ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙ άλλοι άνθρωποι, διάβασα με ενθουσιασμό πριν από μερικούς μήνες την είδηση ότι ο Βρετανοαμερικανός σκηνοθέτης Κρίστοφερ Νόλαν εργάζεται πάνω σε μια κινηματογραφική μεταφορά της Οδύσσειας. Σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους, όμως, εγώ είμαι ένας κλασικός φιλόλογος ο οποίος πέρασε τα τελευταία επτά χρόνια ολοκληρώνοντας μια νέα μετάφραση της επικής ιστορίας του Ομήρου για την επιστροφή του Οδυσσέα. Και γι' αυτόν τον λόγο, η είδηση της επικείμενης ταινίας του Νόλαν με γέμισε επίσης φόβο.
Ως κλασικιστής αλλά και ως κριτικός, έχω γράψει πολλές φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια τόσο για τις κινηματογραφικές και τις θεατρικές μεταφορές της ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας, από τη «Μήδεια» της Ντέμπορα Γουόρνερ και τα «Παιδιά του Ηρακλή» του Πίτερ Σέλερς μέχρι τα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ «300», «Τροία» και «Αλέξανδρος», και γνωρίζω πολύ καλά τους τρόπους με τους οποίους οι προσπάθειες να μεταφερθούν οι κλασικοί στο σύγχρονο κοινό μπορεί να πάνε στραβά. Οπότε –αν και υποψιάζομαι ότι είναι πολύ αργά για να τον επηρεάσω– ιδού οι τρεις βασικοί κανόνες που ελπίζω να τηρηθούν κατά τη μεταφορά της «Οδύσσειας» στην οθόνη.
«Μην επιβάλλετε σύγχρονες αξίες στα αρχαία έπη. Αν πραγματικά πιστεύετε ότι είναι βαθιά ανθρώπινα και ότι έχουν ακόμη πολλά να μας πουν -αυτός, άλλωστε, είναι προφανώς ο λόγος για τον οποίο ξοδεύετε 150 εκατομμύρια δολάρια για να μεταφέρετε την ιστορία στη μεγάλη οθόνη- τότε πρέπει να τιμήσετε την παραδοξότητα αλλά και την οικειότητα του ομηρικού κόσμου».
Πρώτον, βρείτε έναν τρόπο να μιλούν οι χαρακτήρες σας που να μην ακούγεται σαν τον Μωυσή όταν παραδίδει τις Δέκα Εντολές στους Ισραηλίτες. Συγκλονισμένοι, υποπτεύεται κανείς, από το μεγαλειώδες ανάστημα του πρωτότυπου υλικού, οι σεναριογράφοι που διασκευάζουν τους κλασικούς επιλέγουν σχεδόν πάντα ένα ύφος που εγώ θεωρώ ως «haute legendary» [«μεγαλοπρεπώς θρυλικό»]. «Είθε οι θεοί να κρατήσουν τους λύκους στους λόφους και τις γυναίκες στα κρεβάτια μας!» φωνάζει κάποιος στην «Τροία» του Βόλφγκανγκ Πίτερσεν (2004), μια φράση που κανείς δεν έχει πει ποτέ.

Παρότι είναι αλήθεια ότι τα ομηρικά έπη γράφτηκαν σε μια άκρως τεχνητή και καθαρά λογοτεχνική/ποιητική γλώσσα, οι χαρακτήρες τους ακούγονται πάντα φυσικοί, μερικές φορές μάλιστα ακόμα και γοητευτικά ανεπίσημοι. Ένας λόγος για τον οποίο αυτό είναι σημαντικό είναι το ότι η Οδύσσεια, περισσότερο από άλλα έπη, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την οικογένεια – όχι μόνο για εκείνη στην οποία ο Οδυσσέας προσπαθεί τόσο απεγνωσμένα να επιστρέψει, αλλά και για εκείνες που συναντά στον δρόμο του προς την πατρίδα, από τη νηφάλια και αξιοπρεπή οικογενειακή ζωή του γέρου βασιλιά της Πύλου Νέστορα στη ραψωδία Γ («Τὰ ἐν Πύλῳ») μέχρι την σχέση της νεαρής πριγκίπισσας των Φαιάκων Ναυσικάς και του πατέρα της, βασιλιά Αλκίνοου. Στις αρχές της ραψωδίας Ζ («Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας»), τον ρωτά ντροπαλά αν μπορεί να δανειστεί «την τετράτροχη άμαξα» για μια εκδρομή στην ακτή - σίγουρα η πρώτη περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία που μια έφηβη ή ένας έφηβος ζητάει από τον μπαμπά τα κλειδιά του αυτοκινήτου).
Η ευελιξία περισσότερο, παρά η μεγαλοπρέπεια, είναι αυτή που χαρακτηρίζει τους διαλόγους του Ομήρου, οι οποίοι, όσο στυλιζαρισμένη και αν είναι η γλώσσα του, αποκαλύπτουν πάντα με υποδόριο τρόπο τον χαρακτήρα. Ένας έντονος διάλογος στη ραψωδία Δ («Τὰ ἐν Λακεδαίμονι») μεταξύ της Ελένης και του συζύγου της Μενέλαου, τον οποίο είχε ως γνωστόν απατήσει αλλά με τον οποίον επανασυνδέθηκε μετά την καταστροφή της Τροίας, είναι ένα αριστούργημα λεπτών αποχρώσεων, υποδηλώνοντας ότι κάτι εξακολουθεί να είναι σάπιο στο βασίλειο της Σπάρτης. Κάτι που θαύμασα στην ταινία «Επιστροφή» (The Return), την πρόσφατη νηφάλια αναδιήγηση του δεύτερου μισού της Οδύσσειας από τον Ουμπέρτο Παζολίνι, η οποία επικεντρώνεται στην ψυχολογική αγωνία του ήρωα (τον οποίον υποδύεται ο Ρέιφ Φάινς) καθώς προσπαθεί να ανακτήσει την προηγούμενη ζωή του, είναι η αξιοπρεπής απλότητα των διαλόγων, η οποία αντανακλά κάτι ουσιαστικό στο πρωτότυπο.
Δεύτερον, διδαχτείτε ένα ή δύο πράγματα από την αφηγηματική τεχνική του Ομήρου. Η Οδύσσεια, δεν εκτυλίσσεται με χρονολογική σειρά, αλλά μάλλον εκτοξεύεται μπρος και πίσω στο χρόνο. Όσο για την Ιλιάδα, δεν περιγράφει -όπως πολλοί νομίζουν- ολόκληρη την πορεία του Τρωικού Πολέμου, ούτε καν τον θάνατο του Αχιλλέα και την πτώση της Τροίας, αλλά επικεντρώνεται σε ένα επεισόδιο του τελευταίου έτους του πολέμου, ενώ χρησιμοποιεί τόσο flashbacks όσο και flash-forwards για να αναδείξει το ευρύτερο πλαίσιο. Η ουσία είναι ότι κάθε έπος –όρος που συνδέουμε με τεράστια έκταση και μεγαλοπρέπεια– στην πραγματικότητα εστιάζει πολύ στενά σε μια συγκεκριμένη «δράση» ή «πράξη» (όπως το θέτει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, το πρώτο έργο λογοτεχνικής κριτικής στη δυτική παράδοση): στην περίπτωση της Ιλιάδας, την οργή του Αχιλλέα, ο οποίος αποσύρεται από τις μάχες μετά από μια σοβαρή προσβολή της τιμής του, και τα γεγονότα και τις συνέπειες που θέτει σε κίνηση – και στην περίπτωση της Οδύσσειας, την επιστροφή του ήρωα και τις συνέπειές της για τον ίδιο, την οικογένειά του και το βασίλειό του. Για τον Αριστοτέλη, η αφήγηση μιας αλληλουχίας γεγονότων με στεγνή χρονολογική σειρά ήταν έργο ιστορικού και όχι επικού ποιητή.
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, παρά το μέγεθός τους, τα έπη είναι αυστηρά δομημένα – κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για πολλές επικές ταινίες. Η ταινία «Τροία», η οποία παρέσυρε το κοινό σε ολόκληρο τον Τρωικό Πόλεμο, αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα αυτού για το οποίο προειδοποιούσε ο Αριστοτέλης: μια «απόπειρα να αντιμετωπιστεί ο πόλεμος ως σύνολο», όπως το έθεσε ο φιλόσοφος, που οδηγεί σε μια «πλοκή... που είναι βέβαιο ότι θα είναι υπερβολικά εκτεταμένη και αδύνατο να κατανοηθεί με τη μία». Η τεχνική αφήγησης της Οδύσσειας είναι τόσο κυκλική όσο και οι περιπέτειες του ήρωά της.
Τρίτον και τελευταίο, μην επιβάλλετε σύγχρονες αξίες στα αρχαία έπη. Αν πραγματικά πιστεύετε ότι είναι βαθιά ανθρώπινα και ότι έχουν ακόμη πολλά να μας πουν –αυτός, άλλωστε, είναι προφανώς ο λόγος για τον οποίο ξοδεύετε 150 εκατομμύρια δολάρια για να μεταφέρετε την ιστορία στη μεγάλη οθόνη– τότε πρέπει να τιμήσετε την παραδοξότητα αλλά και την οικειότητα του ομηρικού κόσμου. Διότι η Εποχή του Χαλκού, που απεικονίζεται στα έπη, και η πρώιμη αρχαϊκή εποχή, ο πολιτισμός δηλαδή που τα παρήγαγε, ήταν με πολλούς τρόπους αφάνταστα διαφορετικός από τον δικό μας, με τον βαθύ, θεσμοθετημένο μισογυνισμό του, τις οικονομίες που βασίζονταν στη δουλεία και την ευφρόσυνη εξύψωση του πολέμου.
Ακόμα και όταν αμφισβητεί τον παλιό ηρωικό κώδικα – όταν ο Οδυσσέας συναντά το φάντασμα του Αχιλλέα στον Άδη, ο ήρωας της Ιλιάδας παραδέχεται με συγκλονιστικό τρόπο ότι προτιμά να είναι «σκλάβος ενός δουλοπάροικου» αλλά ακόμα ζωντανός, παρά βασιλιάς των νεκρών – η κορύφωση της Οδύσσειας είναι μια εκτεταμένη και φρικτά αιματηρή σκηνή μάχης, που έχει σκοπό να αποκαταστήσει τον πρωταγωνιστή της, στα μάτια τόσο των χαρακτήρων όσο και του κοινού, ως πολεμιστή αλλά και ως σύζυγο και πατέρα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσει κανείς αυτά τα αρχαία, αλλά ακόμη επίκαιρα έργα, είναι να τα διαβάσει σε βάθος και να κατανοήσει τι αντιπροσώπευαν στην εποχή τους, ώστε να μεταφέρει καλύτερα την ουσία τους. Αν το έργο του Ομήρου έχει διαρκέσει τόσο πολύ, ίσως δεν είναι κακή ιδέα να κάνουμε ό,τι έκανε κι αυτός. Ένα από τα χαμένα πλέον αρχαία έπη τα οποία ο Αριστοτέλης επικρίνει ότι αποτελούν απλώς μια λίστα γεγονότων που απαριθμούνται με χρονολογική σειρά - περισσότερο σαν ιστορία, σύμφωνα με τους όρους του, παρά σαν λογοτεχνικό έργο – ονομαζόταν «Μικρή Ιλιάδα». Ας ελπίσουμε ότι ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν θα μας δώσει μια «Μικρή Οδύσσεια».
Με στοιχεία από The Telegraph