλιά, δείχνοντας τον Ντε Κλερ: “Νομίζω, μεγαλειότατε, ότι μεγαλύτερη ευθύνη φέρει ο πρόεδρος Ντε Κλερ και το κόμμα του, παρά εγώ”. Ο Ντε Κλερ ενοχλήθηκε, “εγώ δεν ήμουνα ούτε στο νηπιαγωγείο τότε», είπε, αλλά ασφαλώς και είπε ψέματα, αφού γεννήθηκε το ‘36, άρα όταν η κυβέρνηση του κόμματός του φυλάκιζε τον Μαντέλα ήταν 28 χρονών.
Η δεύτερη ιστορία είναι πιο καθημερινή και ελληνική μπορώ να πω. Η πεθερά μου, ξέρετε, ερχόταν κάθε Κυριακή σπίτι μας για φαγητό και το απόγευμα την πήγαινα πίσω στο δικό της. Μια φορά, επιστρέφοντας, έπρεπε να περάσω από το σπίτι του Μαντέλα να του δώσω κάτι. Πήγα, σταμάτησα, μείνε στο αυτοκίνητο της είπα και πήγα εγώ στον Μαντέλα. Επιστρέφοντας, ο Νέλσον με συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο, οπόταν και του σύστησα την πεθερά μου. Και ο Μαντέλα αστειευόμενος της λέει: «Τι σόι μάνα είσαι εσύ που άφησες την κόρη σου να παντρευτεί έναν τέτοιον άνθρωπο, ο οποίος αφήνει στο αυτοκίνητο την πεθερά του να περιμένει, αντί να τη φέρει μέσα να πιούμε ένα καφέ».
Ο Μπίζος μου επιβεβαιώνει κάτι που διάβασα παλαιότερα και δεν ήξερα αν ευσταθούσε. Όντως ο Νέλσον Μαντέλα μέσα στη φυλακή διάβαζε αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους; «Ω, μα και βέβαια είναι αλήθεια. Και όχι μόνο διάβαζε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, αλλά μαζί με συνκρατούμενούς του ανέβασαν την Αντιγονή και ο ίδιος υποδύθηκε τον Κρέοντα. Μάλιστα, ήταν ένα μάθημα γι’ αυτόν, όπως μου είπε, πως αυτός που κατέχει εξουσία δεν πρέπει να τη μεταχειρίζεται ετσιθελικά. Μου είπε επίσης, πως το μάθημα του έργου είναι πως η τραγική φιγούρα δεν είναι ούτε η Αντιγόνη, ούτε ο γιος του ο Αίμονας, ούτε η γυναίκα του Ευρυδίκη, αλλά αυτός ο ίδιος. Και του έκανε εντύπωση, θυμάμαι, που ήξερα τα λόγια του χορού: “από του κόσμου τα αγαθά πρωτεύει η φρονιμάδα και τους Θεούς να σέβεται ο φρόνιμος θυμάται”. “Πώς και τα ξέρεις αυτά”, με ρώτησε; Η απάντηση ήταν ότι είχαν έρθει ηθοποιοί από την Ελλάδα και ανεβάσαμε στο πανεπιστήμιο την Αντιγόνη και εγώ έλαβα μέρος στο χορό. Να σας πω, όμως, και κάτι άλλο για τον θαυμασμό και την αγάπη του για την Ελλάδα. Όταν ήταν ακόμα φυλακή, είχαμε πει πως το 1996, αν αυτός ήταν ελεύθερος και η Ελλάδα αναλάμβανε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών, θα πηγαίναμε στην Ελλάδα μαζί. Αυτός είχε απελευθερωθεί, αλλά η Ελλάδα δεν πήρε τότε τους Ολυμπιακούς. Πήγαμε όμως αργότερα, με τις συζύγους μας, κάτσαμε οκτώ-δέκα μέρες και όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, αυτός στο όγδοο κι εγώ στο ένατο πάτωμα, με φώναξε στο δωμάτιο του να μου πει κάτι. Πήγα και τραβώντας την κουρτίνα για να μην μπαίνει μέσα ο ήλιος, είδα απέναντι μου τον Παρθενώνα. “Νέλσον, έλα κοντά στο παράθυρο να δεις”, του είπα. Ήρθε και έμεινε να κοιτάζει σιωπηλός για πολλή ώρα. Και μετά με ρώτησε, “Γιώργο, είσαι σίγουρος ότι δεν έχω βρεθεί ξανά εδώ, σ’ αυτό το μέρος;”. Του ήταν τόσο οικείος ο Παρθενώνας, ο Ελληνισμός, η Δημοκρατία...».
Τα καλά νέα της αποφυλάκισής του, τον Φεβρουάριο του 1990, ο Μπίζος τα έμαθε ενώ βρισκόταν στην Αμερική, μιλώντας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Επέστρεψε δυο μέρες αργότερα και συγκινημένος κατευθύνθηκε στο μικρό σπίτι του Μαντέλα, αγκαλιαστήκανε και κάτσανε στην αυλή, κάτω από τη σκιά των δέντρων και μιλήσανε. Μια βδομάδα αργότερα, στη λαμπρή τελετή εορτασμού για την απελευθέρωσή του, μπροστά σε 80 χιλιάδες κόσμο, κι ενώ βρισκόταν στο χώρο τον επισήμων, άκουσε από το μικρόφωνο να τον καλούν να ανέβει στην εξέδρα, με τον Μαντέλα. «Έχω μια φωτογραφία, εδώ δίπλα στο γραφείο μου», μου λέει με καμάρι, «που με έχει αγκαλιά». Και την ημέρα της ορκωμοσίας του Μαντέλα στην προεδρία της Νοτίου Αφρικής, τον Μάιο του 1994, έζησε την συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής του.
«Δίπλα του στεκόταν ο Ντε Κλερ. Παραδίπλα στρατηγοί και αρχηγοί αστυνομίας φορώντας τις στολές του παρελθόντος. Πολεμικά αεροπλάνα και ελικόπτερα υπερίπταντο του χώρου και προέβαιναν σε επιδείξεις. Τα πολεμικά αεροπλάνα ξέρετε ήταν τα σύμβολα της καταπίεσης του λαού της Νοτίου Αφρικής. Ο ήχος τους προκαλούσε φόβο και πανικό. Κι αυτός ο ήχος, ο εκκωφαντικός, ακούστηκε την ώρα που ο Μαντέλα έδινε τον όρκο του. Τα αεροπλάνα πέρασαν από πάνω και έγειραν το φτερό τους -όπως είθισται- εν είδη χαιρετισμού προς το τιμώμενο πρόσωπο. Και τότε ο λαός, 120 χιλιάδες κόσμου, στην πλειοψηφία τους μαύροι, ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Και αναφώνησε “μπάγια πούγια, μπαγια πούγια”, που πάει να πει “ήρθε η ώρα”. Εκείνη την ώρα είδα τον Νέλσον Μαντέλα νεαρό δικηγόρo. Είδα τον Νέλσον Μαντέλα διωκόμενο. Είδα το Νέλσον Μαντέλα φυλακισμένο. Είδα τον Νέλσον Μαντέλα ελεύθερο άνθρωπο και ηγέτη. Και αισθάνθηκα υπερήφανος που περπάτησα μαζί του προς αυτό το αποτέλεσμα».
Ο Γιώργος Μπίζος συνεργάστηκε στενά με τον Νέλσον Μαντέλα και συνέγραψαν μαζί το νέο σύνταγμα της χώρας, αλλά ποτέ του, παρά τις προσφορές του Μαντέλα, δεν δέχτηκε οποιοδήποτε αντάλλαγμα για όσα πρόσφερε. Ούτε θέση πολιτική δέχτηκε να αναλάβει, ούτε θέση δικαστή... Του εξήγησε ότι ήθελε να παραμείνει δικηγόρος, να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μάχεται για την ελευθερία και την ισότητα. Και ο Μαντέλα το σεβάστηκε. Και ο Μπίζος συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά, να αναλαμβάνει πολύκροτες δίκες, υπερασπιζόμενος το δίκαιο και τη δημοκρατία - μόλις πέρσι, το 2012 και παρά τη μεγάλη του ηλικία, ανέλαβε την υπεράσπιση των θυμάτων της σφαγής στη Μαρικάνα, που συγκλόνισε το παγκόσμιο. «Ο Μαντέλα μού δίδαξε ότι την εξουσία δεν τη χρησιμοποιείς για ίδιον όφελος, ούτε για τα μέλη της οικογένειας σου, τους φίλους ή το κόμμα σου. Ο Μαντέλα μου δίδαξε ότι την εξουσία την χρησιμοποιείς για το καλό του λαού, της χώρας, του κόσμου ολόκληρου. Αυτή είναι πιστεύω η παρακαταθήκη του. Και πολλοί λένε σήμερα ότι ακολουθούν τα βήματα του, αλλά μάλλον δεν ξέρουν ποια είναι τα βήματα του Μαντέλα και βαδίζουν σε άλλο δρόμο».
σχόλια