Η δισκογραφία πέθανε. Παρέσυρε μέσα στα συντρίμια της την ειλικρίνεια και τον κοφτερό λόγο που είχαν τραγούδια των Τρύπες, τα Ξύλινα σπαθιά, οι Στέρεο Νόβα αλλά και άλλα ανεξάρτητα μουσικά σχήματα της προηγούμενης εικοσαετίας.
Οι άνθρωποι άλλαξαν,αισθάνθηκαν πως στάθηκαν καλύτερα στα πόδια τους,ειδικά από οικονομικής άποψης και αυτό φαίνεται πως ήταν αρκετό για να στραφεί ένα ολόκληρο σύστημα ανάπτυξης σε άχρηστες ευκολίες. Είναι γεγονός πως όταν κάποιος περνάει καλά στη ζωή του και βιώνει έστω και ελάχιστες στιγμές ευτυχίας, να μην έχει όρεξη να γράψει πολύ “ψαγμένους” στίχους και μουσικές και πόσο μάλλον ένας άλλος που θα πρέπει σόνι και ντε να τους ακούσει και να τον πιάσει ψυχοπλάκωμα…
Λίγο πριν την εμφάνιση του ευρώ το χρήμα έρεε σε αφθονία και πυκνά συχνά με μια γκροτέσκ επιδειξιομανεία ,τύπου πολυτελή σπίτια,αυτοκίνητα,κινητά,λουλούδια στα μπουζούκια και άλλα τέτοια,εγκαταστάθηκε στις ανθρώπινες υποκουλτούρες και χαμηλές συνειδήσεις ο Νεοπλουτισμός. Αργότερα μετονομάστηκε σε νεο-ελληνική κοινωνία.
Η ψυχαναγκαστική ανάγκη για την απόκτηση αλλά ακόμα και τη λεηλασία της χαράς από τα χέρια κάποιου άλλου, δημιούργησε το lifestyle με εκπροσώπους όλα σχεδόν τα περιοδικά, που με έναν προπαγανδιστικό τρόπο εισέβαλλαν και μόλυναν την αξιοπρέπεια του πολιτισμού μας στο όνομα της διαφήμισης κολοσσιαίων εταιριών και επιχειρήσεων μέσα από σκυλοκομματικές μάσες ρευστού που προορίζονταν για εσωτερική ανάπτυξη πόλεων και της χώρας.
Παράλληλα οποιαδήποτε πηγή πνευματικότητας αποσιωπήται και λογοκρίνεται ως ξεπερασμένη τάση και στάση ζωής.
Η νέα μόδα τους θέλει όλους «Να περνάμε καλά» να πίνουμε μέχρι να λιώσουμε και άλλα τέτοια αυτοκαταστροφικά patterns, συνδιασμένα με λάθος χρήση των drugs,με αποτέλεσμα τις νευρώσεις,σχιζοφρένεια και πολλούς θανάτους.Μια επανάληψη των 70’s αλλά σε νέα βάση και περιτύλιγμα, το κυριότερο δίχως ιδεολογία,ωστόσο με άποψη. Οι νεότεροι μουσικοί από το 2000 στράφηκαν στην Pop μουσική χρησιμοποιώντας τα αγγλικά στους στίχους, κάτι που έγινε εμμονή δυσάρεστη και που καλλιέργησε την ηλίθια φράση, "ελληνικό τραγούδι είναι αυτό; Νόμιζα ότι ήταν ξένος καλλιτέχνης» δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το πόσο μικροσκοπική είναι η αντίληψη των ανθρώπων για τη χώρα τους και τις ικανοτητές της ,συγκρινοντάς την με τα γιγαντιαία τους πρότυπα. Στη συνέχεια εμφανίζονται τα greeklish,ένα υβρίδιο συγχισμένου γλωσσικού κώδικα που σήμερα είναι η επίσημη γραφή και ανάγνωση ανθρώπων ηλικίας 13 έως και 60 χρονών.
Κι έτσι, εμείς οι ίδιοι,σταδιακά γινόμαστε ένα καινούργιο είδος ανθρώπου ,μια μίξη από θρυματισμένες υποκουλτούρες,που αποδυναμώνουν το κάλλος και την αξία μια Σοφίας, μιας βαθιάς Γνώσης και κληρονομιάς που μας ανήκει. Μοιάζει σα να μας σώθηκαν τα τρόφιμα και το λίγο νερό που είχαμε στην αρχή του ταξιδιού μας. Είμαστε νηστικοί, σήμερα μπήκαμε στο πετσί ενός άγριου λύκου.
Τα ανεξάρτητα τραγούδια που κυκλοφορούν σε μεγάλη κλίμακα τα τελευταία 10 χρόνια και κάνουν αίσθηση με επιτυχία σε πάρα πολύ κόσμο είναι στην πλειοψηφία τους, συναισθηματικά ανυποστήρικτα με απίστευτα θρασύτατους τους εκάστοτε δημιουργούς τους. Υπάρχει ένας άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο φτιάχνεται ένα τέτοιο τραγούδι, «Το αν θα παιχτεί από το ραδιόφωνο...» Θα ήθελα εδώ να σταθώ με συγκρατημένο το θυμό μου λέγοντας ότι η μουσική έχει μόνο έναν άξονα,την εμπειρία και την ηθική υπόδειξη του δημιουργού και έτσι οφείλει να γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά είναι μουσική για διαφημίσεις σαν τη μουσική της Μαριέττας Φαφούτη στην οποία έπεσα επάνω πριν κανά δυο μέρες και απόρησα με την τόση ευτυχία και το «φως» των στίχων,οφείλοντας να ομολογήσω πως ενώ έχει μια πάρα πολύ καλή φωνή και δυνατότητες, επιλέγει η ίδια (υποθέτω) να περιοριστεί σαν «καλό και αρεστό κορίτσι» στις απαιτήσεις ενός εύπεπτου trend κι ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι ένας τέτοιος συμβιβασμός για τα φράγκα και τη ματαιοδοξία της εικόνας. Πόσο επικίνδυνη επίσης μπορεί να είναι μια τέτοια περίπτωση καλλιτέχνιδας (ταλαντούχας) και το όλο σύστημα που την προωθεί για την πλήρη αποχαύνωση και αποπροσανατολισμό των νέων.
Προσωπικά ξεχωρίζω τη May Roosevelt δαγκωτό, σαν την απέναντι όχθη της κατηφόρας.
Η May Roosevelt είναι ένας άνθρωπος ειλικρινής,με τους φόβους της,τη μυστηριώδη δυναμή της,την έχουμε ανάγκη στο Τώρα. Με γοητεύουν οι αλήθειες της που τρεμοπαίζουν στο ημίφως που συγκρούονται με τον άνθρωπο-λύκο και σα φινάλε αφήνουν μια πάχνη αγάπης. Η μουσική της στο συνολό της λειτουργεί αφυπνιστικά και το concept που κατάφερε να υλοποιήσει αισθητικά, είναι παράδειγμα προς μίμηση για έναν νέο μουσικό που πραγματικά έχει την αίσθηση της ευθύνης και όχι της διασκεδάστριας η οποία είναι διαρκώς νευρωτικά χαρούμενη και καλή.
Τέτοια φωτεινά παραδείγματα με καθησυχάζουν με ένα κλείσιμο του ματιού.
σχόλια