Η προσβολή του κύρους των ΑΕΙ και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, από πανεπιστημιακό δάσκαλο, αποτελεί λόγo αφαίρεσης του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα, απεφάνθη το ΣτΕ, με αφορμή την αίτηση του Γερμανού ιστορικού καθηγητή Χάινς Ρίχτερ.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωση του ΣτΕ, ο προσφεύγων «επίτιμος διδάκτορας δήλωσε σε συνέντευξη σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας ότι:
1) Αν ο καθηγητής ελληνικού πανεπιστημίου πει κάτι που δεν αρέσει θα τον απολύσουν και 2) Αν του αφαιρεθεί ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα θα είναι ο δεύτερος Γερμανός στον οποίο θα συμβεί αυτό - από τον πρώτο αφαίρεσαν τον τίτλο οι ναζί» και στην συνέχεια του αφαιρέθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Διδάκτορα».
Το ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία: Η απονομή και κατοχή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα βασίζονται «στην εκδήλωση αμοιβαίας τιμής μεταξύ του απονέμοντος Πανεπιστημίου και του αναγορευομένου. Συνεπώς, «σοβαροί λόγοι» που δικαιολογούν την αφαίρεση του τίτλου περιλαμβάνουν και πράξεις όπως είναι η σοβαρή προσβολή του κύρους των ελληνικών Α.Ε.Ι. γενικώς και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, επικουρούμενη και από προσβολή ειδικά του Α.Ε.Ι. που απένειμε τον τίτλο. Είναι δε αδιάφορο το ότι οι ως άνω λόγοι δεν ανάγονται στο επιστημονικό υπόβαθρο επί του οποίου ερείδεται η ανακήρυξη».
«Ο πρώην καθηγητής γερμανικού πανεπιστημίου και γνώστης επί δεκαετίες της ελληνικής πραγματικότητας και του αυτοδιοίκητου και της ελεύθερης λειτουργίας των ελληνικών Πανεπιστημίων από το 1975, γνώριζε ότι μετά το έτος αυτό δεν έχει απολυθεί κανένας καθηγητής ελληνικού Πανεπιστημίου για τις απόψεις του και το έχει παραδεχθεί.
Συνεπώς, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι οι ανωτέρω δηλώσεις που αφορούν το κύρος των Πανεπιστημίων, συνιστούν σοβαρούς λόγους που μπορεί να δικαιολογήσουν την αφαίρεση του τίτλου.
Περαιτέρω, οι δηλώσεις του αιτούντος δίδουν σαφώς την εντύπωση ότι το Πανεπιστήμιο είναι δυνατόν να προβεί στην ανάκληση του τίτλου λόγω των πορισμάτων και απόψεων του ιδίου σε βιβλίο του, εφαρμόζοντας έτσι εθνικοσοσιαλιστικές πρακτικές.
Ενόψει δε της βαρύτητας της σύνδεσης του Πανεπιστημίου με τον εθνικοσοσιαλισμό, η σύγκριση με τον οποίο, λόγω της φύσης αυτού, προσδίδει τη μεγαλύτερη δυνατή απαξία στον συγκρινόμενο, η δήλωση αυτή είναι προσβλητική για το Πανεπιστήμιο και τους καθηγητές του και τούτο, χωρίς να έχει πραγματική βάση ούτε να αναφέρεται σε υπαρκτό ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος».